Απόψεις|17.07.2019 13:42

Ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι και ξέχασε να γυρίσει στη γη...

Νίκος Τζιανίδης

Εκείνη τη μέρα η μάνα μου το ξεκαθάρισε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις: «Το μεσημέρι θα πέσεις να κοιμηθείς για να αντέξεις. Θα μείνουμε ξύπνιοι μέχρι το πρωί…».

Έλα ρε μάνα τώρα… Μέχρι το πρωί;

«Και μέχρι αύριο το μεσημέρι μην σου πω…»

Έπεσα κι έκανα πως κοιμόμουν, μεσημεριάτικα. Έξω ο Ιούλιος χάιδευε με την αψιά του θέρμη τις νεογέννητες πολυκατοικίες· απ’ τα μισοκατεβασμένα ρολά έμπαζε όνειρα και νοτισμένο αέρα κι η Ελλάδα (δεν το ‘ξερα τότε πιο μετά το ‘μαθα) πάλευε με τις καταιγίδες μιας δίχρονης δικτατορίας…

Από το βράδυ είχαν αρχίσει να μαζεύονται στο μικρό στενό δωμάτιό μου, ένας ένας δυο δυο, κι όσο η ώρα περνούσε και πιο πολλοί.  Τώρα πώς χώρεσε μια «πολυκατοικία» ολόκληρη σε μια κάμαρα μια σταλιά, είναι κάτι που ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω. Ούτε να εξηγήσω μπόρεσα τότε, πώς τρεις ασπροντυμένοι που χοροπηδούσαν σε θολό φόντο, κατάφεραν να κρατήσουν ολόκληρο τον (πολιτισμένο) κόσμο «στο πόδι». Αργότερα κατάλαβα τι σήμαινε «ο άνθρωπος πάτησε στη σελήνη» και πολύ πολύ πιο αργά το «ο άνθρωπος ισοπέδωσε τη γη…»

Ήμουν δεν ήμουν οχτώ χρονών τότε.

Μια τηλεόραση «Grundig» 24ων ιντσών, ασπρόμαυρη, γέμισε εικόνες πολύχρωμης φαντασίας δεκάδες ανθρώπους, που ίδρωναν σε μια πολυκατοικία στα Πατήσια, που μόλις είχαν γευτεί Coca Cola, που δεν γνώριζαν τι θα πει «Μύκονος», που δεν είχαν δει ποτέ τους μετανάστη, που η λέξη πρόσφυγας τους έφερνε στο νου Μικρασία και που γελούσαν με το ανέκδοτο, «Αλβανός τουρίστας»…

Ήταν  μια όμορφη νύχτα του Ιουλίου καλοκαιριάτικη κι όλοι έμειναν ξύπνιοι ως το ξημέρωμα, αδιάφοροι για τον άνεμο που περνούσε απ’ τα δωμάτια φορτωμένος φτώχεια και μοναξιά.

Εκεί κατά τις τέσσερις πια, σε ζωντανή μετάδοση, ο Νιλ Άρμστρονγκ έκανε επιτέλους το βήμα του ανθρώπου και το άλμα της ανθρωπότητας συγχρόνως· δεν μας είπε ποτέ όμως… αν το ένα του πόδι ήταν στο κενό και τα’ άλλο στην Ιστορία, αν το φεγγάρι… έχει λεκέδες, κι ούτε μάθαμε ποτέ τι έγιναν τα παπούτσια του και η σημαία που κυμάτισε στο δίχως αέρα σεληνιακό τοπίο!

Από τότε οι Αμερικάνοι ξαναπήγαν στον δορυφόρο της γης, αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι τα δισεκατομμύρια δολάρια δεν είναι να τα πετάς σε πυραύλους που έχουν «ειρηνικούς σκοπούς» κι αφού ισοπέδωσαν δεκάδες τόπους, έβαλαν στο μάτι τον Άρη.

Από τότε έφυγαν 50 χρόνια που πήραν μαζί τους την ανεμελιά από τις γειτονιές της Αθήνας, την μαγεία της ασπρόμαυρης εικόνας, που με τα μάτια της ψυχής την έβλεπες με ό,τι χρώμα ήθελες, πήραν μαζί τους την αθωότητα και τη νιότη μιας εποχής που ‘δειχνε πως θα γινόταν άλλη.

Από τότε που οι άνθρωποι πάτησαν στον δορυφόρο, ξέχασαν τον πλανήτη, που σιγολιώνει με τους παγετώνες του, που σιγά σιγά μας διώχνει και μας σκοτώνει.

Και μετά, τα χρόνια έγιναν πιο πολλά απ’ τα όνειρά μας. Ο Άρμστρονγκ πια κατοικεί στον ουρανό, ο Όλντριν συνεχίζει να ζει με το σαράκι πως πάτησε δεύτερος, όπως ο Σέρπα Τένζινγκ στο Έβερεστ, και τον Κόλλινς τον τρώει το μαράζι που πέρασε ένα γιγάντιο ποτάμι μέσα από τα δάχτυλα του κι ούτε που δροσίστηκε: δεν άγγιξε τη σελήνη!   

Η απόσταση που μας χωρίζει από το 1969 αυξάνει με ταχύτητα φωτός. Τίποτα πια, ούτε καν το φεγγάρι, δεν είναι όπως «τότε».

Το 1969, ήταν η χρονιά που είπα: «Θα γίνω αστροναύτης…» Την επόμενη θα άλλαζα γνώμη: «Θα γίνω Πελέ…». Πενήντα χρόνια μετά, ακόμα πετάω στα σύννεφα χωρίς ποτέ να γίνω αστροναύτης και με συντηρεί (κατά κάποιο τρόπο και…) το ποδόσφαιρο χωρίς ποτέ να γίνω Πελέ…

Σελήνηαστροναύτηςδιαστημόπλοιο