Αθλητισμός|20.01.2022 07:45

Ήταν κουτσός και καχεκτικός, όμως τον θαύμαζε ακόμα κι ο Πελέ – Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, για τους Βραζιλιάνους, πέθανε μια μέρα σαν σήμερα

Newsroom

Ήταν ένα μεσημέρι σαν σήμερα 20 Ιανουαρίου του 1983, όταν η είδηση σκέπασε σαν σύννεφο φορτωμένο βροχή τον ουρανό της Βραζιλίας: «Πέθανε ο Γκαρίντσα»! Και τότε ξέσπασε καταιγίδα δακρύων και ακούστηκαν κεραυνοί σπαραγμών.

Ο άνθρωπος που έκανε τους άλλους να γελούν, τώρα τους έκανε να κλαίνε. Ο «άγγελος με τα στραβά πόδια» όπως τον αποκαλούσαν, η χαρά των γηπέδων και το κορυφαίο δεξί εξτρέμ του κόσμου, ταξίδευε στους ουρανούς. Ο Γκαρίντσα κατέκτησε τα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958 και του 1962. Ο Γκαρίντσα από πολλούς θεωρείται ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής που γεννήθηκε στις αλάνες της Βραζιλίας και που οδήγησε τη Σελεσάο στην κατάκτηση δύο Μουντιάλ!

Οι Βραζιλιάνοι λατρεύουν τον Γκαρίντσα ακόμα· τον Πελέ απλά τον σέβονται!. Η γαλλική εφημερίδα «L'Equipe» τον χαρακτήρισε «Κορυφαίο δεξιό εξτρέμ που γνώρισε το ποδόσφαιρο»!

Οι Βραζιλιάνοι αγαπούν τον Γκαρίντσα

Ο Μανέ Φρανσίσκο ντος Σάντος (1933-1983) ήταν το έβδομο παιδί νυχτοφύλακα εργοστασίου. Δεν πήγε ποτέ σχολείο, δεν ήξερε καλά καλά να διαβάζει. Μετά το θάνατο του, το στάδιο της πρωτεύουσας της Βραζιλίας, Μπραζίλια, πήρε το όνομά του.
Ήταν άσωτος και γυναικάς, πατέρας 9 παιδιών επίσημα (του χρεώνουν ακόμη πέντε…). Το ένα του πόδι ήταν πιο κοντό από το άλλο και τα δυο ήταν θεόστραβα κι όμως μ' αυτά τα πόδια ζωγράφιζε έργα τέχνης στα γήπεδα...

Η FIFA τον κατέταξε ως δεύτερο Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Οι δημοσιογράφοι στην πρώτη τριάδα των επιθετικών παγκοσμίως, αλλά όσοι τον είδαν να παίζει συμφωνούν πως δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τον Πελέ. Οι Βραζιλιάνοι τον έχουν στο εικονοστάσι τους πιο ψηλα από τον Πελέ· τον πιστέυουν σαν Θεό και τον θεωρούν ανώτερο του Βασιλιά της μπάλας. Ακόμα όταν οι παλιοί μιλούν γι' αυτόν, το βλέμμα τους θολώνει από συγκίνηση και ο νους τους ταξιδέυει. Ο Γκαρίντσα ήταν ο «δικός» τους Θεός!
«Υπάρχει η αίσθηση ότι ο Πελέ ανήκει περισσότερο στην παγκόσμια κληρονομιά από ό,τι στη Βραζιλία», γράφει ο Αλεξ Μπέλος στο βιβλίο του «Futebol». «Είναι διεθνές σημείο αναφοράς και είναι απλό γιατί: ο φτωχός μαύρος που έγινε ο καλύτερος στον κόσμο. Αλλά οι Βραζιλιάνοι δεν τον αγαπούν με τον τρόπο που αγαπούν τον Γκαρίντσα»!

«Πέθανε φτωχός, μεθυσμένος και μόνος»

Ο λάτρης του ποδοσφαίρου Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο γράφει για τον Γκαρίντσα στο βιβλίο του «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως»: «Κάποιο από τα πολλά αδέρφια του, τον είπε «γκαρίντσα», πού είναι το όνομα ενός μικρού και άσχημου πουλιού. Όταν άρχισε να παίζει ποδόσφαιρο οι γιατροί διέγνωσαν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει αθλητής εκείνο το αφύσικο παιδί, το απομεινάρι της πείνας και της πολιομυελίτιδας, το κουτό και κουτσό, με το παιδικό μυαλό, την σπονδυλικής στήλης σαν σίγμα τελικό και τα δύο πόδια στραβά προς την ίδια κατεύθυνση… Τον διέγραψαν με ένα σταυρό. Δεν υπήρξε δεξί εξτρέμ σαν κι αυτόν! Στο Μουντιάλ του 1958 ήταν ο καλύτερος τη θέση του. Στο Μουντιάλ του 1962 ανακηρύχθηκε ο καλύτερος παίκτης του τουρνουά όμως κατά τη μακρόχρονη παρουσία του στο ποδόσφαιρο, ο Γκαρίντσα, ήταν κάτι περισσότερο: ήταν ο άνθρωπος που έδωσε την περισσότερη χαρά στα γήπεδα στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Όταν βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο τον μετέτρεπε σε τσίρκο. Η μπάλα ήταν ένα εξημερωμένο θηρίο κι ο αγώνας μία γιορτή. Δεν άφηνε να του πάρουν την μπάλα. Ήταν σαν παιδί που δεν αποχωρίζεται το αγαπημένο του παιχνίδι… Αγωνιζόταν με την Μποταφόγκο, που σημαίνει μπουρλότο και αυτό ακριβώς ήταν: «το μπουρλότο» που έκανε το στάδιο να παίρνει φωτιά… Ήταν νικητής; Μάλλον ένας χαμένος, αλλά καλότυχος. Όμως η καλή τύχη του δεν κράτησε πολύ. Ο Γκαρίντσα πέθανε φτωχός, μεθυσμέος και μόνος»! Όχι όμως ξεχασμένος...

«Ο γοητευτικός, ο τέλειος μπαλαδόρος»

Ο Άλεξ Μπέλος στο βιβλίο του «Futebol» γράφει για τον Γκαρίντσα: Στις ζούγκλες και στα δάση της Βραζιλίας λένε πως ζει ένα πλάσμα που ονομάζεται «κουρουπίρα», προστάτης των ζώων και φύλακας των δέντρων. Μόλις 60 χρόνια μετά την άφιξη των Πορτογάλων στα εδάφη της Νότιας Αμερικής ένας λόγιος έγραψε το 1560: «… διαδίδεται ότι υπάρχουν εδώ κάποιοι δαίμονες που οι αυτόχθονες τους αποκαλούν Κουρουπίρα και οι οποίοι επιτίθενται συχνά στους Ινδιάνους. Στην ερημιά τους μαστιγώνουν, τους τραυματίζουν και τους σκοτώνουν. Ο μύθος του κουρουπίρα είναι πολύ αγαπητός στις αγροτικές περιοχές και ιδίως στην Αμαζονία. Λένε πως μοιάζει με αγόρι, πως έχει κόκκινα μαλλιά και μόνο ένα σωματικό χαρακτηριστικό το κάνει να ξεχωρίζει: τα πόδια του έχουν το πίσω μπρος! Όταν λοιπόν τρέχει προς μία κατεύθυνση τα χνάρια του δείχνουν την αντίθετη. Είναι ένα γρήγορο και πονηρό πλάσμα. Αν δοκιμάσεις να το ακολουθήσεις θα χαθείς στην ζούγκλα για πάντα». Ο Γκαρίντσα ήταν ο γοητευτικός, ο τέλειος μπαλαδόρος, που ανέδειξε η Βραζιλία. Τα κάτω άκρα του ήταν παραμορφωμένα όπως του κουρουπίρα· επιπλέον όμως είχε πονηριά και ευελιξία και ήταν αδύνατον να τον σταματήσεις! Όταν γεννήθηκε ο Manuel Francisco de Santos στις 28 Οκτωβρίου του 1933 η μάμη γέλασε και σχολίασε ότι τα πόδια του μωρού ήταν στραβά. Το αριστερό είχε κλίση προς τα έξω και το δεξί προς τα μέσα! Όταν μεγάλωσε ο Μανέ - χαϊδευτικό του Μανουέλ - έμοιαζε με φιγούρα από κινούμενα σχέδια (κάτι σαν το δικό μας Καραγκιόζη). Οι γάμπες του έδιναν την εντύπωση ότι τις είχε πάρει ο άνεμος και της είχε παραμόρφωσει σε δύο παράλληλες καμπύλες.

Απλός, ανέμελος και χωρίς φιλοδοξίες

Ο Γκαρίντσα ήταν απλός άνθρωπος, ανέμελος και χωρίς φιλοδοξίες. Το ποδόσφαιρο, έλεγε, δεν ήταν για να το παίρνεις στα σοβαρά. Το θεωρούσε χαζό. Όταν όλοι ταράχτηκαν που η Βραζιλία έχασε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950. Αυτός είχε πάει για ψάρεμα αντί να μείνει και να ακούσει τον αγώνα στο ραδιόφωνο.

Όταν του ζήτησαν να δοκιμαστεί από κάποια μεγάλη ομάδα του Ρίο, πήγε απρόθυμα τη Βάσκο ντα Γκάμα. Τον έδιωξαν γιατί δεν είχε φέρει δικά του παπούτσια. Από τη Φλουμινένσε έφυγε μόνος του, πριν από το τέλος της προπόνησης για να προλάβει το τρένο της επιστροφής. Λίγο αργότερα, στα 19 του, δοκιμάστηκε στην Μποταφόγκο, αλλά μόνο χάρη στην επιμονή κάποιου παλιού παίκτη της που τον είχε δει να παίζει. Τη δεύτερη μέρα της δοκιμής τον έβαλαν να αγωνιστεί ως δεξί εξτρέμ με αντίπαλο τον αριστερό αμυντικό της πρώτης ομάδας τον Νίλτον Σάντος που έπαιζε και στην Εθνική. Ο Γκαρίντσα του έκανε μία ντρίπλα σαν να έπαιζε σε φιλικό στην αλάνα της γειτονιάς του. Με την ίδια κίνηση του πέρασε την μπάλα ανάμεσα από τα πόδια κάτι που δεν είχε κάνει κανείς μέχρι τότε. «Μου φαίνεται καλή ιδέα να τον πάρουμε, γιατί άμα τον πάρουν άλλοι…», είπε ο Νίλτον Σάντος και τον πήραν.
Στην Εθνική, ο Γκαρίντσα, αγωνίστηκε για πρώτη φορά το 1955. Η εθνική Βραζιλίας δεν έχασε ποτέ αγώνα όταν αγωνίζονταν μαζί ο Πελέ και ο Γκαρίντσα!

Την ημέρα που πέθανε ο Γκαρίντσα, κατά το απομεσήμερο, η σορός του μεταφέρθηκε στο Μαρακανά. Άρχισαν να μαζεύονται για να τον αποχαιρετίσουν οι δικοί του, οι πρώην συμπαίκτες του και αρκετοί οπαδοί.

Παντού έβλεπες ενθρώπους να θρηνούν

Στη Βραζιλία, είναι συνηθισμένο οι διάσημοι να ενταφιάζονται σε επιφανή κοιμητήρια που βρίσκονται μέσα στην πόλη. Η κηδεία του Γκαρίντσα είχε σκηνές απείρου κάλλους. Το φέρετρο του, μεταφέρθηκε με ένα όχημα της πυροσβεστικής, το ίδιο όχημα στο οποίο είχε επιβιβαστεί για να παρελάσει μετά το θρίαμβο του 1958. Σε όλη τη διαδρομή, πάνω σε γέφυρες, σε κολώνες, σε σπίτια, έβλεπες ανθρώπους να θρηνούν. Πολλοί ανέμιζαν σημαίες. Η πομπή βγήκε από την πόλη και συνέχισε στη δημοσιά περνώντας μπροστά από αποθήκες εργοστάσια και φτωχογειτονιές. Καθώς πλησίαζε στο κοιμητήριο τα πλήθη αυξάνονταν. Είχε ναυλωθεί τρελό ειδικά για την περίπτωση. Η εκκλησία ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Επιγραφή σε ένα δέντρο έγραφε: «Γκαρίντσα έκανες τον κόσμο να γελά και τώρα τον κάνεις να κλαίει».
Στο νεκροταφείο κάπου 8.000 άνθρωποι περίμεναν από νωρίς το πρωί για να έχουν θεά. Άνθρωποι είχαν σκαρφαλώσει σε δέντρα, σε στέγες ακόμα και σε επιτύμβιες στήλες. Όταν έφτασε το πυροσβεστικό όχημα, κάποιοι πήραν στα χέρια το φέρετρο να το μεταφέρουν στον τάφο.
Η αντίδραση για το θάνατο του Γκαρίντσα ξεπέρασε κατά πολύ τα αναμενόμενα. Ο Γκαρσία ήταν ταυτισμένος με τον κόσμο. Δεν έχασε ποτέ τις λαϊκές ρίζες του και επιπλέον το ποδόσφαιρο τον είχε εκμεταλλευτεί. Άρα ήταν σύμβολο για την πλειονότητα το Βραζιλιάνο που επίσης υφίσταται εκμετάλλευση.
Ο Πελε είναι γνωστός ως «Ρει», ο βασιλιάς αντίθετα η κινηματογραφική βιογραφία του Μάνε, που προβλήθηκε το 1963 είχε τίτλο «Γκαρίντσα η χαρά του λαού». Οι λέξεις τα λένε όλα. Τον Πελέ τον σέβονται, τον Γκαρίντσα τον λατρεύουν. Όταν λένε ότι καλύτερος όλων των εποχών είναι ο Γκαρίντσα, οι Βραζιλιάνοι έχουν ψηφίσει με την καρδιά!

Στο λόφο του νεκροταφείου μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη γράφει: «Γκαρίντσα η χαρά της Βραζιλίας, η χαρά του κόσμου» και σε μία πλάκα από κάτω: «Γλυκό παιδί – κουβεντιάζε με τα πουλιά»!

ΠελέθάνατοςΒραζιλίαποδόσφαιροειδήσεις τώραΓκαρίντσα