Απόψεις|08.11.2018 18:48

Ποιοι και γιατί «αφορίζουν» τη συµφωνία Κράτους - Εκκλησίας

Χρήστος Μαχαίρας

Είναι λεόντειος η συµφωνία Αρχιεπισκόπου - πρωθυπουργού και η Πολιτεία «τα έδωσε όλα» ή, µήπως, η Εκκλησία παραδόθηκε στον Τσίπρα; Κατά πάσα βεβαιότητα, δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το «προσύµφωνο» στο οποίο κατέληξαν οι δύο πλευρές δεν εκφράζει την επικράτηση των απόψεων της µιας πλευράς έναντι της άλλης, αλλά έναν συµβιβασµό που επιχειρείται να αποβεί αµοιβαία επωφελής.

Το γεγονός, άλλωστε, ότι η συµφωνία βάλλεται τόσο από όσους τη θεωρούν κατώτερη των αριστερών απαιτήσεών τους όσο και από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους αποδεικνύει ότι η εξέλιξη είναι πιο σύνθετη απ’ όσο θα επιθυµούσαν όσοι επείγονται να την εντάξουν στο αφήγηµά τους.

Παρ’ όλα αυτά και λόγω των ισχυρών συµβολισµών που εκπέµπει πάντοτε η διαχείριση των εκκλησιαστικών ζητηµάτων, ο συµβιβασµός που επιτεύχθηκε ήταν ίσως αναµενόµενο να πυροδοτήσει αντιδράσεις δύο ειδών: στο άκουσµα όσων κατέληξαν ο Αρχιεπίσκοπος και ο πρωθυπουργός, µία µερίδα του κλήρου, ιεράρχες και πολιτικά πρόσωπα που θεωρούν την Εκκλησία ιδρυτική συνιστώσα του ελληνικού κράτους εξεγέρθηκαν, φοβούµενοι ότι υποβαθµίζεται ο ρόλος της.

Από την άλλη πλευρά, ένα τµήµα της Αριστεράς που έχει γαλουχηθεί στην ανάγκη του πλήρους χωρισµού Πολιτείας - Εκκλησίας αντιλαµβάνεται την προσπάθεια εξορθολογισµού των σχέσεών τους ως ετεροβαρή συµβιβασµό και θεωρεί όσα ειπώθηκαν περί διακριτότητας των ρόλων σχήµα που συντηρεί ιστορικές καθηλώσεις και αποτρέπει τις αναγκαίες τοµές.

Προφανώς, όσα ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο δεν επιλύουν τα πολλά θεσµικά και νοµικά προβλήµατα που έχει σωρεύσει η πολυετής συνύπαρξη Εκκλησίας - Πολιτείας, ούτε κλείνουν το κεφάλαιο της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, η οποία, αν και θεωρητικά είναι δεδοµένη από το 1975, παραµένει µέχρι σήµερα απραγµατοποίητη. Αποτελούν, ωστόσο, ένα πρώτο βήµα στην κατεύθυνση εξορθολογισµού των σχέσεων και ως τέτοιο θα ανέµενε κανείς να διαβαστεί.

Αν, όµως, για ορισµένες πλευρές η ταύτιση ή οι αντιθέσεις µε την Εκκλησία αποτελούν στοιχεία της ταυτότητάς τους και οδηγούν σε αναµενόµενες επιλογές, αυτό που προξενεί εντύπωση είναι η πολιτικοποίηση της συµφωνίας Τσίπρα - Ιερώνυµου από διανοούµενους της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς.

Δεσµευµένοι στο αφήγηµα του εθνολαϊκιστικού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και της εικαζόµενης εχθρότητάς του απέναντι στις πάσης φύσεως µεταρρυθµίσεις, αναλυτές που έκαναν κάποτε σηµαία την ανάγκη της διακριτότητας των ρόλων Εκκλησίας - Πολιτείας έσπευσαν να µηδενίσουν την όποια αξία της συµφωνίας.

Οι... «αριστεριστές» του Κέντρου θεώρησαν άνευ σηµασίας το γεγονός ότι οι κληρικοί παύουν να είναι δηµόσιοι υπάλληλοι ή ότι ρυθµίζονται επιτέλους η έκταση και η αξιοποίηση της διαφιλονικούµενης επί δεκαετίες εκκλησιαστικής περιουσίας. Χάθηκαν, έτσι, µέσα σε έναν ποταµό µαξιµαλιστικών προσεγγίσεων και ισοπεδωτικών αφορισµών, λησµονώντας προφανώς ότι στην πολιτική υπάρχουν κινήσεις υψηλής συµβολικής αξίας, που δεν αποτιµώνται πάντοτε σε χρήµα.

Το γεγονός ότι οι ίδιοι κύκλοι -µε ορισµένες τιµητικές εξαιρέσεις- δεν βρήκαν µια κουβέντα να πουν στον Μάκη Βορίδη και σε όσους κινούν γη και ουρανό, επειδή οι αριστεροί, λέει, θα καταργήσουν τα Χριστούγεννα, τις φάτνες και τον σταυρό από τη σηµαία, ας εκληφθεί ως απλή λεπτοµέρεια.

Εντυπώσεις και ουσία

Η µοίρα της επικοινωνίας τα έφερε έτσι, ώστε οι δηλώσεις Τσίπρα - Ιερώνυµου να συµπέσουν σχεδόν µε την οµιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κοινοβουλευτική Οµάδα του κόµµατός του, στην οποία ανέλυσε την πρόταση συνταγµατικής αναθεώρησης της ΝΔ. Το αποτέλεσµα ήταν οι θέσεις της αξιωµατικής αντιπολίτευσης για το Σύνταγµα να περάσουν σε δεύτερο πλάνο, αφού οι προβολείς εστίασαν αναγκαστικά στη συνάντηση πρωθυπουργού - Αρχιεπισκόπου και στο περιεχόµενο της συµφωνίας τους.

Περισσότερο, πάντως, και από την επικοινωνιακή επίπτωση που είχε το γεγονός του «συγχρονισµού» της οµιλίας του προέδρου της Ν∆Δ µε τις δηλώσεις Τσίπρα - Ιερώνυµου, ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η µία εξέλιξη έµοιαζε να «απαντά» στην άλλη. Απευθυνόµενος στους βουλευτές του, ο πρόεδρος της ΝΔ τόνιζε ότι η αξιωµατική αντιπολίτευση δεν πρόκειται να επιτρέψει τη «συριζοποίηση» του Συντάγµατος από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ χαρακτήρισε τον πρωθυπουργό «αριστερό Ορµπαν».

Λίγη ώρα αργότερα, η κοινή εικόνα πρωθυπουργού - Αρχιεπισκόπου στο Μαξίµου και κυρίως όσα ανακοινώθηκαν µετέδιδαν το µήνυµα των αναγκαίων εκσυγχρονισµών και του τέλους των αγκυλώσεων, που σε καµία περίπτωση δεν συµβάδιζε ούτε µε τον «αριστερό Ορµπαν» ούτε µε τους φόβους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να ενσωµατώσει στο Σύνταγµα διατάξεις που διαστρέφουν τον χαρακτήρα του πολιτεύµατος.

Η αµήχανη ανακοίνωση της ΝΔ που εξεδόθη το βράδυ -και µε την οποία η αξιωµατική αντιπολίτευση υπογράµµιζε την ικανοποίησή της για την «καθυστερηµένη υιοθέτηση» των θέσεών της στο ζήτηµα- απηχούσε επί της ουσίας αυτήν ακριβώς την αντίφαση. Οσο για τις εντυπώσεις, ενδιαφέρον  έχει η άποψη του καθηγητή Εκκλησιαστικού Δικαίου Γ. Κονιδάρη (φωτογραφία), ο οποίος, αν και εκφράζει ισχυρές επιφυλάξεις για τη διαδικασία και το περιεχόµενο της συµφωνίας, τόνισε (News 24/7) ότι «η ΝΔ έχει αιφνιδιαστεί», σπεύδοντας να συµπληρώσει «ο Τσίπρας είναι µεγάλος τακτικιστής, τους έπιασε στον ύπνο».

Αλέξης ΤσίπραςΕκκλησία