Θέατρο|19.07.2021 10:17

Οθέλλος: Μια παράσταση σε δύο ταχύτητες με πολύ καλά μα και πολύ αδύναμα στοιχεία

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Λευκά τρισδιάστατα γράμματα πάνω στη σκηνή διάσπαρτα και στη μέση το γράμμα όμικρον, μεγαλύτερο απ’ όλα· σαν μια γαμήλια αψίδα που στεφανώνει τον ανάρμοστο για τα μέτρα της εποχής έρωτα ανάμεσα στον Μαυριτανό Οθέλλο και την Βενετσιάνα αρχοντοπούλα Δυσδαιμόνα (η διαμόρφωση του χώρου είναι της Κατερίνας Χάρου). Κάτω από αυτό έμεναν ακίνητοι για ώρα ο Οθέλλος (Γιάννης Μπέζος) και η Δυσδαιμόνα (Μάιρα Γραβάνη) κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. Το σχήμα του γράμματος ταίριαξε με τον τρόπο που ξεκίνησε και τελείωσε η παράσταση: με τους ηθοποιούς να βρίσκονται στο κέντρο της σκηνής σαν μια ομάδα ανθρώπων που στέκουν ενεοί απέναντι στα ανείπωτα δεινά· ένα ιδιότυπο σχήμα κύκλου θα λέγαμε, αφού η σαιξπηρική ιστορία που μας παρουσιάζει ο θίασος δεν έχει τέλος ούτε αρχή. Η ευάλωτη θέση ενός ερωτευμένου ανθρώπου απέναντι σε κάθε πληροφορία σχετική με το αγαπημένο του πρόσωπο είναι αδιαμφισβήτητη ενώ ο φθόνος που γεννά η μικροψυχία κάποιου που νιώθει αδικημένος μπορεί να αποτελέσει πηγή μυρίων κακών. 

Η υπόθεση γνωστή. Σε αδρές γραμμές: ο δολοπλόκος Ιάγος (Αιμίλιος Χειλάκης) σπέρνει στο μυαλό τού στρατηγού Οθέλλου το σπόρο της ζήλιας, λέγοντάς του πως υποψιάζεται ότι η λατρεμένη του σύζυγος τον απατά. Εκείνος με τα πολλά πείθεται και τη σκοτώνει (για όσους δεν το ήξεραν ζητώ συγγνώμη για το σπόϊλερ, αλλά ούτως ή άλλως τραγωδία του Σαίξπηρ με άλλο τέλος, δύσκολα θα δει κανείς). 

Οι νότες λυρισμού και ποιητικότητας που διατηρεί η μετάφραση του Διονύση Καψάλη από το πρωτότυπο υπονομεύονται από την διασκευή του Μανώλη Δούνια η οποία ναι μεν εξυπηρετεί τον εξαίρετο και σφιχτοδεμένο ρυθμό της παράστασης αλλά εγείρει ορισμένα θέματα. Για παράδειγμα οι κακόηχες βρισιές που χρησιμοποιούνται για να θίξουν το ήθος της Δυσδαιμόνας είναι ένα ξένο σώμα που πετά στιγμιαία τον θεατή έξω από το κλίμα. Επίσης έχουν περικοπεί κειμενικά χωρία που βοηθούν στο πληρέστερο χτίσιμο της συλλογιστικής που κρύβεται πίσω από την τέλεση διαφόρων γεγονότων (π.χ. η πορεία της μετάβασης του Οθέλλου από την πίστη στη δυσπιστία κι εν τέλει στο φόνο ίσως να χρειάζεται επιμήκυνση). Παρ’ όλ’ αυτά κρατήθηκαν τα βασικότερα σημεία του δραματικού κειμένου δίνοντας μια διασκευή φροντισμένη χωρίς κουραστικούς σχοινοτενείς μονολόγους, αλλά με αδυναμίες.

«Τα εν οίκω μη εν δήμω»

Σε όλη την παράσταση ηθοποιοί βρίσκονταν πάνω στη σκηνή κι ας μην συμμετείχαν στη δράση σε μια προσπάθεια εξωτερίκευσης του δράματος που συντελείται μέσα σε περίκλειστα δωμάτια. Η συζυγική ζήλια και η παράλογη έκφρασή της μέσω της βίας γίνεται ένα κοινωνικό θέαμα κατακρημνίζοντας τη λογική του «τα εν οίκω μη εν δήμω», αφού όταν πρόκειται για εγκληματικές πράξεις ο «δήμος» έχει χρέος να επέμβει στον όποιο «οίκο». Ωστόσο χρειάζεται μια καλύτερη σκηνοθετική προσέγγιση ώστε το πλήθος των ηθοποιών-παρατηρητών να μην αποσπά την προσοχή του θεατή με άσκοπες πράξεις και μετακινήσεις.

Αν και στη σκηνοθεσία του Αιμίλιου Χειλάκη και του Μανώλη Δούνια δεν εντοπίζει κανείς μια ανανεωτική ή ευφάνταστη ματιά απέναντι στο έργο του Σαίξπηρ, οι δύο σκηνοθέτες πλάθουν μια παράσταση δίχως σκηνοθετικούς ακκισμούς ή φλυαρίες. Ξεχωριστές στιγμές της παράστασης φωτιστικά και σκηνοθετικά είναι η σκηνή της θάλασσας στην Κύπρο και το σημείο που ο Οθέλλος ακούει φωνές που τον παραπλανούν: μπλε υποβλητικός φωτισμός, στροβιλισμός των δύο πλατφορμών – εξεδρών που υπάρχουν στο σκηνικό και έξοχος συντονισμός του συνόλου. Ευκαιρίας δοθείσης θα σημειώσω ότι ο καλαίσθητος φωτισμός (Νίκος Βλασόπουλος) ενώ θα μπορούσε να υποβοηθήσει κάποιες σκηνές με έντονο συναισθηματικό φορτίο δεν το κάνει (π.χ. ο μονόλογος της Αμαλίας, το μαχαίρωμα του Ιάγου κ.ά.) και σε γενικές γραμμές παραμένει σε μια κομψή φωτιστική απόδοση του έργου με κυρίαρχο το λευκό φωτισμό (με διάφορες μικροαλλαγές σε χρώματα και φυσικά εντάσεις). 

Η πρωτότυπη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού υφαίνει ένα πολύ ταιριαστό ηχητικό χαλί αν και βγαίνοντας από το θέατρο δεν είναι το πρώτο πράγμα που μένει στο μυαλό του θεατή. Τα άτολμα, πλην όμως καλόγουστα κοστούμια από το ατελιέ του Μάκη Τσέλιου γέμισαν τη σκηνή μαύρο, λευκό και μπεζ. 

Κεντημένη η ερμηνεία του Αιμίλιου Χειλάκη

Ο Οθέλλος του Γιάννη Μπέζου κουρασμένος από τις πολυετείς μάχες διατηρεί την αξιοπρέπειά του απέναντί σε όσους τον χλευάζουν για το γάμο του με τη Δυσδαιμόνα. Σπουδαία κεντημένη η ερμηνεία του Αιμίλιου Χειλάκη στο ρόλο του πονηρού Ιάγου - ίσως από τις πιο εκλεπτυσμένες και στιβαρές υποκριτικές παρουσίες του φετινού καλοκαιριού. Συνήθως η ηθοποιός που υποδύεται την πιστή υπηρέτρια Αιμιλία, δίνει ένα μικρό ρεσιτάλ την ώρα του μονολόγου περί γυναικείων δικαιωμάτων και ισότητας των δύο φύλων, κάτι που δεν βλέπουμε από τη Μυρτώ Αλικάκη – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υστερεί σε ενέργεια ή ικανότητες. Το παίξιμό της είναι πολύ ζωντανό και ο λόγος της λαγαρός. Ο ρόλος της Δυσδαιμόνας αν και μικρός είναι αρκετός για να δείξει τις ικανότητες της Μάιρας Γραβάνη. Το κωμικό στοιχείο που έκανε τον Σαίξπηρ να διαφοροποιηθεί από τους ομοτέχνους του μεταφέρεται από τον Κωνσταντίνο Γαβαλά στο ρόλο του Ενετού Ροδρίγου μέσα από ένα παίξιμο ανάλαφρο και συγχρόνως μεστό. Ο συμπαθής Κώστας Κορωναίος χρωματίζει εύστοχα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του Βραβάντιου μένοντας πιστός στο πνεύμα του έργου. Αντιθέτως η ερμηνεία του Μανώλη Δούνια στο ρόλο του Δόγη ταιριάζει περισσότερο σε άλλο είδος θεάτρου και δεν συμπλέει αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο. Ο Κάσσιος του Αλέξανδρου Βάρθη είναι ακριβώς μέσα στο γενικό κλίμα, ενώ η Ελευθερία Κοντογεώργη στο ρόλο της Μπιάνκα, ο Κρις Ραντάνοφ ως Μοντάνος και ο Νίκος Τσιμάρας ως Λουδοβίκος συμπληρώνουν το θίασο με όρεξη, αλλά δίχως να εμφανίζουν στο έπακρο τις ερμηνευτικές τους δυνατότητες.      

Από την πληθώρα των καίριων ζητημάτων που θίγονται στον «Οθέλλο», η παράσταση δεν έριξε το βάρος σε κάποιο από αυτά, αλλά προτίμησε να αγγίξει ακροθιγώς τα πάντα. Το διήγημα του Τζοβάνι Μπατίστα Τζιράλντι («Σίνθιο») από το οποίο άντλησε το θέμα της τραγωδίας ο Σαίξπηρ μιλά για τον αταίριαστο έρωτα των δύο ηρώων μα η ανύπαρκτη ερωτική χημεία ανάμεσα στον Οθέλλο του Γ. Μπέζου και τη Δυσδαιμόνα της Μ. Γραβάνη σίγουρα δεν τονίζει την συναισθηματική πτυχή του έργου, παρά μόνο σε φιλολογικό επίπεδο. Οι ανθρωπιστικοί προβληματισμοί γύρω από τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό τονίστηκαν όχι μόνο από το δραματικό κείμενο αλλά και σκηνογραφικά, μέσα από τον σχηματισμό των λέξεων «ξένος» και «άλλος» με τα λευκά γράμματα. Το πρόβλημα της συζυγικής ζηλοτυπίας παρουσιάζεται ικανοποιητικά και το πλέξιμο του ιστού από τον Ιάγο είναι αριστοτεχνικό. 

Η παράσταση θα περιοδεύσει μέχρι τα μέσα του Σεπτεμβρίου σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, από την Κρήτη έως τον Έβρο.  

Γιάννης ΜπέζοςΑιμίλιος Χειλάκης