Θέατρο|06.03.2022 09:15

8 γυναίκες - Κριτική για την παράσταση στο Θέατρο Αλίκη

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Οκτώ γυναίκες βρίσκονται αποκλεισμένες σ’ ένα αριστοκρατικό σπίτι λόγω του χιονιά και καλούνται να εξιχνιάσουν το φόνο του Μαρσέλ. Ο Μαρσέλ ήταν για εκείνες σύζυγος, πατέρας, εραστής, εργοδότης, γαμπρός, κουνιάδος κτλ.

Με το που τέλειωσε η υπόκλιση και έπεσε η αυλαία, ακούω μια φωνή από δίπλα να λέει με αγανάκτηση και συμπάθεια «του φάγανε την ψυχή του ανθρώπου». Γυρίζω και βλέπω έναν χαμογελαστό κύριο που παρακολούθησε την παράσταση μαζί με τη σύζυγο και τις δύο κόρες του. Νομίζω ήταν ο μόνος που παθιάστηκε τόσο με το έργο γιατί οι υπόλοιποι δυσκολευτήκαμε κάπως.
Το κείμενο γράφτηκε το ’58 από τον Ρομπέρ Τομά κι από τότε όχι μόνο παίζεται στο θέατρο, αλλά έχει μεταφερθεί δύο φορές και στη μεγάλη οθόνη (το 1960 ως La Nuit des suspectes σε σκηνοθεσία του Victor Merenda και το 2002 ως Huit Femmes σε σκηνοθεσία του Francois Ozon).

Αν και ικανός δημιουργός, με ενδιαφέρουσα συγγραφική παραγωγή, ο Τομά με τις 8 γυναίκες δεν παραδίδει κάποιο σπουδαίο αστυνομικό έργο. Πρόκειται για ένα προβλέψιμο και ρηχό Whodunit με ανατροπές που υπάρχουν ίσα για να υπάρξουν και χωρίς το απαραίτητο χτίσιμο στη δημιουργία του σασπένς (βλ. Ag. Christie, D.L. Sayers κτλ). Για έναν έμπειρο αναγνώστη ή θεατή ιστοριών μυστηρίου η εξέλιξη δεν κρύβει συνταρακτικές εκπλήξεις ενώ συγχρόνως χρησιμοποιεί με αφέλεια ορισμένους μηχανισμούς και κλισέ της αστυνομικής λογοτεχνίας.

Μπορεί το κείμενο σε επίπεδο μυστηρίου να είναι κάπως ναΐφ αυτό δε σημαίνει όμως ότι δεν φωτίζει την υποκρισία της αστικής τάξης, τη μοναξιά του καθενός παρά την συμβίωση όλων μέσα στο σπίτι, τη φιλαργυρία, τη μοιχεία και παράλληλα θίγει το ζήτημα της εγκυμοσύνης εκτός γάμου. Αυτά όμως χρησιμοποιούνται άλλα ως όχημα για την επίτευξη της κωμωδίας και άλλα ως άλλοθι ή ως κατηγορητικά στοιχεία που αποσκοπούν στην ισορροπία των πραγμάτων (εκεί μέσα καμία δεν είναι άμεμπτη).
Παρά τα μειονεκτήματα, η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου είχε αρετές που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περισσότερο από τη σκηνοθεσία ώστε να τονωθούν τα αδύναμα σημεία του έργου και να αναδειχθεί η θεατρικότητα και η κωμικότητά του.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια με βοηθό σκηνοθέτη τον Σπύρο Δούρο δεν κάλυψε τα ντεφό του κειμένου αλλά συγχρόνως δεν έπλασε κάποια υπαινικτική, υποβλητική ατμόσφαιρα. Οι ανατροπές δεν υπογραμμίζονται επαρκώς καταλήγοντας σε μια φλατ απόδοση, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζουν οι καλές στιγμές (όπως πχ. η είσοδος της Ι. Ασημακοπούλου στο χώρο με την αλλαγή του φωτισμού και το τρενάκι που σχηματίζουν οι υπόλοιπες). Ο Πέτρος Ζούλιας τελικά φαίνεται ότι προτίμησε να μην επιχειρήσει κάποια υπέρβαση και να ακολουθήσει το κείμενο που δεν στέκεται όσο χρειάζεται στα κομβικά σημεία.

Βλέποντας τα ονόματα του θιάσου περιμένεις μια παράσταση που από άποψη ερμηνειών θα σε καθηλώσει. Κόντρα στις προσδοκίες όμως, μάλλον σε αφήνει αδιάφορο. Οι Ιωάννα Ασημακοπούλου, Ναταλία Δραγούμη, Γεωργία Καλλέργη, Νικολέττα Κοτσαηλίδου, Άννα Κωνσταντίνου κι Ευφροσύνη Σακελλαρίου πατούν φιλότιμα πάνω στις σκηνοθετικές γραμμές. Η Κάτια Γκουλιώνη και η Μαρίνα Ψάλτη βάζουν το προσωπικό τους χρώμα και αποτυπώνουν τη δική τους οπτική πάνω στο ρόλο τους.

Εκεί λοιπόν που η σκηνοθεσία συντηρεί την αδυναμία του κειμένου, έρχεται η σκηνογραφία και σώζει την παράσταση. Η Μαίρη Τσαγκάρη με βοηθό τη Μαρίζα Λιοντάκη, ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τις σκηνογραφικές περιγραφές του Τομά και στήνει ένα καλόγουστο σαλόνι της γαλλικής μπουρζουαζίας των μέσων του 20ου αιώνα. Στην εναρκτήρια σκηνή η σκηνογραφία βασανίζει λίγο το κοινό με ένα υψηλό κιγκλίδωμα στο προσκήνιο που δυσχεραίνει την θέαση, ευτυχώς όμως αυτό δεν αργεί να αποσυρθεί. Ωστόσο η σημειολογία του αξίζει τον κόπο, αφού οπτικοποιείται το αίσθημα των γυναικών περί εγκλεισμού και τονίζει πως όλες μέσα στο σπίτι είναι δυνάμει δολοφόνοι και (τουλάχιστον) μία εξ αυτών μέλλουσα κατάδικος.

Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη με βοηθό τη Χριστίνα Τσουτσουλίγα είναι καλόγουστα και χρωματικά δεμένα μεταξύ τους. Στο κοστούμι της Πιερρέτ θα περίμενε κανείς να δει κάτι πιο τολμηρό για μια γυναίκα η ηθική της οποίας τίθεται διαρκώς εν αμφιβόλω. Μικρή παραφωνία ανάμεσα στα βελουτέ και τη δαντέλα, η ροζ μπλούζα με τους πράσινο-γκρι ρόμβους της Κατρίν – φαινόταν καθημερινή και όχι θεατρική.

Ο σχεδιασμός του φωτισμού έγινε από τη Μελίνα Μάσχα. Περιελάμβανε εύστοχες εναλλαγές στις εντάσεις και μπλε φως. Το παιχνίδι του φωτισμού είχε χώρο να θέσει δικούς του κανόνες και να προσθέσει επιπλέον αισθητικό ενδιαφέρον, αλλά δεν τον αξιοποίησε.
Η μουσική του Παναγιώτη Αυγερινού είναι ταιριαστή σε μια κωμωδία μυστηρίου.

Ο Πέτρος Ζούλιας ανήκει στους σκηνοθέτες που σέβονται τα κείμενα με τα οποία καταπιάνονται αλλά στην προκειμένη περίπτωση η αβαθής ιστορία μυστηρίου που μετέφερε στη σκηνή δεν κατάφερε να «κατέβει στην πλατεία», ήτοι δεν άγγιξε τον θεατή.

Βέβαια, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Αφού υπήρξε έστω και ένας θεατής που συναισθάνθηκε το πρόβλημα του Μαρσέλ και μπόρεσε να μπει στη θέση του, πάει να πει πως η παράσταση αξίζει.

ειδήσεις τώραθεατρική παράσταση