Απόψεις|30.11.2018 15:42

Οι καταλήψεις για «Μακεδονία» στην παγίδα της θεωρίας των «δύο άκρων»

Χρήστος Μαχαίρας

Τελικά, τίποτα δεν πάει χαµένο... Θυµάστε εκείνη την αλήστου µνήµης θεωρία των «δύο άκρων», µε την οποία επιχειρήθηκε να ταυτιστεί η Αριστερά µε την ακροδεξιά; Ε... αυτή τη µεγαλειώδη σύλληψη, την οποία αχρήστευσαν οι ίδιες οι πολιτικές εξελίξεις, επιχειρούν ορισµένοι να ξαναζεστάνουν µε αφορµή τις εθνικιστικές καταλήψεις σχολείων και τα κρούσµατα νεοναζιστικής προπαγάνδας που εκδηλώνονται σε αυτές.

Τις συγκεκριµένες καταλήψεις στηρίζει ανοιχτά, ως γνωστόν, η Χρυσή Αυγή, αλλά η είδηση βρίσκεται αλλού: ενώ, υπό κανονικές συνθήκες, θα ανέµενε κανείς ότι τα φασιστικά συνθήµατα θα έβρισκαν απέναντί τους το σύνολο των δυνάµεων του δηµοκρατικού πολιτικού τόξου, η σκληρή πτέρυγα της Νέας ∆ηµοκρατίας παριστάνει πως δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συµβαίνει και στηρίζει τις καταλήψεις ως εκδηλώσεις πατριωτισµού.

Οι υποστηρικτές αυτού του τύπου των κινητοποιήσεων έχουν έτοιµο µάλιστα και το ερµηνευτικό σχήµα: όπως λέει και ο Μάκης Βορίδης για να εξηγήσει τη στήριξη που ο ίδιος παρέχει στην όλη ιστορία, «δεν γίνεται να µας αρέσουν οι καταλήψεις όταν τις κάνει ο Τσίπρας, αλλά να µη µας αρέσουν όταν γίνονται για το “Μακεδονικό”».

Η θεωρία των «δύο άκρων» σε πλήρη ανάπτυξη: οι πάσης φύσεως κινητοποιήσεις εξοµοιώνονται όχι για να νοµιµοποιηθούν οι αντιδράσεις κατά της Συµφωνίας των Πρεσπών -γεγονός απολύτως θεµιτό και αποδεκτό σε περιβάλλον δηµοκρατίας-, αλλά για να εξισώσουν την αριστερή και δηµοκρατική δράση µε ρητορικές αντικοινοβουλευτικές, πρακτικές ολοκληρωτικές και συνθήµατα του τύπου «η δηµοκρατία ξεπουλάει τη Μακεδονία».

Είναι σηµαντικό ότι η αξιωµατική αντιπολίτευση, αν και επί µέρες έδειχνε να έχει καταληφθεί από αφωνία, αντέδρασε τελικά στη θέα της εισβολής της ακροδεξιάς στα σχολεία και χαρακτήρισε, µέσω συνεργατών του Κ. Μητσοτάκη, «πατριδοκάπηλους» όσους καλούν τους µαθητές σε καταλήψεις προκειµένου να διαµαρτυρηθούν
για τον τρόπο που χειρίζεται η κυβέρνηση το «Μακεδονικό» και άλλα εθνικά θέµατα. Παρ’ όλα αυτά, το σπέρµα της θεωρίας των «δύο άκρων» εξακολουθεί να σφραγίζει την αντίληψη της αξιωµατικής αντιπολίτευσης, καθώς οι ίδιοι κύκλοι που αποκηρύσσουν την «πατριδοκαπηλία» δεν χάνουν την ευκαιρία να υπενθυµίσουν ότι «όσοι για οποιονδήποτε λόγο, είτε από την άκρα Αριστερά είτε από την άκρα ∆εξιά, ενθαρρύνουν ή και υποκινούν σχολικές καταλήψεις είναι εχθροί της γνώσης, της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών και πολέµιοι της δηµοκρατίας».

Πρόκειται για την ίδια αντίληψη που οδηγεί τη συνδικαλιστική παράταξη των καθηγητών που πρόσκειται στη Ν∆ στην έκδοση ανακοινώσεων που διδάσκουν πόλωση και αδιαλλαξία, αποκαλώντας «εθνοµηδενιστές» όσους επιδιώκουν την επίλυση του «Μακεδονικού», λες και από αυτούς κινδυνεύουν τα σχολεία, που απειλούνται να µετατραπούν σε φροντιστήρια µίσους, ακραίου εθνικισµού και νεοφασιστικού φανατισµού.

Αυτό το ερµηνευτικό σχήµα, που επιχειρεί να εξισώσει την πολιτική διαπάλη µε την έφοδο της ακροδεξιάς στη σκηνή, παραµορφώνει τις µεταπολιτευτικές παραδόσεις που µεταφέρει η Ν∆ και απειλεί να µεταλλάξει τη φυσιογνωµία της. Το σοβαρότερο όλων είναι, όµως, ότι το ιδεολόγηµα των «δύο άκρων» καταργεί ουσιαστικά την έννοια του δηµοκρατικού τόξου και υποσκάπτει το ενιαίο µέτωπο κατά της ακροδεξιάς. 

Η «νέα» πολιτική γεωγραφία...

Πέρα από πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, η θέση ότι όλες οι δηµοκρατικές δυνάµεις βρίσκονται απέναντι στους νοσταλγούς της χούντας και τα νεοφασιστικά µορφώµατα υπήρξε κοινή κατά τη διάρκεια όλης της µεταπολίτευσης. Με την εκδήλωση της οικονοµικής κρίσης και τις τεκτονικές πολιτικές ανατροπές που αυτή επέφερε, άρχιζαν να κερδίζουν έδαφος διάφορες «αναθεωρητικού» χαρακτήρα αναγνώσεις της Ιστορίας, ανάµεσα στις οποίες κεντρική θέση προσέλαβε και η δηµοφιλής σε ορισµένους ευρωπαϊκούς κύκλους ταύτιση του ναζισµού µε τον κοµµουνισµό.

Η θεωρία των δύο άκρων αποτελεί σε µεγάλο βαθµό την πολιτική προέκταση αυτής της συλλογιστικής και εκφράζει την αντίσταση µιας µερίδας συντηρητικών δυνάµεων στο κύµα ανόδου της Αριστεράς. Οπως σηµειώνει ο καθηγητής Ιστορίας Αντώνης Λιάκος (φωτογραφία), «στην Ελλάδα, πριν από τη δικτατορία είχαµε ∆εξιά-Κέντρο-Αριστερά, ενώ στη Μεταπολίτευση ο ιδεολογικός χάρτης προσαρµόστηκε στο σχήµα ∆εξιά-Αριστερά, µε πολιτικές αποχρώσεις σε ∆εξιά-Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά-Αριστερά, από τότε που επινοήθηκε η έννοια του “µεσαίου χώρου”.

Αυτή η γεωγραφία, της οποίας η τοµή συνέχιζε να είναι ∆εξιά/Αριστερά, αντικαταστάθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης από µιαν άλλη, η οποία κατανέµει τον πολιτικό χώρο σε κόµµατα των άκρων, έναντι των κοµµάτων του µεσαίου χώρου». Ο Αντώνης Λιάκος υποστηρίζει ότι τα κόµµατα του µεσαίου χώρου επιχειρήθηκε να ταυτιστούν µε τη δηµοκρατία, κατ’ αντιδιαστολή µε τα κόµµατα των άκρων που εµφανίσθηκαν ως κίνδυνος γι’ αυτήν.

«Πρόκειται για ένα µανιχαϊκό σχήµα» σηµειώνει ο καθηγητής, «που (...) προβλήθηκε και µε µια θεαµατική ιδεολογική κατάχρηση της ιστορίας της ∆ηµοκρατίας της Βαϊµάρης, η οποία, σύµφωνα µε τους θιασώτες του σχήµατος αυτού, καταλύθηκε όχι από τον Χίτλερ, αλλά από την άνοδο των “άκρων”»... 

καταλήψειςΜακεδονία