Πάρις Παρασκευάδης στο ethnos.gr: Προσπαθώ να ζήσω το «τώρα» αγνοώντας το τικ-τικ του ρολογιού
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΗ συζήτηση με τον Πάρι Παρασκευάδη ξεκινά απ' όσα αλλάζουν όσο μεγαλώνουμε. Τις σχέσεις, τη σημασία της επικοινωνίας, τη δυσκολία – αλλά και την ανάγκη – να εκφράζουμε όσα μας απασχολούν. Είναι μια στάση ζωής που αντανακλάται και στην καλλιτεχνική του πορεία. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, κουβαλά από νωρίς μέσα του δύο αγάπες ισότιμες, το θέατρο και το τραγούδι. Το δεύτερο, όπως λέει, τον «κυνηγούσε» από παιδί.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στο Εθνικό κατάλαβε πως αυτή η φωνή δεν θα σωπάσει αν δεν της δώσει χώρο. Έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, πήρε τη μεγάλη απόφαση και βρέθηκε στο Λονδίνο. Στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ένιωσε πως είχε φτάσει εκεί που ανήκε. Το απαιτητικό και εντατικό μεταπτυχιακό στο μιούζικαλ, με καθηγητές ενεργούς στο West End και ανθρώπους απ' όλον τον κόσμο, αποτελεί για τον ίδιο μια εμπειρία ζωής και έναν σταθμό για τον οποίο μιλά με περηφάνια.
Πέρα από τη δουλειά, τον γεμίζουν οι φίλοι, οι βόλτες στη φύση, τα αυθόρμητα ταξίδια, το σινεμά, οι συναυλίες, τα επιτραπέζια παιχνίδια. Και το πιο «τρελό» του όνειρο είναι τελικά το πιο απλό και βαθιά ανθρώπινο. Να έχει πάντα κοντά του, την οικογένεια και τους ανθρώπους που αγαπά, να μοιράζεται μαζί τους στιγμές.
Αυτή την περίοδο, όλα αυτά συναντιούνται ιδανικά στο «Tick, Tick… Boom!», το εκρηκτικό και βαθιά ανθρώπινο ροκ μιούζικαλ του Τζόναθαν Λάρσον, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία της Έμιλυς Λουίζου. Ένα έργο-ύμνος στη νεανική αγωνία, στον φόβο του χρόνου που περνά και στα όνειρα που επιμένουν. Μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026, ο Πάρις Παρασκευάδης μαζί με άλλους δύο ταλαντούχους ηθοποιούς (Αργύρης Λάμπρου, Δανάη Βασιλοπούλου) ζωντανεύουν δέκα ήρωες, δεκατέσσερα τραγούδια και μια ιστορία που θυμίζει πως, όσο κι αν μας κυνηγά ο χρόνος, η ζωή αξίζει να συνεχίζεται με μουσική. Και ίσως, με λίγη περισσότερη αλήθεια.
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε περισσότερο στον κόσμο του Tick, Tick… Boom! και στον χαρακτήρα που υποδύεστε;
Η ιστορία. Το «Tick, Tick… Boom!» είναι ένα μιούζικαλ που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα κι αυτό κάνει την ιστορία του ιδιαίτερα ειλικρινή και αφιλτράριστη. Βλέπουμε τη ζωή ενός νέου δημιουργού μιούζικαλ που προσπαθεί να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα στη Νέα Υόρκη του 1990. Γνωρίζοντας την τεράστια επιτυχία του Rent, είναι ενδιαφέρον πως μέσα από το «Tick, Tick… Boom!», βλέπουμε όλη αυτήν τη δύσκολη και περιπετειώδη διαδρομή που οδήγησε τον Τζόναθαν Λάρσον στην επιτυχία. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο χαρακτήρας του Τζον είναι σαν ένας παρουσιαστής μιας εκπομπής με θέμα την ίδια τη ζωή του. Ακούμε συνεχώς τις σκέψεις του και την αβίαστη αλήθεια του, χωρίς δεύτερες σκέψεις κι αναστολές. Το κοινό του Τζον είναι ο ίδιος του εαυτός. Καθώς η ιστορία του ξετυλίγεται από το παρελθόν προς το παρόν, ο χρόνος κάποιες φορές παγώνει κι ο Τζον σχολιάζει στιγμές από τη ζωή του ή μοιάζει να κατευθύνει την πλοκή της ιστορίας και το τι θα πουν ή θα κάνουν οι άνθρωποι γύρω του μιας κι ότι συμβαίνει το έχει ήδη ζήσει.
Αναγνωρίσατε σ' εκείνον κομμάτια από τη δική σας ζωή;
Ναι, το άγχος και τις ανησυχίες ενός νέου ανθρώπου που προσπαθεί ν' ακολουθήσει το όνειρό του. Αλλά και το λάθος που κάνει κάποιες φορές, ενώ είναι αφοσιωμένος στους στόχους του, ν' αφήνει το χρόνο να κυλήσει χωρίς να είναι πραγματικά παρών στις απλές καθημερινές στιγμές με τους ανθρώπους που μετρούν πραγματικά στη ζωή του.
Εσείς πώς διαχειρίζεστε την πίεση του χρόνου;
Δεν τα πάω και πολύ καλά με τον χρόνο, δε φοράω ρολόι ούτε έχω κρεμάσει ρολόι στον τοίχο. Παρόλα αυτά νιώθω πως η αίσθηση του χρόνου και της αντίστροφης μέτρησης είναι πάντα τριγύρω μου ακόμα και χωρίς ρολόγια. Ωστόσο, προσπαθώ να ζήσω το «τώρα» αγνοώντας το τικ-τικ του ρολογιού. Δεν το καταφέρνω πάντα αλλά το προσπαθώ. Παλιότερα αγχωνόμουν πιο πολύ με τον χρόνο και με το πότε θα πραγματοποιήσω τους στόχους μου. Πλέον, εστιάζω πιο πολύ στο να τους πραγματοποιήσω -για αρχή.
Πώς θα περιγράφατε τη συνεργασία σας με τους Αργύρη Λάμπρου και Δανάη Βασιλοπούλου, αλλά και με τη σκηνοθέτρια Έμιλυ Λουίζου;
Νιώθω απίστευτα τυχερός που συναντιόμαστε με τον Αργύρη και τη Δανάη πάνω στη σκηνή, δύο πολύ χαρισματικούς ηθοποιούς και τραγουδιστές. Η διαδικασία των προβών ήταν ιδιαίτερα δημιουργική και ευχάριστη παρά τις δυσκολίες και την κούραση μιας και πάντα ένιωθα πως είμαστε μια δεμένη ομάδα με κοινούς στόχους και αγάπη για τη δουλειά κι αυτό έκανε τα πράγματα πιο εύκολα.
Φυσικά δε θα μπορούσα να έχω γνωρίσει τον Αργύρη και τη Δανάη χωρίς την Έμιλυ. Η Έμιλυ δημιούργησε μια πολύ δυνατή ομάδα κι αυτό φάνηκε από την πρώτη κιόλας ανάγνωση του έργου! Είναι μια μεθοδική σκηνοθέτρια και από την αρχή με καθοδήγησε με ακρίβεια έχοντας δημιουργήσει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο μέσα στο οποίο αισθάνθηκα δημιουργικός και ελεύθερος. Επίσης, ίσως είναι η πρώτη φορά που πλησιάζοντας στην πρεμιέρα ένιωσα πιο έτοιμος από ποτέ και αυτό οφείλεται σίγουρα στον τρόπο με τον οποίο δουλέψαμε με την Έμιλυ.
Το έργο μιλάει για τα όνειρα που δεν σβήνουν, ακόμη κι όταν όλα γύρω μοιάζουν αβέβαια. Ποια είναι τα δικά σας κι αν αυτά έχουν αλλάξει μεγαλώνοντας;
Δεν νομίζω ότι τα όνειρά μου έχουν αλλάξει μεγαλώνοντας. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο τα προσεγγίζω. Καθώς μεγαλώνω προσπαθώ να είμαι πιο μεθοδικός, υπομονετικός και συνεπής σε αυτήν μου την προσπάθεια. Σε αυτό το ταξίδι υπάρχουν πολλές δυσκολίες που θα σε κάνουν να θες να τα παρατήσεις, αλλά όλο αυτό είναι μέρος της διαδικασίας. Το σημαντικό είναι πως κάθε καινούρια μέρα είναι μια νέα ευκαιρία για να κάνεις άλλο ένα βήμα πιο κοντά στα όνειρά σου. Από μικρός το όνειρό μου ήταν να ασχοληθώ με το θέατρο και το τραγούδι. Ξεκίνησα με το θέατρο, σπουδάζοντάς το κι αργότερα πραγματοποίησα ένα ακόμη όνειρό μου να σπουδάσω μιούζικαλ στο Λονδίνο. Πλέον, το όνειρό μου είναι να εξελίσσομαι συνεχώς και να «υπάρχω» σε όλο και πιο δημιουργικές συνθήκες, σε δουλειές που με εκφράζουν αληθινά χωρίς να νιώθω ότι απλά υπηρετώ το δημιουργικό όραμα κάποιου άλλου.
Η μουσική του Λάρσον έχει αυτή την ωμή, ακατέργαστη ροκ ενέργεια. Χρειάστηκε να προσαρμόσετε τη φωνητική σας τεχνική ή το στυλ σας για τις ανάγκες της παράστασης;
Είμαι αρκετά τυχερός γιατί τα πρώτα ακούσματά μου, είναι κυρίως ποπ και ροκ και είναι πολύ κοντά στο ύφος της μουσικής του Λάρσον. Οπότε, δεν χρειάστηκε να προσαρμόσω την τεχνική μου στο τραγούδι. Αντίθετα, ένιωσα αρκετά ελεύθερος και οικείος με τη μουσική του Λάρσον. Το «Rent» του Λάρσον ήταν μάλιστα από τα πρώτα μιούζικαλ που άκουσα ποτέ και είμαι πολύ τυχερός γι’ αυτό. Στο σχολείο μου, στο Γυμνάσιο, ο δάσκαλος της μουσικής αφιέρωσε κάποια μαθήματα στο μιούζικαλ βάζοντάς μας να δούμε κάποιες μαγνητοσκοπημένες παραγωγές γνωστών μιούζικαλ. Έτσι ένα από αυτά ήταν και το «Rent» που τότε είχε μόλις κυκλοφορήσει σε DVD. Από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε και με συγκίνησε και φυσικά κόλλησα με όλα τα τραγούδια του Rent.
Έχετε αποφοιτήσει τη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Πόσο θεωρείτε ότι επηρέασε τις επαγγελματικές ευκαιρίες και την εξέλιξή σας;
Μετά την αποφοίτησή μου είχα κάποιες προτάσεις που προέκυψαν από σκηνοθέτες και casting directors που παρακολούθησαν τις τελικές μας εξετάσεις. Έτσι καλέστηκα σε κάποια casting και βρήκα την πρώτη μου δουλειά που ήταν στην τηλεόραση. Το Εθνικό σίγουρα είναι μια αναγνωρίσιμη δραματική σχολή και μπορεί να λειτουργήσει σαν μια αρχική ώθηση αλλά αυτό δεν κρατάει για πάντα. Μεγαλύτερη σημασία έχει το πώς και πόσο θα το κυνηγήσεις εσύ μετά, στέλνοντας το βιογραφικό σου παντού, πηγαίνοντας σε ακροάσεις και κάνοντας αισθητή την παρουσία σου στο χώρο. Αυτό είναι κάτι που το κάνεις καθαρά μόνος σου.
Έχοντας εμπειρία από το εξωτερικό, πώς βλέπετε την εξέλιξη των μιούζικαλ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια; Έχει δημιουργηθεί πλέον ένα πραγματικό κοινό;
Στην Ελλάδα βλέπουμε ολοένα και περισσότερες παραγωγές μιούζικαλ αλλά και νέα πρωτότυπα ελληνικά μιούζικαλ κάτι που βρίσκω αρκετά συγκινητικό. Πιστεύω πως έχει γίνει η αρχή για ένα νέο κύμα πρωτότυπου ελληνικού μιούζικαλ. Και αντιστοίχως νιώθω ότι παράλληλα μεγαλώνει και το κοινό που αναζητά τέτοιου είδους παραστάσεις. Έτσι, λόγω της ανοδικής παρουσίας του μιούζικαλ στα θέατρα, το κοινό που τα παρακολουθεί μεγαλώνει, μαθαίνει, εξελίσσεται και γίνεται ένα κοινό με όλο και υψηλότερες απαιτήσεις.
Νιώθετε ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν πλέον τις απαιτούμενες δεξιότητες για υψηλού επιπέδου μιούζικαλ;
Δεν θεωρώ ότι όλοι έχουν τις ικανότητες για να υπάρξουν σε μια συνθήκη μιας παράστασης μιούζικαλ. Το μιούζικαλ έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις. Καλείσαι να παίξεις, να τραγουδήσεις και σε κάποια μιούζικαλ να χορέψεις (λιγότερο ή περισσότερο). Ο χορός και το τραγούδι είναι πράγματα καθαρά αντικειμενικά. Κάποιος ή θα μπορεί να κάνει πιρουέτες ή δεν θα μπορεί. Ή θα μπορεί να τραγουδήσει μια συγκεκριμένη νότα ή δεν θα μπορεί. Οπότε αυτές οι προϋποθέσεις θεωρώ ότι κάνουν κάπως πιο δύσκολο το συγκεκριμένο είδος γιατί ακριβώς υπάρχουν αυτές οι συγκεκριμένες προδιαγραφές που δεν είναι υποκειμενικές και έρχονται να συμπληρώσουν επιπροσθέτως τις υποκριτικές απαιτήσεις ενός ρόλου. Κατ’ επέκταση, αυτό μειώνει το σύνολο των ανθρώπων που έχουν την ικανότητα να ανταπεξέλθουν σε αυτό.
Βρισκόμαστε σε περίοδο Χριστουγέννων. Τι σημαίνουν για σας; Είναι γιορτή, ξεκούραση, νοσταλγία ή κάτι άλλο;
Είναι και γιορτή και ξεκούραση και νοσταλγία! Στο μυαλό μου έρχονται διάφορα: βόλτες και εκδρομές στο βουνό, χιόνι (αν είμαστε τυχεροί), φαγητό με καλή παρέα, eggnog με τη φίλη μου τη Βίλμα, αλλά το πιο σημαντικό, είναι ότι υπάρχει αυτή η καλή «δικαιολογία» να βρεθείς με τους ανθρώπους που αγαπάς και να περάσεις χρόνο μαζί τους.
Ποια είναι η πιο έντονη χριστουγεννιάτικη ανάμνηση που έχετε από τα παιδικά σας χρόνια και ποιο ήταν το καλύτερο δώρο που λάβατε ποτέ μικρός;
Θυμάμαι μια χρονιά που είχε ρίξει εξωφρενικά πολύ χιόνι στο πατρικό μου σπίτι, που όταν ανοίξαμε τις μπαλκονόπορτες, το χιόνι ήταν στο ίδιο ύψος με το τοιχίο του μπαλκονιού! Σαν κάποιος να το είχε ισιώσει με το χέρι του. Και μετά οι βόλτες γύρω από το σπίτι στο λευκό χιονισμένο τοπίο. Το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο ίσως ήταν ένα ταξίδι στον αγαπημένο μου θείο στη Νότια Αφρική που εκεί τα Χριστούγεννα είναι καλοκαίρι και είναι τέλεια.
Έχετε κάποιο χριστουγεννιάτικο έθιμο που κρατάτε ακόμη και σήμερα;
Κάθε χρονιά η μαμά μιας συμμαθήτριάς μου από το σχολείο της, μας καλεί για ένα εορταστικό τραπέζι στη γιορτή της, ανήμερα των Χριστουγέννων, και είναι μια πολύ όμορφη στιγμή που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο ανελλιπώς.