Θέατρο|23.05.2022 10:05

«Πεθαίνω σαν Χώρα»: Η παράσταση της Αλίκης Στενού «παρομοιάζει τον πόλεμο με αθεράπευτη αρρώστια»

Newsroom
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά

Το κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη, γραμμένο το 1978 μας παρουσιάζεται επί σκηνής από την θεατρική ομάδα ΚΝΟΤ και μας ταράζει εναλλασσόμενα την ήρεμη, τακτοποιημένη αντίληψη του κόσμου μας. Πριν τα χειροκροτήματα προηγείται ολιγόλεπτη σιωπή, τόση όση να αναπροσαρμόσει ολoκληρωτικά το mindset του κοινού περί ιστορίας, πολιτικής, κοινωνίας, ανθρωπισμού, εντολών, επιταγών, σχέσεων, βούλησης ή και μοίρας.

«Παρομοιάζει τον πόλεμο με αθεράπευτη αρρώστια, την αγωνία του άμαχου πληθυσμού με σώμα που δεν μπορεί να κοιμηθεί, ενώ ακόμα και η προσευχή που ακούγεται, δεν είναι προς έναν Θεό αλλά προς το ανθρώπινο σώμα…» μας δηλώνει η Αλίκη Στενού, σκηνοθέτης και ηθοποιός της παράστασης «Πεθαίνω σαν χώρα» στην συνέντευξή που μου παραχώρησε για το Έθνος.

- Αλίκη, η πρώτη σου σκηνοθετική δουλειά είναι πάνω σε ένα «δοκιμασμένο» θεατρικά κείμενο. Πρόκληση για σένα ή μέθεξη;

- Όταν διάβασα το «Πεθαίνω σαν χώρα», σε πρώτο χρόνο ένιωσα μια μεγάλη έλξη και σε δεύτερο έναν φόβο επειδή δεν είναι θεατρικό έργο και επειδή επιπλέον έχει ήδη ανέβει αρκετές φορές. Η σύνδεσή μου ωστόσο με το περιεχόμενό του, που τόσο έντονη σύνδεση δεν έβρισκα με άλλο κείμενο εκείνη την περίοδο, θεώρησα ότι πρέπει να γίνει οδηγός μου, παραμερίζοντας τις όποιες επιφυλάξεις είχα. Γενικά εμπιστεύομαι τις ενστικτώδεις αντιδράσεις στα πράγματα και όταν παρατήρησα ότι επανέρχομαι σε αυτό το κείμενο ξανά και ξανά, παρότι συνέχισα να διαβάζω κι άλλα κείμενα παράλληλα, κατάλαβα πως υπάρχει κάποιος λόγος, βαθύς και ουσιαστικός, που με φέρνει πίσω σε αυτές τις λέξεις, σε αυτά τα νοήματα που συνδέονταν αρκετά και με τη φάση στην οποία βρισκόμουν, όπου είχα επιστρέψει από την Αγγλία και αναρωτιόμουν αν θα ξαναφύγω, να ζήσω κάπου αλλού.

- Σε ποιους άξονες - επιρροές κινήθηκες σκηνοθετικά;

- Η δουλειά μου ασυνείδητα πιστεύω έχει επηρεαστεί από το σύνολο της μέχρι τώρα πορείας μου, από την Αρχιτεκτονική που πρωτοσπούδασα στην Αθήνα και με εισήγαγε στον μαγικό κόσμο της σύνθεσης, διευρύνοντας την αντίληψή μου σε σχέση με τον χώρο και το ρυθμό, μέχρι τα χρόνια των σπουδών μου στο Λονδίνο στην Royal Academy of Dramatic Art, όπου έμαθα να εμπιστεύομαι πρώτα απ’ όλα το σώμα και το ένστικτο. Ταυτόχρονα σίγουρα άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί, όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, με έχουν επηρεάσει και εμπνεύσει πολύ, καθώς επίσης και η δουλειά άλλων σκηνοθετών που δουλεύουν με κέντρο το σώμα, όπως ο Θεόδωρος Τερζόπουλος.

Η πλέον επιβλητική σκηνή στα μάτια μου ήταν το «συμπόσιο χαράς» και ανθρωποφαγίας, με το κόκκινο αυτό υγρό της ζωής να ρέει από τα χέρια και τα στόματα.

- Μια πρόδηλη σωματοποίηση των λέξεων και της πλοκής. Γιατί αυτή η επιλογή;

- Η σωματική εμπειρία, 'το σώμα σε πρώτο πλάνο', μου φάνηκε ως απαίτηση του ίδιου του κειμένου μιας και αναφέρεται κάθε τόσο σε αυτό προκειμένου να μας υπενθυμίσει τη θνητότητά μας αλλά και να κάνει αντιληπτό στον αναγνώστη έννοιες ή εικόνες που αν νοητικά δεν μπορεί να τις συλλάβει, ίσως εμπειρικά να μπορέσει καλύτερα. Παρομοιάζει τον πόλεμο με αθεράπευτη αρρώστια, την αγωνία του άμαχου πληθυσμού με σώμα που δεν μπορεί να κοιμηθεί, ενώ ακόμα και η  προσευχή που ακούγεται, δεν είναι προς έναν Θεό αλλά προς το ανθρώπινο σώμα: "…Ω σώμα που ένα σώμα σφύζων σαν εσένα θα 'θελα να 'ναι το τελικό μου φέρετρο…".
Οι φορτισμένες λέξεις και οι μακροσκελείς προτάσεις προκειμένου να γίνουν αντιληπτές τόσο από τον ηθοποιό όσο και από τον θεατή απαιτούν μια υπέρβαση, μια έξοδο από το καθημερινό συχνά απενεργοποιημένο σώμα, μια εξάντληση, έναν μη-έλεγχο, που θα επιτρέψει σε κάτι καινούριο να αναδυθεί.

- Ταυτόχρονα στην παράσταση διαδραματίζεις ρόλο και  ως ηθοποιός. Ποιά η σωματική - συναισθηματική εμπειρία της Αλίκης στον ρόλο της;

- Το κείμενο αυτό ένιωθα την ανάγκη να το μιλήσω, να το αρθρώσω, να το τραγουδήσω, να το σωματοποιήσω, κι έτσι κάθε φορά ως ηθοποιός πάνω στη σκηνή νιώθω μια μεγάλη συγκίνηση αλλά και χαρά που αυτό συμβαίνει. Μέσα από την επανάληψη ταυτόχρονα αναρωτιέμαι ποια είναι η σχέση μου με αυτή τη χώρα, πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή, αν σκέφτομαι να ξαναφύγω, τι με κρατάει. Και επειδή οι ρίζες μου είναι εδώ, είναι δύσκολο να ξεκολλήσω, νιώθω ότι αγαπώ αυτή τη χώρα, όμως την ίδια στιγμή με διώχνει. Βλέπω τον εαυτό μου μέσα στον χρόνο και αυτό με φέρνει αντιμέτωπη με πολλές ενδόμυχες σκέψεις, ανατρέχω στο παρελθόν μου, θυμάμαι τις θυσίες που έκανα και έφυγα, τις θυσίες που έκανα κι επέστρεψα, αναλογίζομαι ποια είναι η 'κληρονομιά' μου αλλά και ποιο το μέλλον που θέλω να διαγράψω, αν μπορώ, πού και με ποιους.

- Ζωντανή παρουσία κρουστών, όπως ζωντανή έκφραση ενστίκτων & φόβων!

- Η ζωντανή μουσική από τον Νίκο Τουλιάτο στα κρουστά εντείνει την ατμόσφαιρα της αφήγησης και ναι, θα λέγαμε ότι φέρνει στην επιφάνεια ήχους της ψυχής που δεν ακούγονται, ένστικτα, φόβους, ελπίδες. Ο Νίκος μοιάζει να ακούει κάθε φορά την ιστορία από την αρχή, και αναλόγως τη ροπή που έχει κάθε βράδυ, να την αναδεικνύει, να την ενθαρρύνει μαλακά να πάει προς τα εκεί που απαιτεί το ‘εδώ και τώρα’ της στιγμής, μιας και οι ανάγκες έχουν ήδη ελαφρώς αλλάξει από την τελευταία φορά.

Μια λεπτή και αδιόρατη σκοπιμότητα περί της μεθοδευμένης αλλαγής του ρου των πραγμάτων πλανάται και επιβάλλεται ως status.

- Η παράσταση ξεκινάει παρεΐστικα, οικεία, συνεχίζεται σε θρήνο, ανθρωποφαγία, κατηγορώ. Έτσι ανοιγοκλείνουν οι ιστορικοί, εθνικοί, κοινωνικοί, ανθρώπινοι κύκλοι;

- Ο άνθρωπος είναι χίλια πράγματα ταυτόχρονα, κάποια από αυτά αφήνονται ελεύθερα και απενοχοποιημένα στην καθημερινότητα, ενώ άλλα, πιο ζωώδη ένστικτα, καταπιέζονται, εξακολουθώντας όμως να υπάρχουν. Ο ίδιος ο Δημήτρης Δημητριάδης μας μίλησε αρκετά γι' αυτό, για τον άνθρωπο που δεν τον έχουμε δεχτεί στο σύνολό του. Μέσα από τη δική μου ματιά, όσο προχωράει το έργο, βλέπουμε σιγά σιγά το όλον αυτό να εμφανίζεται, και από τον καθωσπρεπισμό περνάμε σταδιακά σε πιο ενστικτώδεις ανάγκες, δίνοντας φωνή σε αυτό το "άλλο σώμα, το πολυκέφαλο και αξεδίψαστο, που χτυπιέται μέσα σε κάθε σώμα με εξωφρενικές και άσπλαχνες διαθέσεις" - όπως χαρακτηριστικά λέγεται στο κείμενο.

- «Όμορφη χώρα» - «Πεθαίνω σαν χώρα»

- Αυτή η χώρα είναι πράγματι όμορφη, η ομορφότερη συχνά στα μάτια μου, ωστόσο δεν παύει να με πληγώνει. Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Σεφέρη "Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει [... ] το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝΙΑ 937". Μια τέτοια αγωνία νιώθω συχνά να με πνίγει και τα αδιέξοδα - προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά - να με διώχνουν μακριά. Ωστόσο πάντα επιστρέφω, γιατί εδώ είναι η ιστορία μου, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου. Και αυτή η κατάσταση τα τελευταία χρόνια που φεύγω και ξαναγυρίζω και ξαναφεύγω, και μαζί με εμένα και τόσοι άλλοι άνθρωποι της γενιάς μου και όχι μόνο, με κάνει να πιστεύω ότι κάτι πάει πολύ λάθος, γιατί πολλοί από αυτούς, ανάμεσά τους κι εγώ, παραδέχονται ότι εδώ θα ήθελαν να μείνουν αλλά δεν μπορούν.

- Γενιά - αγονία - γονιμότητα: η αρχή και το τέλος των πάντων;

- Δεν ξέρω γιατί αλλά ξαφνικά μου έρχονται όλοι οι ποιητές στο μυαλό, ίσως γιατί μόνο η ποίηση μπορεί να προσεγγίσει τέτοια μεγέθη. Αυτή τη φορά θυμάμαι τα λόγια του Καζαντζάκη, την σκοτεινή άβυσσο απ΄την οποία ερχόμαστε, την σκοτεινή άβυσσο στην οποία καταλήγουμε και το φωτεινό διάστημα που το λέμε ζωή. Μακάρι σε αυτό το ενδιάμεσο φωτεινό διάστημα να είμαστε γόνιμοι, να γεννάμε έργα, παιδιά, όμορφες πράξεις. Καμιά φορά πρέπει να υπομείνουμε μια περίοδο αγονίας και αγωνίας, για να γεννήσουμε αμέσως μετά κάτι ίσως αξιοθαύμαστο, όπως συνέβη με τον Δημήτρη Δημητριάδη, ο οποίος όπως μας είπε έγραψε αυτό το εμβληματικό κείμενο μετά από πολλά χρόνια αγονίας, μέσα σε λίγες μόλις νύχτες. Αυτό είναι για εμένα μια αισιόδοξη σκέψη, μιας κ τέτοια έργα μένουν σαν κληρονομιά και για τις επόμενες γενιές, ξεπερνώντας τον αδίστακτο χρόνο και υπερβαίνοντας τη θνητότητά μας.   

Για το τέλος μια αδιάκοπη σπαργή λέξεων & κατηγορώ, από την οργή.

- Η «μεγάλη εικόνα»;

- Δεν ξέρω δυστυχώς ποια είναι η μεγάλη εικόνα. Μπορώ να δω μόνο θραύσματά της, στην Ελλάδα, την Ουκρανία, την Αμερική, τη Ρωσία, την Κίνα. Με πανδημίες, πολέμους, κρίσεις κλπ. Αναρωτιέμαι αν κι αυτός είναι ένας από τους ιστορικούς κύκλους που παράγει η ανθρωπότητα κι αν σύντομα θα ολοκληρωθεί, για να περάσουμε - επιτέλους - σε έναν καινούριο, με περισσότερο φως.

INFO:
Η παράσταση «Πεθαίνω σαν Χώρα» του Δ. Δημητριάδη συνεχίζεται στο BIOS από την Ομάδα KNOT σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού.
Ερμηνεύουν αλφαβητικά : Λίνα Κομνηνού, Συμεών Κωστάκογλου, Δήμητρα Νταντή, Αντώνης Σανιάνος, Αλίκη Στενού
Μουσικός επί σκηνής ο Νίκος Τουλιάτος

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Κείμενο: Δημήτρης Δημητριάδης
Σκηνοθεσία: Αλίκη Στενού
Μουσικός Επί Σκηνής (Κρουστά): Νίκος Τουλιάτος
Σύνθεση Ηλεκτρονικού Ηχοτοπίου: Τάκης Π.
Κοστούμια/Σκηνικά: Σοφία Παπαγεωργίου
Κατασκευή σκηνικών: Αρτοδυναμική Πέλλετ
Κίνηση: Λίνα Κομνηνού
Φωνητική Διδασκαλία: Γεωργία Κατσίβελου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Θωμάς Οικονομάκος
Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Νταντή
Φωτογραφίες/Trailer: Κωνσταντίνος Καρδακάρης
Πληροφορίες Παράστασης
Παραστάσεις: Από Τρίτη 3 Μαΐου έως Τρίτη 7 Ιουνίου
Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

Ειρήνη Λίτινα

ειδήσεις τώραπαράστασητέχνηθέατροθεατρική παράσταση