Απόψεις|29.09.2019 13:00

Προσωρινή σβέσις φανού

Νίκος Ξυδάκης

Γύρισα στη γενέθλια γειτονιά, στον Πειραιά, µετά από χρόνια. Είπα να πάω από το ποτάµι και την Πέτρου Ράλλη, όπως συνήθιζα µε το χόντα και την µπε-εµ-βε R51, στα βάθη του ’70 και του ’80. Οµως το Google maps έδειχνε τράφικ στην Πέτρου Ράλλη, και βέβαια θυµήθηκα ότι πια δεν υπάρχει ποτάµι, Κηφισός, υπάρχει εθνική οδός που µε αγχώνει µε τις πολλές λωρίδες και τις αιφνίδιες εξόδους: δεν βλέπεις πια τα οδόσηµα, τον ναό της Κοιµήσεως για τη Λένορµαν-Περιστέρι, τις κλωστές Πεταλούδα, και µετά το Ροσινιόλ να ενώνει Σεπόλια και Μπουρνάζι. Κάποτε το ποτάµι ήταν µια ουλή, χώριζε τις απέραντες συνοικίες από την Α’ Αθηνών, µε µποστάνια· τώρα δεν είναι ούτε αυτό, είναι παµφάγος αυτοκινητόδροµος σαν καλιφορνέζικος.

Πήγα από Πειραιώς, που µ’ αρέσει, παρότι κι αυτή αλλάζει, µα µου θυµίζει τον παπαδιαµαντικό µπαρµπα-Πίπη που την κατέβαινε πεζή να κάνει Πάσχα στον Πειραιά, είχε τάµα. Ρουφούσα εικονίτσες του δρόµου, έγνεψα στην αγαπηµένη Καλών Τεχνών, µπήκα Καµίνια, στην οδό Ρετσίνα µνηµόνεψα τον παππού Αναστάση µεταλλοχύτη στο ιστορικό µηχανουργείο Αχιλλέως Κούππα, ανέβηκα από τη γέφυρα Αγίου ∆ιονυσίου, έφτανα, µε δύσπνοια, στηθαλγία, αρρυθµίες, οικεία δήγµατα του δαίµονος της µεσηµβρίας, ανέβαινα την Αναπαύσεως κι ήµουν δέκα χρόνων, όσος έφυγα, µα δεν υπήρχε σινέ Ολύµπια, ούτε λατερνατζής Αρµάος, σκέφτηκα µια αστραπή, και προσπέρασα στα χαµένα τη δική µου Υπαπαντής, αναγκαστικά κύκλωσα την τεράστια ΚΟΠΗ («Οι Ινδοί του Σκόµπι πολυβολούσαν από τις σκοπιές... Η θεία Πουλουδώ πήγαινε για ψωµί, την πήρε σφαίρα, έπεσε, κι έµεινε εκεί µεσόδροµα, την πήραν σε µια πόρτα...»). Το σιδερένιο πουλί κατέβαινε υπό τον µαύρο ήλιο και µου πατούσε οδυνηρά το στήθος.

Πάλι Υπαπαντής, στο βάθος ο οµώνυµος βαπτιστήριος ναός, Μεθώνης, ο ΟΤΕ πάντα εκεί, Γκούρα: εδώ ας σταθώ. Στη γωνία το ταβερνοµπακάλικο Πέππα είναι καφενείο, µικρό. Πέρασαν πενήντα χρόνια. Το σπίτι είναι το µόνο που έχει ξεµείνει περίπου ίδιο από τις αρχές του 20ού αιώνα, µε επίστεψη ακροκεράµων, έχει πωλητήριο. Νησιώτες και Μικρασιάτες αποίκισαν τούτη τη γειτονιά, οι Μανιάτες παραδίπλα στην οµώνυµη, οι πιο παλιοί ήταν Αρβανίτες. Τα ράδια παίζουν αναζητήσεις Ερυθρού Σταυρού, ινδοµιγή, µατς, οδηγίες προς ναυτιλλοµένους Μάρσα Ματρούχ, προσωρινή σβέσις φανού...

Στο καφενεδάκι συνταξιούχοι πειράζονται, αν αντέχουν το κρασί, το έχουν µε πρόγραµµα λένε. Γράφουν Τζόκερ, πίνουν ηµίδιπλο καφέ σε ποτηράκι, Σαββατοκύριακο πάνε στα Σελήνια, Κούλουρη. Σερβίροµαι καφέ σε ποτηράκι, µεταλλικό τραπέζι, µεταλλικές καρέκλες. Απέραντη Ελλάδα, έσω, µισοκρυµµένη, αγνοηµένη απ’ τα αφρώδη µίντια και τους άριστους, µαζικά πλειοψηφούσα, άφωνη, οικονοµεί τα στερνά µε ολίγα.

Πριν από δέκα χρόνια, 2009, έγραφα: «Ξαναγυρνάµε ειρωνικά και τραγικά, αντεστραµµένα, στο ’50 και το ’60, µείον την ελπίδα: στη γραφικότητα µιας χώρας γερόντων και δηµογερόντων, χωρίς µυαλά, χωρίς νιότη. Η Ελλάδα του 2020 δείχνει από τώρα το πρόσωπό της: χωροφύλακες, θυρωροί, σεκιούριτι, ντελίβιρι, λιµενοφύλακες, τσιτσερόνε, γκαρσόνια, ηµιαπασχολούµενοι, χασοµεράνε σε απέραντα καφενεία µη καπνιστών. Είναι το ίζηµα του ελληνισµού».

Είµαι ο µόνος ηµικαπνιστής στο καφενείο των γερόντων. Είµαι στην τρίτη ηλικία, άρτι πανικοβληθείς από τη φθινοπωρινή επίσκεψη στον παιδικό τόπο. Είµαι το ίζηµα του ελληνισµού; Σαν να µυρίζει χώµα. Ψιχαλίζει αργά, διστακτικά, χοντρές. Ο Τέλλος Αγρας ψιθυρίζει: «Mε χωρίς φωτοχυσίες, µ’ ολίγους ήχους / βρέχει, ‘‘επί δικαίους και αδίκους’’... / βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή, / – οικουµενική βροχή, ευαγγελική. //

Βρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυµία) / που γυρνάνε απ’ τα Νοσοκοµεία· / και στις προφητείες του Καζαµία / (‘‘τροπή του καιρού προς νότον... τρικυµία...’’)» Γύρισα στη γενέθλια γειτονιά. Γύρισα στα χρόνια.