Απόψεις|18.12.2019 10:44

Ελληνοτουρκικές σχέσεις και τουρισµός: Το άλλο διακύβευµα

Ανδρέας Παπαθεοδώρου

Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο διάστηµα είναι λογικό να µας προβληµατίζουν. Παρά το γεγονός ότι οι σηµερινές τιµές του πετρελαίου (περί τα 60 δολάρια το βαρέλι) απέχουν παρασάγγας από τα ιστορικά υψηλά του Ιουνίου του 2008 (όταν η τιµή ήταν περί τα 140 δολάρια το βαρέλι), το οικονοµικό και γεωπολιτικό διακύβευµα του προσδιορισµού των ΑΟΖ παραµένει πολύ µεγάλο.

Η (έξι φορές σε έκταση της Ελλάδας) Τουρκία έχει αρκετούς λόγους να νιώθει ισχυρή. Με πληθυσµό 82 εκατοµµυρίων, εκ των οποίων το 50% έχει ηλικία κάτω των 32 ετών, ήταν η 13η µεγαλύτερη οικονοµία στον κόσµο µε 2,3 τρισ. δολάρια ΑΕΠ (σε όρους αγοραστικής δύναµης - PPP) το 2018. Αντίθετα, ο πληθυσµός των 10,8 εκατοµµυρίων της Ελλάδας συνεχώς γηράσκει, το δε ΑΕΠ της χώρας (σε όρους PPP) ανέρχεται σε 312,2 δισ. δολάρια. Παρά τα προβλήµατα που έχει κατά καιρούς αντιµετωπίσει, ο µέσος ετήσιος ρυθµός οικονοµικής µεγέθυνσης της Τουρκίας κατά την περίοδο 20032018 ήταν +5,6%, όταν στην Ελλάδα ανερχόταν σε -0,9% ως αποτέλεσµα της βαθιάς οικονοµικής ύφεσης. Και φυσικά, αναφερόµαστε σε µια χώρα µε τεράστια στρατιωτική ισχύ… Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να µας τροµάζουν, αλλά πρέπει να µας υπενθυµίζουν ότι οι συνεχείς επικλήσεις του διεθνούς δικαίου δεν είναι επαρκείς. Χρειαζόµαστε, λοιπόν, ένα συµπληρωµατικό αφήγηµα που να αναδεικνύει ένα έτερο σηµαντικό διακύβευµα σε περίπτωση ενός απευκταίου θερµού επεισοδίου ή ενδεχοµένως και ένοπλης σύρραξης. Και αυτό δεν είναι άλλο από τον τουρισµό.

Το 1960 η Ελλάδα είχε συνολική εισερχόµενη τουριστική πρόσοδο 51 εκατ. δολ., ενώ η Τουρκία είχε 5,5 εκατ. δολάρια, µια σχέση 9,2:1! Το 1974 (όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο και ειδικότερα στην τουριστική περιοχή Αµµοχώστου) τα µεγέθη ήταν 448 εκατ. και 194 εκατ. δολάρια αντίστοιχα, δηλαδή 2,3:1. Είκοσι χρόνια µετά, το 1994 (δηλαδή λίγο πριν από την κρίση των Ιµίων), τα µεγέθη ήταν 3,9 δισ. και 4,2 δισ. αντίστοιχα, δηλαδή 0,93:1, ενώ µε βάση τα τελευταία στοιχεία του 2018 τα µεγέθη ήταν 19,0 δισ. και 25,2 δισ. αντίστοιχα, δηλαδή 0,75:1. Με άλλα λόγια, τα τελευταία εξήντα χρόνια είδαµε µια πλήρη ανατροπή της σχέσης, καθώς η Τουρκία, εκµεταλλευόµενη τη γεωγραφική και οικονοµική της κλίµακα, τις φυσικές και πολιτιστικές οµορφιές της και το φθηνό εργατικό δυναµικό, αναδείχθηκε στη µείζονα τουριστική χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, υποδεχόµενη 45,8 εκατ. τουρίστες (έναντι 30,1 εκατ. ηµών) το 2018. Πάνω σε αυτές τις εξελίξεις και πέρα από τις όποιες ξενοδοχειακές υποδοµές, έρχεται να κεφαλαιοποιήσει και το άνοιγµα του νέου αερολιµένα της Κωνσταντινούπολης φέτος, που εν πλήρη λειτουργία θα είναι σε θέση να εξυπηρετεί 200 εκατ. επιβάτες τον χρόνο, επιτρέποντας στις Τουρκικές Αερογραµµές να εξακολουθούν να πετούν στους περισσότερους προορισµούς από οποιαδήποτε άλλη αεροπορική εταιρεία στον κόσµο…

Το τουριστικό διακύβευμα  αποτροπής της κρίσης είναι λοιπόν, κατά τη γνώµη µου, ισχυρό, διότι σε αντίθεση µε τα «ξύλινα τείχη» των Αθηναίων στη Σαλαµίνα, οι τουριστικές υποδοµές δεν µπαίνουν σε καρούλια και είναι χωρικά προσδιορισµένες. Τα εκατοµµύρια των τουριστών και η πρόσοδος αυτών µπορούν να νοµιµοποιήσουν καταστάσεις (όπως έγινε µε το καθεστώς του Φράνκο στην Ισπανία), αλλά και να τιµωρήσουν άµεσα και βάναυσα, ιδιαίτερα λόγω του ∆ιαδικτύου. Προφανώς, η ζηµιά σε περίπτωση κρίσης θα είναι τεράστια και για εµάς – αλλά πλέον δεν θα είναι καθόλου αµελητέα για την Τουρκία όπως στο παρελθόν. Στη λογική αυτή, λοιπόν, ο τουρισµός µπορεί να βοηθήσει στην επικράτηση της (οικονοµικής) λογικής και της ειρήνης: Si vis pacem, para pacem – non bellum.

ελληνοτουρκικές σχέσειςελληνικός τουρισμός