Θέατρο|24.11.2025 16:30

Η παρεξηγημένη Ματσούκα ως ηθοποιός, η νοσταλγική «Αλεξάνδρεια» και το «Κέικ» που πέτυχε στο ψήσιμο

Άγγελος Γεραιουδάκης

Βρισκόμαστε στην καρδιά της θεατρικής σεζόν. Τα θέατρα γεμίζουν ασφυκτικά, τα περισσότερα sold out πριν καν προλάβεις να πεις «πάμε;», και δεν πέφτει καρφίτσα ούτε στα φουαγιέ ούτε στα θεωρεία. Ο κόσμος συζητάει, διαφωνεί, ενθουσιάζεται, αλλά κυρίως νοιάζεται. Νοιάζεται για όσα βλέπει, για όσα τον συγκινούν πάνω στη σκηνή, για τις ιστορίες που τον κοιτάζουν στα μάτια. 

Υπάρχουν έργα που κουβαλούν μαζί τους μια εποχή, σχεδόν σαν άρωμα. Τ' ανοίγεις και ξεχύνονται μπροστά σου πρόσωπα, ήχοι, κοινωνικές εντάσεις, νοοτροπίες που μοιάζουν παλιές αλλά αναγνωρίζεις ακόμη το αποτύπωμά τους γύρω σου. «Η Κόμισσα της Φάμπρικας» είναι ακριβώς αυτό. Ένα έργο βαθιά ελληνικό, με τη γλύκα και την αψάδα της προδικτατορικής Αθήνας — εργοστάσια σε αναβρασμό, αυλές γεμάτες ζωή, καφενεία που λειτουργούν σαν πολιτικά κελιά, ζαχαροπλαστεία που παρηγορούν και τμήματα που θυμίζουν ότι πάντα κάποιος φυλάει την τάξη.

Στο Embassy Theater, από Τετάρτη μέχρι Κυριακή, ο Σταμάτης Φασουλής συστήνει ξανά τη «Κόμισσα» σ' ένα κοινό που δεν έχει καμία διάθεση να δει «μουσειακό» θέατρο. Το ανέβασμα είναι μοντέρνο, ζωντανό, ευρηματικό, με εκείνη την χαρακτηριστική θεατρική φινέτσα που έχει αποδείξει πως κατέχει. Τα φωτεινά πλαίσια λειτουργούν άλλοτε σαν κάδρα και άλλοτε σαν παράθυρα προς μια άλλη εποχή. Τα σκηνικά αλλάζουν αβίαστα μορφή, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που πάλλεται χωρίς να χάνει ποτέ τη συνοχή του.

Και μέσα σε όλο αυτό, η Δήμητρα Ματσούκα. Η πιο άδικα παρεξηγημένη ηθοποιός της γενιάς της — ναι, για κάποιους το φάντασμα του «Κύριε Μάνο…» παραμένει ακόμη πεισματικά ζωντανό. Μα εδώ, στη «Κόμισσα», η Δήμητρα Ματσούκα δείχνει για ακόμα μια φορά πόσο άστοχο υπήρξε αυτό το παλιό στερεότυπο. Είναι χαριτωμένη, θηλυκή, λεπτεπίλεπτη αλλά και στέρεη, με μέτρο και ωριμότητα. Δεν επιδεικνύει τον ρόλο, αλλά τον υπηρετεί. Και αυτό είναι σπουδαίο.

Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, στο πλευρό της, ενσαρκώνει έναν αστυφύλακα που δεν είναι καρικατούρα της εποχής αλλά ένας άντρας εγκλωβισμένος ανάμεσα στον κοινωνικό του ρόλο και τα συναισθήματά του. Μαζί δημιουργούν ένα δίπολο ισορροπημένο. Εκείνος σκληρός, εκείνη παιχνιδιάρα, δυο κόσμοι που φυσικά βρίσκουν το σημείο ένωσής τους.

Το έργο διατηρεί τον πολιτικό του παλμό — αριστεροί και δεξιοί, πλούσιοι και φτωχοί, εργάτες και κυρίες του καλού κόσμου, όλοι στο ίδιο καλειδοσκόπιο. Η κοινωνική ματιά παραμένει επίκαιρη, σχεδόν ανησυχητικά. Οι ήχοι, οι φωτισμοί, η μουσική της παράστασης συνεργάζονται για να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον που δεν αναπαριστά απλώς μια εποχή, αλλά την ξαναζωντανεύει.

Η «Κόμισσα της Φάμπρικας» είναι ένα έργο που ξανασυστήνεται με φρέσκια πνοή χωρίς να προδίδει την καταγωγή του. Η θεατρική διασκευή του Σταμάτη Φασουλή βασίζεται στην ομώνυμη ελληνική ταινία του 1969, σε σενάριο των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη και σκηνοθεσία του Ντίμη Δαδήρα. Πρόκειται για μια από τις χαρακτηριστικές κοινωνικές κωμωδίες της εποχής, που ισορροπούν ανάμεσα στο λαϊκό χιούμορ και το κοινωνικό σχόλιο.

Ο έρωτας και ο θάνατος συναντιούνται στο ίδιο σημείο

Αν η «Κόμισσα» μυρίζει Ελλάδα των 60s, η «Αλεξάνδρεια» μυρίζει Ανατολή. Μια πόλη που βράζει και ανασαίνει, που μυρίζει μπαχάρι και θαλασσινό νερό, που φιλοξενεί Χριστιανούς, Εβραίους, Άραβες, Έλληνες και Ευρωπαίους σε μια αρμονική βαβέλ. Στα στενά σοκάκια της κυκλοφορούν έρωτες, εμπορεύματα, ψίθυροι και πολιτικές φήμες που φουντώνουν σαν σπίθες καλοκαιρινού ανέμου. Στο φόντο των μεγάλων ανατροπών γεννιέται ένας έρωτας απρόσμενος. Ενας έρωτας που μοιάζει να μην υπακούει ούτε σε εποχές ούτε σε σύνορα. Σε αυτή την Αλεξάνδρεια μάς μεταφέρει η ομώνυμη παράσταση του Φωκά Ευαγγελινού στο Θέατρο Παλλάς από Τετάρτη μέχρι Κυριακή. Ενας θεατρικός κόσμος, βασισμένος στο πρωτότυπο κείμενο της Ζέτης Φίτσιου

Η Άννα Μάσχα είναι ιδανική ως η ώριμη Άννα, η γυναίκα που κουβαλά μέσα της ολόκληρη την Αλεξάνδρεια, με τα μυστικά και τις πληγές της. Η ερμηνεία της είναι βαθιά, καθαρή και αισθαντική. Στέκει στη σκηνή με την ηρεμία κάποιου που έχει περάσει από πολλές φωτιές και έχει μάθει πια πώς να τις κοιτά χωρίς να καεί. Με το ιδιαίτερο ηχόχρωμά της —σταθερό, βελούδινο, σχεδόν υπνωτιστικό— γίνεται η ραχοκοκαλιά της παράστασης. Συνοψίζει τη μνήμη της πόλης, σαν να τη μεταφέρει με τα χέρια της από εποχή σε εποχή.

Συγκλονιστικές είναι οι δύο στιγμές όπου εκφωνεί Καβάφη: το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» και το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον». Δεν τα απαγγέλλει. Τα ανασαίνει. Οι στίχοι της πέφτουν στο πάτωμα σαν ψίχουλα φωτός, σαν να ζητούν από τους θεατές να τ' ακολουθήσουν για να βρουν τον δρόμο της ίδιας της πόλης. Η Άννα Μάσχα αποδίδει μια ηρωίδα που μοιάζει να κρατά ένα τριαντάφυλλο από τη λάθος πλευρά. Την πληγώνουν τα αγκάθια, αλλά το άρωμά του την κρατά ζωντανή. Για την Άννα της, αυτή είναι η Αλεξάνδρεια. Η πληγή της και η χαρά της στον ίδιο βαθμό.

Κι αν η Μάσχα είναι η μνήμη, η Εριέττα Μανούρη είναι ο παλμός. Η ζωντανή, ανεμπόδιστη πρώτη ανάσα της ηρωίδας. Η νεαρή Άννα της έχει μια καθαρότητα και μια φωτεινότητα που σε αφοπλίζει. Είναι το βλέμμα της που παλεύει να καταλάβει τον κόσμο και την ίδια στιγμή να τον ζήσει. Η ηθοποιός ερμηνεύει την Άννα πριν από τις πληγές. Μια Άννα που ακόμη πιστεύει, ακόμη ελπίζει, ακόμη τολμά χωρίς φόβο. Ακόμη και ο πόνος της έρχεται σαν αποκάλυψη, όχι σαν παραίτηση. Οι φωνητικές της ικανότητες αναδεικνύονται εντυπωσιακά, δίνοντας στα μουσικά μέρη έναν τόνο σχεδόν εξομολογητικό, σαν να τραγουδά για πρώτη φορά αυτά που σε λίγο θα θυμάται για πάντα. Η παρουσία της στη σκηνή είναι καθαρή σαν πρωινό φως.

Από την άλλη, ο Ιωάννης Παπαζήσης, στον ρόλο του Άγγλου στρατιωτικού, είναι η ανατροπή που περίμενε η ιστορία. Αντιπαθητικός, ψυχρός, σχεδόν απειλητικός, εισβάλλει σαν ξένο σώμα σε μια πόλη που δεν τον θέλει και εκείνος δεν το ξεχνά. Η παρουσία του πυροδοτεί τη σύγκρουση, θολώνει τον έρωτα, φουντώνει τις εντάσεις. Είναι ένας χαρακτήρας που δεν επιδιώκει τη συμπάθεια αλλά τη δραματουργική ακρίβεια. Και την πετυχαίνει απόλυτα.

Η σκηνογραφία και οι προβολές, μέσω τεχνητής νοημοσύνης, είναι ίσως το πιο καθηλωτικό στοιχείο της παράστασης, καθώς αναπαραστούν με ακρίβεια την εποχή εκείνη. Η Αλεξάνδρεια μοιάζει να ζωντανεύει μπροστά μας. Και στη μέση της σκηνής ένα τεράστιο γυναικείο άγαλμα. Η αιώνια κοιμωμένη. Σχεδόν υπερβατική παρουσία, σαν θεά που παρατηρεί τους ανθρώπους να ερωτεύονται, να πολεμούν, να καταρρέουν. Δεν ταράζεται. Δεν αλλάζει. Μόνο βλέπει. 

Ο Φωκάς Ευαγγελινός υπογράφει μια σκηνοθεσία μεγάλης δεξιοτεχνίας. Πειθαρχημένη αλλά όχι άκαμπτη. Ακριβής αλλά ποτέ ψυχρή. Οι εικόνες ενώνονται σαν καρέ ταινίας, οι κινήσεις έχουν μαθηματική ακρίβεια, οι μεταβάσεις είναι καθαρές και ρυθμικές. Το κείμενο της Ζέτης Φίτσιου είναι τρυφερό και σκληρό, ποιητικό αλλά πάντα θεατρικό. Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα ντύνει την παράσταση με μια νοσταλγική ζεστασιά, ενώ οι στίχοι του Άρη Δαβαράκη λειτουργούν σαν ψίθυρος πάνω από την πόλη, σαν αναπνοή. 

Ο θεατής φεύγει από το θέατρο σαν να έχει ταξιδέψει, σαν να έχει ζήσει κάτι παλιό και νέο ταυτόχρονα. Και κυρίως, σαν να έχει περπατήσει για λίγο στις ίδιες γειτονιές που περπάτησε κι εκείνος. Ο ΚαβάφηςΗ Αλεξανδρινή φωνή που υπενθυμίζει πως η πόλη, όποια πόλη, δεν μας εγκαταλείπει ποτέ, αλλά την κουβαλάμε μέσα μας.

Η σκοτεινή πλευρά της αστικής συνύπαρξης

Από την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, περνάμε στο διαμέρισμα μιας ελληνικής πολυκατοικίας, στο θέατρο Εμπορικόν, από Τετάρτη μέχρι Κυριακή. Ο διαχειριστής μιας παλιάς αθηναϊκής πολυκατοικίας ετοιμάζει ένα κέικ για την κόρη του, που επιστρέφει από το εξωτερικό. Μέσα στην κουζίνα του, καθώς η ζύμη φουσκώνει και το άρωμα του φούρνου απλώνεται στο σπίτι, η καθημερινότητα αποκτά για λίγο μια γλύκα που μοιάζει με μικρή υπόσχεση. Ακόμη και οι πιο ταραγμένες ημέρες βρίσκουν τελικά τον τρόπο να ηρεμούν.

Την ίδια στιγμή, η είσοδος της πολυκατοικίας αναστατώνεται από ένα παράπονο. Κάποιος ρίχνει τα σκουπίδια του στο προαύλιο. Ο διαχειριστής καλεί τρεις ενοίκους για να συζητήσουν το ζήτημα. Πρώτη φτάνει μια νευρική συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων, γεμάτη αποφασιστικότητα και υποψίες. Θεωρεί σχεδόν δεδομένο πως ο υπαίτιος είναι ο αλλοδαπός του πρώτου ορόφου. Ακολουθεί ο Μπάμπης, ο ένοικος του δεύτερου, βέβαιος για την ίδια ακριβώς εκδοχή. Τελευταίος εμφανίζεται ο Ακμπάρ, που αντιμετωπίζει τη συζήτηση με αμηχανία και επιμονή στη δική του αλήθεια.

Η πολυκατοικία λειτουργεί σαν μικρόκοσμος, κι εκεί ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης οργανώνει, με τη γνώριμη καθαρότητα της γραφής του, τα μικρά και τα μεγάλα ζητήματα μιας κοινωνίας που συχνά παλινδρομεί ανάμεσα στην κατανόηση και στην καχυποψία. Ο συγγραφέας, με το αιχμηρό του πνεύμα, δημιουργεί από ένα καθημερινό περιστατικό μια ιστορία που αποκαλύπτει στάσεις ζωής, νοοτροπίες και φόβους. Το έργο γράφτηκε το 2013 ως σύντομο μονόπρακτο στο πλαίσιο των «24 hours plays». Στη συνέχεια αναπτύχθηκε σε ολοκληρωμένη θεατρική μορφή και παρουσιάστηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 2014, όπου αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς επί δύο σεζόν.

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο μια ασήμαντη αφορμή ανασύρει βαθύτερες εντάσεις. Μέσα από την προσπάθεια να εντοπιστεί ο ένοχος, ξεπροβάλλουν προκαταλήψεις, φόβοι και στερεότυπα. Η προχειρότητα με την οποία κάποιοι στοχοποιούν τον «Ακμπάρ» φωτίζει τον μηχανισμό μιας κοινωνίας που συχνά υψώνει τείχη αντί να ανοίγει δίαυλους επικοινωνίας. Στις συζητήσεις των ενοίκων εμφανίζεται ένα μείγμα από ανασφάλεια, προβολή, ανάγκη για αποδιοπομπαίο τράγο, αλλά και η βαθύτερη επιθυμία τους ν' ακουστούν και να συνδεθούν. Ο ρατσισμός, η ομοφοβία, ο φόβος για κάθε τι ξένο ή διαφορετικό αναδύονται σταδιακά, όχι ως καταγγελία, αλλά ως αποτύπωση μιας εποχής που αναζητά ακόμη το θάρρος της συμπερίληψης.

Ο Ερρίκος Λίτσης δίνει έναν διαχειριστή ψύχραιμο, δίκαιο, χαμηλών τόνων, έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες και τελικά λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος. Ο Γιάννης Λεάκος παρουσιάζει έναν ευερέθιστο ένοικο, βαθιά εγκλωβισμένο στις δικές του φοβίες, αλλά με μια ρωγμή που στα κρίσιμα σημεία αποκαλύπτει την αλήθεια του. Η Φαίδρα Δρούκα ερμηνεύει την καλλιτέχνιδα με τρυφερή ειρωνεία και ευαισθησία· μια γυναίκα που παλεύει με την ανασφάλεια, αλλά αντιστέκεται από ένστικτο στη σκληρότητα. Ο Προμηθέας Νεραττίνι Δοκιμάκης δίνει στον Ακμπάρ μια ελαφριά κωμικότητα, που λειτουργεί ως αντίβαρο στη μοναχική του θέση. Πολλές φορές θυμίζει κάτι από τη στοργική ειρωνεία του Χάρρυ Κλυνν.

Ο Θανάσης Ζερίτης σκηνοθετεί με την εμπειρία ενός ανθρώπου που γνωρίζει καλά τα νεοελληνικά κείμενα και την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό. Στήνει καθαρά πορτρέτα και επιτρέπει στις σιωπές να λειτουργήσουν σαν στιγμές αποκάλυψης. Με ακρίβεια στον ρυθμό και στην ένταση, δημιουργεί μια παράσταση που κινείται με φυσικότητα από την ελαφρότητα στην αμηχανία και από εκεί στη συγκίνηση. Η κίνηση του Πάνου Τοψίδη δίνει στα σώματα μια σχεδόν χορευτική αλληλεπίδραση, που αποτυπώνει την προσπάθεια των προσώπων να συνυπάρξουν. Την πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια υπογράφει και ερμηνεύει ο Σπύρος Γραμμένος

Η παράσταση, με ευαισθησία και ανθρωπιά, υπενθυμίζει πως καμιά κοινωνία δεν προχωρά όταν επιμένει στη διαίρεση. Προχωρά όταν αφήνει χώρο για κατανόηση. Κι αυτή η κατανόηση, όπως και το κέικ του διαχειριστή, χρειάζεται χρόνο, προσοχή και λίγη ζεστασιά.

Δήμητρα ΜατσούκαΦωκάς ΕυαγγελινόςΠαλλάςΑλεξάνδρειαΓιώργος ΠυρπασόπουλοςΦαίδρα Δρούκα