Θέατρο|08.04.2022 10:04

Talk Show στο θέατρο Αποθήκη: Μια παράσταση που είχε τα φόντα να φτάσει πολύ ψηλά

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Όλα πήγαιναν υπέροχα. Μέχρι τη μέση του έργου σκεπτόμουν πόσο έξυπνα σατιρίζονται στο κείμενο του Suyako όλες αυτές οι στημένες βραδινές εκπομπές με τα ψευτοχειροκροτήματα και τα γέλια κονσέρβα, ενώ συγχρόνως τίθενται ποικίλα ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες ανοίκειες και άβολες. Ο Στέλιος Ιακωβίδης ενσαρκώνει έναν σχεδόν νευρωτικό παρουσιαστή που προσπαθεί απεγνωσμένα να βγάλει είδηση μέσα από τα λεγόμενα του αμήχανου καλεσμένου του (Άρης Μπαλής).

Το έργο ξεκινά τη διαδρομή του ως κωμική σάτιρα, ύστερα διαπερνά τα χωράφια του θεάτρου του παραλόγου και στο τέλος μένει μετέωρο σε ένα κλίμα υπερρεαλισμού. Η σκέψη του συγγραφέα (Βασίλης Μαγουλιώτης) που υπογράφει ως Suyako, έχει μια καλή πρώτη ύλη που όμως δεν καρποφορεί. Από ένα σημείο και μετά, όταν τα ερείσματα λογικής αρχίζουν να σείονται και να βουτάμε σταδιακά σε έναν περίεργο κόσμο, κανείς δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει και γιατί.

Το ότι το κείμενο είναι αλληγορικό ήταν σαφές εξ αρχής και εάν έμενε στο πλαίσιο ενός talk show κανείς δε θα το θεωρούσε αβαθές. Θα ήταν μια ευφυής κωμωδία με συμβολισμούς, που με κάλυμμα την άσκηση κριτικής στην κενοδοξία των τηλεοπτικών προγραμμάτων, μιλά αλληγορικά για την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό το μοντέλο ίσως λειτουργούσε καλύτερα και σίγουρα δε θα έκανε τον θεατή να νιώσει αμηχανία γι’ αυτό που παρακολουθεί.

Έξοχος ως νευρωτικός παρουσιαστής ο Στέλιος Ιακωβίδης, απολαυστικός ο Άρης Μπαλής ως αμήχανος καλεσμένος που πράττει ό,τι του πουν χωρίς να ξέρει το γιατί. Ο ρόλος του φέρει κάτι από Γιόζεφ Κ, από τη Δίκη του Κάφκα (αφού δεν έχει ιδέα για ποιο λόγο βρίσκεται εκεί) και η παρουσία του θυμίζει τον κωμικό Andy Kaufman (διαρκές σημείο αναφοράς, όπως δήλωσε ο δημιουργός). Ο Πανάγος Ιωακείμ μ’ ImageΕικόναένα ρόλο λίγο πιο μπρουτάλ εμφανισιακά, Υπερατού το όνομά του, έρχεται να ανατρέψει την πορεία της ιδιότυπης συνέντευξης και να συμπληρώσει τον θίασο που αποτελείται από τους τρεις άξιους ηθοποιούς.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή, με βοηθό την Ελένη Κουτσιούμπα, είχε πολύ προσεγμένο ρυθμό. Πότε η ενέργεια ήταν στο ζενίθ και πότε χαλάρωνε ώστε να αποφορτιστεί ο θεατής και μετά πάλι απ’ την αρχή. Ο μαίανδρος αυτός όμως σταμάτησε όταν το κείμενο πέρασε σε εντελώς άλλα νερά με αποτέλεσμα η παράσταση να γίνει απλώς ένα ταμπλό εικόνων. Ποιητικών εικόνων μεν, με καπνούς και ωραίους φωτισμούς (οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα), αλλά μέχρι εκεί, διότι το κείμενο είχε αναχθεί πια σε μια τελείως δυσνόητη σφαίρα.

Η Άρτεμις Φλέσσα, με βοηθό την Αγγελική Βασιλοπούλου-Καμπίτση, έντυσε τους ηθοποιούς με καλόγουστα κοστούμια ταιριαστά στους ρόλους τους και μεταμόρφωσε πετυχημένα τη θεατρική σκηνή σε ένα τηλεοπτικό στούντιο. Η μουσική που πλαισίωνε τα «τηλεοπτικά δρώμενα» είναι του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη.

Εν κατακλείδι μιλάμε για μια παράσταση που είχε τα φόντα να φτάσει πολύ ψηλά, με ωραία σκηνοθεσία και αξιόλογες ερμηνείες, αλλά δυστυχώς το κείμενο από ένα σημείο και μετά θόλωσε το τοπίο.

παράστασηθέατροειδήσεις τώρα