Απόψεις|20.02.2020 21:55

Απεργία, τσαμπουκάς και μεταρρύθμιση

Παναγιώτης Καρκατσούλης

Αχός μεγάλος ξέσπασε τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την πρόσφατη πανελλαδική απεργία από εκείνους που δεν βλέπουν με καλό μάτι  τους απεργούς, τον διάλογο, το επιχείρημα και τη διαμαρτυρία. Πολλοί από τους δυστροπούντες δεν πολυσυμπαθούν την ύπαρξη κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, θέσης και αντίθεσης, δηλαδή την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Γενικώς, η δημοκρατία έχει κόπο, είναι μπελάς και οι βάλλοντες εναντίον της «χούντας» των συνδικαλιστών δεν έχουν όρεξη για μπελάδες.

Έτσι, διολισθαίνουμε από τους επαγγελματίες ψευδολόγους του ΣΥΡΙΖΑ στους αρνητές του διαλόγου της ΝΔ. Δεν δικαιούμαστε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε. Ένας μόνον ξέρει τι πρέπει να γίνει. Είναι ό ίδιος που δίνει διαρκώς «εντολές» - διαταγές, καλύτερα- στους υπουργούς του να πράξουν τα αυτονόητα (πάντα, όμως, κατόπιν εορτής). Κι έτσι, για παράδειγμα, ο μονίμως βάλλομενος και έκθετος υπουργός Μεταφορών πήρε εντολή από τον πρωθυπουργό τον ίδιο να απειλήσει θεούς και δαίμονες για να ανοίξει το αμαξοστάσιο που είχαν καταλάβει συνδικαλιστές που πρόσκεινται στη δική του παράταξη!

Οι γραφικότητες αυτές εισπράττονται από τους ψευδομεταρρυθμιστές ως έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους του Μαξίμου. Ζητούν περισότερη πυγμή και καταστολή, ενώ, ταυτοχρόνως, παραδέχονται, χαμηλόφωνα, ότι το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να προστατεύεται. Ακόμη καλύτερα, εάν υπάρχει το δικαίωμα και δεν υπάρχει κανένας που να το ασκεί.

Προσωπικώς, δεν περιμένω από τη συντηρητική παράταξη και τους ταγούς της να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να λύσουν κάποια, έστω, από τα φλέγοντα προβλήματα του κόσμου της εργασίας που παραμένουν άλυτα. Διότι λύση θα σήμαινε μεταρρυθμιστικό πνεύμα και διάθεση. Μεταρρυθμιστική αντίληψη, όμως, και συντηρητική παράταξη συνιστούν contradiction in terminis.

Δείτε γιατί: Mια μεταρρυθμιστική ατζέντα για τις απεργίες και τον συνδικαλισμό θα έπρεπε να αναθεωρήσει ορισμένα κρίσιμα σημεία του συνδικαλιστικού νόμου ο οποίος συμπληρώνει, οσονούπω, τέσσερις δεκαετίες ζωής. Και μ’ αυτό δεν εννοώ, βεβαίως,  το ποσοσοτό 50%+1 των οικονομικά ενεργών μελών μιας πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης σε μια γενική συνέλευση, προκειμένου να ληφθεί μια έγκυρη απόφαση για απεργία. Αυτό το «πρόβλημα» το έλυσε η εθνολαϊκιστική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που καθιέρωσε την  ηλεκτρονική ψηφοφορία στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτή την ατελέσφορη ρύθμιση εγκαλείται η κυβέρνηση της ΝΔ ότι δεν την εφάρμοσε.

Εν προκειμένω, πολλοί αντίπαλοι των συνδικάτων θα ήθελαν να εφαραμοστεί αλλά τα προβλήματα της έλλειψης μαζικότητας δεν αντιμετωπίζονται με μπαμπούλες αλλά με την παροχή  κινήτρων στους εργαζόμενους να συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές διαδικασίες. Και, βεβαίως, την βασική ευθύνη της υποαντιπροσώπευσης έχουν οι κρατικοδίαιτοι δεινόσαυροι που διαθέτουν προσωπικούς μηχανισμούς στα συνδικάτα, αλλά αυτοί δεν θα υπήρχαν εάν ο συνδικαλισμός δεν ήταν κομματικά εξαρτημένος. Συνεπώς, η μαζικοποίηση θα επιτευχθεί μόνον εάν περισσότεροι χειραφετημένοι εργαζόμενοι πυκνώσουν τις τάξεις των συνδικάτων, τερματίζοντας τις θητείες των καρεκλοκένταυρων και εγκαθιστώντας έναν ακηδεμόνευτο συνδικαλισμό.  

Υπάρχουν, όμως, άλλα σοβαρά ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τα οποία η συντηρητική κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα. Και δεν εννοώ μ’ αυτό ενέργειες που έχουν μια δημοσιονομική επιβάρυνση. Η  απόφαση, για παράδειγμα, να συμπεριληφθεί η απεργία μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων είναι μια συμβολική ενέργεια που δείχνει την πολιτική βούληση στήριξης της οργάνωσης των εργαζόμενων. Στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης διαξάγεται μια έντονη συζήτηση  για τον επανακαθορισμό της μισθωτής εργασίας στην ψηφιακή εποχή. Υπάρχει, σε συνάρτηση μ’ αυτό μια, επίσης, έντονη συζήτηση   για τη δημιουργία ενός πλαισίου δημόσιας λογοδοσίας και διαφάνειας του έργου των εκπροσώπων των εργαζομένων.

Όλα αυτά για να γίνουν στη χώρα μας πρέπει να καταργηθούν οι «περιστρεφόμενες θύρες» μεταξύ κομμάτων και συνδικάτων. Θα πρέπει να εκριζωθούν οι συμφύσεις του κράτους με τον συνδικαλισμό. Τα εύσημα και τη διακριτή θέση στον χώρο της εργασίας θα τα αποδώσουν οι εργαζόμενοι στους εκπροσώπους τους, εάν και εφόσον αυτοί τους εκπροσωπούν επάξια. Όλα αυτά, όμως, που ακούγονται περίπου ως αδύνατα, σήμερα, μπορούν να γίνουν εάν υπάρξει αλλαγή πολιτικού παραδείγματος.

Οι μεταρρυθμίσεις τόσο στον συνδικαλισμό όσο και στην οργάνωση και τη λειτουργία του κράτους είναι συνυφασμένες με την σοσιαλδημοκρατία. Αυτή έχει αποδείξει, διεθνώς, ότι μπορεί να παράσχει τις εγγυήσεις ενός πλέγματος πολιτικών και μέτρων για την  ανάπτυξη και την διατήρηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, της βιώσιμης και ισορροπημένης ανάπτυξης, καθώς και για την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων. Είναι η σοσιαλδημοκρατία που έδειξε, εμπράκτως, ότι η συνέχεια και η βιωσιμότητα των πολιτικών  εξαρτώνται από τον βαθμό ανοιχτότητας και διαφάνειας των θεσμών καθώς και από την ένταση του κοινωνικού ελέγχου του κράτους. Η διαβούλευση που αποτελεί οργανικό κομμάτι των δημόσιων πολτικών, σήμερα, είναι, επίσης, κατάκτηση των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων των σκανδιναβικών χωρών. Το ίδιο ισχύει και για την επαναφορά του κοινοτισμού και των δικτύων.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις έγιναν κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από την δημοκρατική παράταξη. Τα λάθη, οι αστοχίες και οι παραλείψεις, πολλές εκ των οποίων είναι ασυγχώρητες και μεγάλες, δεν αλλάζουν τη βασική κρίση μας. Σήμερα, σε μια άλλη εποχή, με άλλες προκλήσεις και ευκαιρίες, το Κίνημα Αλλαγής αγωνίζεται για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης και της οργάνωσης των εργαζόμενων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Μακριά από πατερναλισμούς και τσαμπουκάδες για συνδικάτα μαζικά και μοντέρνα που θα πρωτοστατούν στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο για τον κόσμο της εργασίας.

συνδικαλιστέςαπεργία