Απόψεις|03.08.2019 15:18

Υστερα από 20 χρόνια διακοπών στην Αμοργό, φέτος αποφάσισα να την «απατήσω»...

Σοφία Φασουλάκη

Στο μυαλό μου, όλο το χειμώνα πήγαινε και ερχόταν η Φολέγανδρος. Την είχα επισκεφθεί το 1995. Μικρή και αυτή και εγώ ακόμη μικρότερη. Ο δρόμος από τη χώρα στην Ανω Μεριά τότε ήταν χωματόδρομος. Το πλοίο έκανε 12 ώρες να φθάσει. Λίγα δωμάτια, ακόμη λιγότερα ξενοδοχεία. Έμενα στην Αγκάλη.

Σε κάτι δωμάτια χωρίς ρεύμα... με λάμπες υγραερίου, αλλά με μία θέα μαγική. Η μόνη Ελληνίδα, και όλοι γύρω μου ξένοι, εκστασιασμένοι με την αγριάδα του τοπίου. Με μπόλικο και σε καλές τιμές ψάρι, άφθονο κόκκορα ελευθέρας βοσκής, και καθαρά ποτά.  Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, είπα να επιστρέψω στον εφηβικό έρωτα, με τον φόβο της απογοήτευσης, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με όλες τις «επιστροφές». 

Με το που πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι ο «φόβος» έφυγε. Πήρα το λεωφορείο-σαν έφηβη-με το σάκο στον ώμο, παρέα με την Μαίρη και την σπασμένη ωμοπλάτη της και με διάστρεμμα στο πόδι.... Για πρώτη φορά οι δύο μας διακοπές. «Θα με φροντίζεις λίγο ε;» Μου είπε πριν φύγουμε. «Φυσικά» της είπα, αν και μέσα μου αναρωτήθηκα: «Που πάμε με κάταγμα στην πλάτη και διάστρεμμα στο πόδι;»

Τίποτα από αυτά δεν εμπόδισε την Μαιρούλα. Από το λεωφορείο στο καΐκι και από τη μία βάρκα στην άλλη. Είχε γίνει η ατραξιόν του νησιού. «Εδώ το πάθατε;» «Μηχανάκι ε;» «Πω πω τι τραβάτε...» ήταν μερικά από τα λόγια συμπάθειας που άκουγε η Μαίρη. Ο βαρκάρης πάντα την περίμενε να φθάσει στην προβλήτα, εγώ πήγαινα πρώτη κουβαλώντας την τσάντα της, με τον καπετάνιο να της δίνει το χέρι για να μπει στο καΐκι.

Και το βράδυ, πήδαγε την μάντρα για να καθίσει στα πεζούλια της εκκλησίας της χώρας, απέναντι από την Αστάρτη για πιούμε ρακές και να τραγουδήσουμε. Η Ελενα η γκαρσόνα, μας χαμογελούσε, ο Λευτέρης-ιδιοκτήτης της Αστάρτης-μας καλωσόριζε, ενώ το Χριστινάκι, ερωτική μετανάστρια στη Φολέγανδρο, μας έλεγε: ραντεβού το βράδυ, ε; Εκεί-στην Αστάρτη-γνωρίζαμε την Ελισάβετ, τον Πάνο, την Σόνια, τον Θοδωρή, τον Νίκο. 

Όπου και εάν καθίσαμε για φαγητό, οι εργαζόμενοι ήταν χαμογελαστοί και δεν έχαναν την ευκαιρία για κουβέντα, πειράγματα, κεράσματα. Στο Σικ, στο Ασύγκριτο, στον Κρητικό, στο Σπιτικό, στο Γιουπί, στο Ζυμαράκι, στο Μαραγκούδικο, στην Πούντα για πρωινό. Φαγητό καθαρό, περιποιημένο, που σέβεται τον πελάτη. Για την Ρακεντιά, τα λόγια είναι περιττά. Θέα που κόβει την ανάσα, μαγικό ηλιοβασίλεμα, απίστευτο σέρβις, από τον Σπύρο (πρώην συνάδελφο καμεραμάν) και τον Πέτρο. Ο Σπύρος, εάν βρεθείτε κατά κει, θα σας πει και διάφορες ιστορίες...Ζει στη Φολέγανδρο περισσότερα από 20 χρόνια και έχει πάρει κάτι από τον αέρα του νησιού, που όταν φυσάει, δεν στέκεσαι...

Η Φολέγανδρος έχει πια ενηλικιωθεί. Πολλά και ακριβά καταλύματα, τα περισσότερα με θέα στα κοφτά βράχια, πισίνα, και «ζόρικο» πρωινό. Ο δρόμος για την Άνω Μεριά δεν είναι πια χωμάτινος. Ασφαλτοστρώθηκε. Εμείς μείναμε στα δωμάτια της Έφης. Πάνω στην πρώτη πλατεία που συναντά κανείς μπαίνοντας στη χώρα. Μου έκανε κάθε πρωί τον διπλό μέτριο ελληνικό, μόλις με έβλεπε να ξεπροβάλλω και ρωτούσε τα... νυχτερινά νέα. Οσοι δουλεύουν σεζόν, δεν ξενυχτάνε. Γι’αυτό ρωτούν τους «τουρίστες» για τα τεκταινόμενα. 

Η καινούργια μου αγάπη ακούει στο όνομα «Φολέγανδρος». Είναι όμορφη, νεανική, πεντακάθαρη, ευγενική, με ένα γέλιο που αντηχεί στα σοκάκια της. Και όπως όλες οι αγάπες, θέλει και αυτή φροντίδα. Θα σε δω του χρόνου λοιπόν. 

Σοφία

* Φωτογραφίες: Σόνια Π.

Φολέγανδροςδιακοπές