Θέατρο|21.01.2023 19:34

Ο Αμπιγιέρ: Μια παράσταση που δεν μιλά απλώς στο σήμερα, αλλά απαντά στο τώρα

Κατερίνα Πεσταματζόγλου

Ένα απόγευμα του 1942 ένας έμπειρος αλλά ξεπεσμένος Σαιξπηρικός ηθοποιός της επαρχίας, ο  αυτοαποκαλούμενος Σερ, δείχνει ανήμπορος να παίξει την προγραμματισμένη παράσταση του Βασιλιά Ληρ. Καταλυτική η παρουσία του Νόρμαν, του υπομονετικού αμπιγιέρ του, που με την επιμονή του αλλάζει τον ρου των γεγονότων.

Ο «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ είναι ένα αριστουργηματικό συγγραφικό πόνημα της βρετανικής δραματουργίας που αν και γραμμένο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, διατηρεί ορισμένα «βαρίδια» παλαιότερης γραφής. Δύο θα αναφέρω. Το πρώτο, ορισμένοι σχοινοτενείς μονόλογοι που από τη μία ξεχειλίζουν αξιοζήλευτο λυρισμό, αλλά απ’ την άλλη υστερούν ενίοτε σε θεατρικότητα, πράγμα που συνεπάγεται μια μικρή ατόνηση του ρυθμού.

Το δεύτερο «βαρίδι» είναι ο τρόπος που πλάθει ο συγγραφέας τους γυναικείους χαρακτήρες. Ασφαλώς πρόκειται για ένα two men show, αλλά μην ξεχνάμε ότι ήδη έχει «σκάσει» το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος κι έχει «βρέξει» για τα καλά ορισμένες συγγραφικές πένες στη Βρετανία (βλ. Caryl Churchill). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου αναλαμβάνεται για πρώτη φορά από μία γυναίκα (1979). Περισσότερα για τους γυναικείους ρόλους στη συνέχεια.

Για να μπείτε στο κλίμα της παράστασης, σκεφθείτε πάνω στη σκηνή έναν κόκκινο καναπέ, ένα μικρό μπουντουάρ και στον ξύλινο τοίχο πίσω, δύο ανισοϋψείς οριζόντιες ράβδους πάνω στις οποίες κρέμονται κοστούμια σε γήινους τόνους. Τα σκηνικά του Κέννυ Μακλέλαν εισάγουν τον θεατή στον κόσμο των παρασκηνίων, «αναδύοντας» τη μυρωδιά του ξύλου ανακατεμένη με λίγη σκόνη και ναφθαλίνη. Αυτό είναι το καμαρίνι του Σερ.

Για όσους θυμούνται το μεγάλο «σουξέ» του σκηνοθέτη Κώστα Γάκη «Ρωμαίος και Ιουλιέτα για δύο» μην περιμένουν αντίστοιχες ανατρεπτικές δραματουργικές προτάσεις ή εξωκειμενικές αναφορές όπως στον περσινό «Κατά Φαντασίαν Ασθενή» ή πολυεπίπεδα στησίματα όπως στον «Υπηρέτη Δύο Αφεντάδων» που έκανε με την Ομάδα Ιδέα. Αυτή τη φορά ο Κ. Γάκης αναπτύσσοντας έναν ήρεμο και γόνιμο διάλογο με το έργο, το παρουσιάζει μεστά, με ζωντάνια και ωραίο ρυθμό. Βασικό του εργαλείο, η λαγαρή μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα στην οποία υποβόσκει το βρετανικό φλέγμα χωρίς να χάνεται η αμεσότητα.

Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης ως Αμπιγιέρ που επωμίζεται με αυταπάρνηση την ανέλκυση του ναυαγισμένου ηθικού του Σερ, βαδίζει ερμηνευτικά επί ξυρού ακμής και καταφέρνει αυτό που λίγοι συνάδελφοί του έχουν πετύχει ως τώρα. Αποδίδει τον μυστηριώδη Νόρμαν απτά, φυσικά αλλά συγχρόνως υπαινικτικά αποφεύγοντας τις σχηματοποιήσεις. Καλομελετημένος ο χειρισμός των εξωγλωσσικών στοιχείων - ειδικά οι κινήσεις των χεριών.

Ακριβής και αληθινός ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης στις ψυχολογικές μεταπτώσεις του κενόδοξου Σερ. Η ερμηνεία του αναμφίβολα απογειώθηκε καθώς ενσάρκωνε τον Ληρ. 

Τον θίασο συμπληρώνουν δημιουργικά οι: Τζένη Κόλλια, Μάρω Παπαδοπούλου, Απόστολος Πελεκάνος, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Άγγελος Νεράντζης.

Ο Κ. Γάκης όποτε καταπιάνεται με σκηνές «θεάτρου εν θεάτρω», τις αποδίδει εμπνευσμένα. Την ώρα της παράστασης του Ληρ, ο σκηνικός χώρος μεταβάλλεται: ο τοίχος ανεβαίνει και ο Σερ μεταφέρεται πίσω όπου υποτίθεται πως είναι η σκηνή του επαρχιακού θεάτρου, ενώ ο Νόρμαν μένει μπροστά, πασχίζοντας να δημιουργήσει ηχητικά εφέ για την παράσταση. Αυτή η σκηνική αντιστροφή (υπο)φωτίζει τον αληθινό πρωταγωνιστή χάρη στον οποίον κινείται το σύστημα. Πολύ βοηθητικοί σ’ αυτό, οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα.

Το έργο επιτρέπει στον θεατή να κοιτάξει μέσα σ’ ένα καμαρίνι από την κλειδαρότρυπα. Σχέσεις εξουσίας, εκμετάλλευση, αλλά και αγάπη, ανθρωπιά, αφοσίωση, άρνηση παραίτησης παρά τις αντιξοότητες. Δε λείπουν οι ανατροπές και η δράση, ενώ παράλληλα βλέπουμε μια σταδιακή «απολέπιση» των προσώπων και των κινήτρων τους.

Παραπάνω έκανα νύξεις για το περιρρέον πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο πρωτοπαίχτηκε το έργο (1980) ώστε να διαβάσουμε υπό το ανάλογο πρίσμα τους γυναικείους χαρακτήρες.

Η Λαίδη (Μάρω Παπαδοπούλου), σύντροφος του Σερ, έχει αντιμετωπιστεί σκαιά από τους κριτικούς και υπονοείται πως έχει κερδίσει τους ρόλους της χάρη στον Σερ, ο οποίος την έχει βαρεθεί πλέον και παραπονιέται για τα κιλά της. Μια λεπτή απόχρωση αυτοεκτίμησης χρωματίζει το τέλος όπου η Λαίδη ως άλλη Σίρλεϊ Βαλεντάϊν αποφασίζει να εγκαταλείψει το θίασο.

Η αυστηρή Ματζ (Τζένη Κόλλια) είναι η μόνη γυναίκα που κατέχει οργανωτική θέση μέσα στο θέατρο. Η ομολογία της πως δεν είναι ευτυχισμένη αλλά παρόλα αυτά άξιζε τον κόπο η εικοσαετής θητεία της δίπλα στον Σερ, πριονίζει την ανεξαρτησία της, κι έτσι η δυναμική διευθύντρια καταβαραθρώνεται.

Η αριβίστρια ενζενί Αϊρίν (Αντριάνα Ανδρέοβιτς) προσπαθεί να σαγηνεύσει τον Σερ ώστε να διεκδικήσει μεγαλύτερο ρόλο. Η αθέμιτη τακτική της ψέγεται από τον Νόρμαν και της ξεκόβει τις επαφές με τον Σερ, έχοντας ως επιχείρημα ότι η Αϊρίν έχει συνάψει παράνομο δεσμό και στο παρελθόν.  

Εν κατακλείδι έχουμε τρεις περιπτώσεις οι οποίες ετεροκαθορίζονται από / σε σχέση με τον Σερ: μία γυναίκα που χαρακτηρίζεται παρηκμασμένη και αποσύρεται (Λαίδη), μια αποστραγγισμένη θηλυκότητα που έχει απεμποληθεί με σκοπό την αξιοπρεπή παραμονή στον ανδροκρατούμενο επαγγελματικό στίβο (Ματζ) και μία θηλυκή ικμάδα που πρέπει να περισταλεί ώστε να μην προκαλέσει (Αϊρίν).

Ασφαλώς οι συγγραφείς δεν είναι υποχρεωμένοι να εγκύπτουν πάνω από κάθε ιδεολογικό διακύβευμα της εποχής και να το σχολιάζουν (βλ. φεμινισμός). Ωστόσο κατέγραψα αυτήν την παρατήρηση όχι ως μομφή για τον έξοχο «Αμπιγιέρ», αλλά ως σύντομο σχόλιο πάνω στο πώς αντιμετωπίζεται (υπονομεύεται) η γυναίκα από τη μερίδα του λέοντος των θεατρικών (και όχι μόνο) έργων μέχρι και την πρόσφατη δεκαετία του ‘80.

Συμπληρωματικά σημειώνω ότι υπήρχαν και φωνές που δεν ακολουθούσαν τις ίδιες συγγραφικές ατραπούς - ανέφερα πριν ως παράδειγμα τη «Shirley Valentine» (W. Russell, 1986), και αξίζει να σημειώσω και το «Top Girls» (C. Churchill, 1982) – αν και πρόκειται για ελαφρώς μεταγενέστερα έργα. Στα εγχώρια, το «Ενυδρείο» του Κώστα Μουρσελά φέρνει με το ρόλο της Μάρθας ένα ασυνήθιστο μοντέλο γυναίκας στο θεατρικό προσκήνιο.

Γιατί να δει κανείς τον «Αμπιγιέρ»; Πρώτον γιατί είναι ένα βαρυσήμαντο έργο της βρετανικής δραματουργίας ανεβασμένο με σοβαρότητα και καλλιτεχνική αρτιότητα. Και δεύτερον γιατί υπογραμμίζει εύστοχα τη διφυΐα της θεατρικής τέχνης: από τη μία η σκηνική πράξη κι από την άλλη το κείμενο, η λογοτεχνία. Ο Νόρμαν, ένας απλός αμπιγιέρ, παίζει στα δάχτυλα τον Σαίξπηρ. Οι απαντήσεις και η στάση του απέναντι στα πράγματα ερείδονται στα έργα του.

Έτσι είναι, αφού το θέατρο διαμορφώνει συνειδήσεις και διαπλάθει χαρακτήρες. Ας δούμε τον Νόρμαν ως έναν άνθρωπο που το θέατρο διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες και κατ’ επέκταση, ας αναρωτηθούμε ποια είναι η συμβολή αυτής της πανάρχαιας μορφής τέχνης στην κοινωνία. Η παράσταση δεν μιλά απλώς στο σήμερα, αλλά απαντά στο τώρα και συγκεκριμένα στο πολυσυζητημένο Προεδρικό Διάταγμα 85/2022 που διαβάζεται στο τέλος πολλών παραστάσεων. Παρεμπιπτόντως, αν κάποιος από τους υπογράφοντες του διατάγματος θελήσει να γνωρίσει τον κόσμο του θεάτρου και τους ανθρώπους του, μπορεί να παρακολουθήσει για αρχή τη «μαθητική» παράσταση του «Αμπιγιέρ» στο θέατρο Τζένη Καρέζη. Θα του αρέσει.

ειδήσεις τώραηθοποιοίθεατρική παράσταση