Απόψεις|17.06.2019 12:12

Η νέα Ευρώπη μετά τις Ευρωεκλογές

Newsroom

Του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου*

ευρωεκλογές ανέδειξαν ένα συγκεχυμένο πολιτικό τοπίο για τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. Θα ήταν υπερβολή να μιλήσει κανείς για ξεκάθαρους νικητές. Το μόνο σαφές είναι πως υπήρξε μείωση των παραδοσιακών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων, περιορισμένη ενίσχυση της ακροδεξιάς και αξιοσημείωτη ισχυροποίηση δυνάμεων, όπως οι φιλελεύθεροι, κόμματα του κέντρου και κυρίως  οι Πράσινοι.

Κοιτώντας τη συνολική εικόνα και παραφράζοντας τους στοίχους του γνωστού άσματος, θα μπορούσε κανείς να πει, πως «όλα γύρω δεν αλλάζουνε κι όλα τα ίδια δεν μένουν…».

Ως προς την εκτίμηση πως «δεν αλλάζει τίποτα» με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών,  πράγματι τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα θα συνεχίσουν να κυριαρχούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφού τα ευρωσκεπτικιστικά και αντιευρωπαϊκά κόμματα μένουν να αντιστοιχούν στο 1/4 των εδρών του κοινοβουλίου. Επίσης, ορισμένες από τις δυνάμεις που πρωτοστατούσαν στη συγκρότηση μετώπου εθνικιστικής δεξιάς, ευρωσκεπτικιστών έως και αντιευρωπαϊστών είχαν τελικά φτωχά αποτελέσματα, όπως είναι το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), το δανικό Λαϊκό Κόμμα και το Φόρουμ για τη Δημοκρατία στην Ολλανδία.

Ωστόσο, όσοι θεωρούν ότι τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών «άλλαξαν πολλά» διαθέτουν επίσης επιχειρήματα. Ευρωσκεπτικιστικά κόμματα κέρδισαν την 1η θέση σε τέσσερις από τις έξι μεγαλύτερες χώρες της Ε.Ε, δηλαδή Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία και Πολωνία. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η περίπτωση της Ουγγαρίας, η οποία, αν μεσαίου μεγέθους χώρα, δημιουργεί ένα μεγαλύτερης κλίμακας ζήτημα, έχοντας δώσει 62% (!) στα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα (53% στο κόμμα του Ορμπάν και 9% στους υπόλοιπους).

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι τελικά τι βαρύνει από αυτές τις τάσεις στη μάχη ανάμεσα στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και τους  ευρωεσκεπτικιστές/ευρωαπορριπτικούς. Όμως, ακόμη πιο ενδιαφέρον γίνεται το ερώτημα τι είναι εκείνο που συμβαίνει στις παραδοσιακές δυνάμεις κεντροαριστεράς/κεντροδεξιάς, οι οποίες κυριάρχησαν στην ευρωπαϊκή πολιτική τις προηγούμενες δεκαετίες και τώρα βρίσκονται σε πτωτική τροχιά. Τις παρακολουθούμε να  χάνουν έδαφος όχι μόνο από τους εθνικιστές λαϊκιστές, αλλά και από κόμματα που απευθύνονται στην αστικοποιημένη μεσαία τάξη, όπως οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αύξηση της συμμετοχής των ευρωπαίων πολιτών στην εκλογική διαδικασία. Για τα δεδομένα της εποχής, το γεγονός ότι η συμμετοχή στο σύνολο της ΕΕ έφθασε στο 50,95% και πως είναι το υψηλότερο ποσοστό μετά τις ευρωεκλογές του 1994 αποτελεί επιτυχία του θεσμού, αν  μάλιστα ληφθεί υπόψιν ότι τώρα μετείχαν 28 χώρες ενώ τότε μόνον 15.

ΟΙ προαναφερόμενες διαπιστώσεις, ισχύουν και για τις τέσσερεις μεγαλύτερες χώρες της ΕΕ, δηλαδή την Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιταλία και τη Γερμανία, παρά τις ποικίλες διαφορές τους. Π.χ.  στη Γαλλία, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά   (δηλαδή οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Σοσιαλιστές) έλαβαν κάτω από 15%, ενώ η ακροδεξιά, οι φιλελεύθεροι του Μακρόν και οι Πράσινοι συγκέντρωσαν από κοινού σχεδόν 60%. Στην Ιταλία, η κεντροαριστερά και η κεντροδεξιά κέρδισαν περίπου το 31%, ενώ τα λαϊκιστικά κόμματα έλαβαν το 58%.

Στη Βρετανία, οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί κέρδισαν συνολικά μόλις το 23,2% των ψήφων, ενώ το Κόμμα του Βrexit βγήκε πρώτο, εξασφαλίζοντας περίπου το 1/3 επί του συνόλου. Επίσης κι εκεί υπήρξε αξιοσημείωτη ενίσχυση Φιλελεύθερων και Πράσινων,  που μάλιστα είναι οι δυνάμεις υπέρ της παραμονής της χώρας στην ΕΕ.

Σ’ αυτά τα τρία παραδείγματα πρέπει να προστεθεί και το παρόμοιο της θεωρούμενης πιο σταθερής Γερμανίας. Κι εκεί Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες υποχώρησαν αρκετά κάτω από το 50% και  οι Πράσινοι ήρθαν δεύτεροι με λίγο πάνω από 20%.  Διαφορά υπάρχει με την εθνολαϊκιστική δεξιά, μια και η AfD περιορίστηκε στο  11%.

Eν τέλει κοιτώντας κανείς τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες χώρες της Ευρώπης, διαπιστώνει ότι τα πολιτικά κόμματα που βασίστηκαν στις ταξικές και οικονομικές δομές του 19ου και του 20ού αιώνα έχουν πάψει να είναι επίκαιρα. Μια πλειοψηφία ψηφοφόρων, τουλάχιστον σ’ αυτές  τις πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, μοιάζει να ενδιαφέρεται πλέον για διαφορετικά ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η ταυτότητα και η μετανάστευση.  Απ΄ την άλλη το γεγονός ότι η Κεντροδεξιά, οι Σοσιαλιστές, οι Φιλελεύθεροι και οι Πράσινοι είναι όλοι σε γενικές γραμμές φιλοευρωπαϊστές δεν μπορεί να κρύψει και τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους.

Τα εκλογικά αποτελέσματα και τα όργανα της ΕΕ

Σε ό,τι αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα σημαντικότερα ζητήματα είναι το ποιες πολιτικές ομάδες θα συγκροτηθούν, ο ρόλος που τελικά θα παίξει το Ημικύκλιο για την έγκριση του καινούργιου Προέδρου της Επιτροπής και του υπολοίπου Κολλεγίου, αλλά και πως θα συνεργαστούν ή θα αντιπαρατεθούν αυτές οι ομάδες μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της νέας και ιδιαίτερα δύσκολης 5ετίας που έχει μπροστά της η ΕΕ. Ως προς την ατζέντα της νέας Επιτροπής, αυτή κληρονομεί την ολοκλήρωση του Πακέτου Γιούνκερ για ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, την  υλοποίηση, μέρους τουλάχιστον, των όσων προβλέπονταν στη Λευκή Βίβλο της Κομισιόν και στην Ατζέντα των Ηγετών για την μετεξέλιξη της ΕΕ, καθώς και τη διαμεσολάβηση στις χώρες μέλη για συμφωνήσουν ως προς το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027. Η Κομισιόν έχει, όμως, να υπερασπίσει και τον εαυτό της, μια και υπάρχουν φωνές σε χώρες μέλη και πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν την εξασθένισή του θεσμικού ρόλου της και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο ή σε διακυβερνητικές δομές, όπως είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM).

Επομένως, οι κρίσιμες αποφάσεις που έχουν μπροστά τους Ευρωκοινοβούλιο, Επιτροπή, αλλά και Συμβούλιο είναι πολιτικές και οικονομικές, για να μεταβληθούν όμως στο τέλος της ημέρας σε «υπαρξιακές»…   Και τούτο διότι, πάνω απ’ όλα η ΕΕ πλέον των 27 πρέπει να διαχειριστεί επιτυχώς μέσα στη νέα 5ετία μια σύνθετη κατάσταση, που περιλαμβάνει σκληρούς ανταγωνισμούς έως εμπορικούς πολέμους με ΗΠΑ/Κίνα, καθοδική τάση της διεθνούς οικονομίας, νέες μεταναστευτικές πιέσεις, γεωπολιτικές κρίσεις στον περιβάλλοντα χώρο, σημαντική δημογραφική κάμψη, πέρασμα στην 4η βιομηχανική επανάσταση, αλλά και μάχη για διατήρηση του «κοινωνικού μοντέλου» και του πλαισίου ελευθεριών που χαρακτηρίζει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Αντιμέτωπη μ’ αυτές τις προκλήσεις, μια τυχόν πολιτική παράλυση και ένας κατακερματισμός δυνάμεων θα είναι πολυτέλειες τις οποίες η ΕΕ ίσως να μην αντέξει. Κι αυτό γιατί αυτονοήτως, μια σειρά από κρίσιμες αποφάσεις για τα προαναφερόμενα δεν μπορούν να περιμένουν.

Η «περίπλοκη», «απόμακρη» και με «δημοκρατικά ελλείμματα» ΕΕ

Με αφορμή τις ευρωεκλογές επαναλήφθηκαν ουκ ολίγες φορές στις συζητήσεις των πολιτικών, αλλά και στην αρθρογραφία των ΜΜΕ τα σχετικά για μια Ένωση που μπερδεύει με τις δομές της τους πολίτες, που τους κρατάει σε απόσταση και η οποία λειτουργεί με δημοκρατικά ελλείμματα.

Εξετάζοντας όσο γίνεται αντικειμενικά αυτές τις κριτικές, που είναι σχεδόν κοινός τόπος των περισσοτέρων, θα μπορούσε να πει κανείς τα εξής:  

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, λόγω υπερεθνικότητας και μεγέθους της ΕΕ, είναι αναγκαστικά σχετικώς περίπλοκοι. Επίσης, και μόνον για γεωγραφικούς λόγους, γίνονται αναπόφευκτα περισσότερο απομακρυσμένοι από τους πολίτες.

Ωστόσο, «περιπλοκότητα» και «απόσταση» αποτελούν, επίσης, μέρος της μυθολογίας και των στερεότυπων που περιβάλουν την ΕΕ και αναπαράγουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Η «γραφειοκρατία» των Βρυξελλών είναι ορθολογικά δομημένη και πιο αποτελεσματική από τη διοίκηση αρκετών κρατών μελών. Επίσης, υπάρχει πλειάδα μηχανισμών στη διάθεση, όχι μόνον οργανωμένων οικονομικών και κοινωνικών ομάδων, αλλά και μεμονωμένων πολιτών ώστε να έρχονται σε επαφή με τα κοινοτικά όργανα για θέματα που τους ενδιαφέρουν. Ειδικά στην περίπτωση του Ευρωκοινοβουλίου αυτό ισχύει σε υπερθετικό βαθμό.

Η ευθύνη που μπορεί να αποδοθεί στους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι ότι ίσως πρέπει να ενδιαφερθούν περισσότερο για να κάνουν γνωστότερες τις μεθόδους επικοινωνίας μαζί τους. Απ’ την άλλη,  πολιτικοί και ΜΜΕ που ασκούν κριτική για τη γραφειοκρατία, απόσταση κλπ. θα μπορούσαν να ασχοληθούν και με τη διάδοση αυτών των μηχανισμών. Τέλος, οι  πολίτες, τουλάχιστον οι σχετικώς νεότεροι, μέσα στην ενασχόληση τους με το διαδίκτυο, τα social media κλπ., που έχουν καθημερινά και εκτενώς, δεν είναι τόσο δύσκολο να μάθουν και τη χρήση των βάσεων δεδομένων που διαθέτουν τα όργανα της ΕΕ.   

Τέλος ως προς τη διαρκή κριτική για το πόσο δημοκρατικά λειτουργεί η ΕΕ, να ξεκαθαριστεί, κατ’ αρχήν, το εξής:  μεγαλύτερος  δημοκρατικός έλεγχος είναι δύσκολο να υπάρξει στον σημερινό, κυρίως διακυβερνητικό, τρόπο λειτουργίας της ΕΕ και δίχως μετάβαση σε περισσότερες ομοσπονδιακές δομές.

Ωστόσο, πέραν αυτής της αδήριτης πραγματικότητας, υπάρχουν μια σειρά από βελτιώσεις που μπορούν να γίνουν εντός του πλαισίου που λειτουργεί σήμερα η ΕΕ και χωρίς να χρειάζεται αλλαγή Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Κινήσεις αυτού του είδους αφορούν:     

  1. Το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, έχει ήδη αυξήσει σημαντικά τις αρμοδιότητές του, συναποφασίζοντας με το Συμβούλιο για 85% των κοινοτικών πολιτικών Αυτό που τώρα χρειάζεται για το Ημικύκλιο είναι να ωριμάσει πολιτικά, ώστε να διεκδικήσει την επέκταση στο υπόλοιπο 15%.
  2. Την πιο ουσιαστική εφαρμογή των όσων προβλέπονται από τη Συνθήκη της Λισσαβόνας για στενότερη συνεργασία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και των υπολοίπων κοινοτικών οργάνων, με τα Εθνικά Κοινοβούλια 
  3. Το Συμβούλιο, το οποίο οφείλει -και μπορεί- να γίνει πιο διαφανές, τουλάχιστον στο τμήμα των εργασιών του  που αφορούν νομοθετικό έργο, ενώ πρέπει να “κανονικοποιηθεί” περισσότερο η λειτουργία του Eurogroup.
  4. Την EKT, για την οποία, δίχως να αμφισβητηθεί η ανεξαρτησία της, πρέπει να βρεθεί τρόπος να λογοδοτεί πιο ουσιαστικά στο Ευρωκοινοβούλιο και να συνεργάζεται στενότερα με την Κομισιόν, το Eurogroup,  καθώς και τη Σύνοδο  Κορυφής των χωρών της ευρωζώνης. 
  5. Τα διάφορα lobbies, που αναπτύσσονται γύρω από τα κοινοτικά όργανα, για τα οποία οφείλουν να γίνουν πιο αυστηροί και διαφανείς οι κανόνες λειτουργίας.
  6. Τους ανώτερους αξιωματούχους της ΕΕ, για τους οποίους επείγει να αποσαφηνιστεί μια δεοντολογία συμπεριφοράς όσο είναι ενεργοί, αλλά και όταν αφυπηρετούν, ώστε να τεθούν όρια για τις λεγόμενες «περιστρεφόμενες πόρτες».

* Του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου: Κοινωνιολόγος-Δημοσιογράφος Ευρωπαϊκών Θεμάτων

Πρόεδρος Ελλ. Τμήματος Διεθνούς Ένωσης Γαλλόφωνων Δημοσιογράφων (UPF)

 

Ευρωεκλογές 2019Ευρωπαϊκή ΈνωσηΕυρωπαϊκό Κοινοβούλιο