Σαν Σήμερα|16.10.2022 07:55

Εκτελούνται οι Ναζί εγκληματίες πολέμου – Σοβιετικός περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις τελευταίες στιγμές τους στην αγχόνη

Newsroom

Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 16 Οκτωβρίου του 1945 όταν οι ναζί εγκληματίες πολέμου που αιματοκύλησαν τον κόσμο κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αφήνουν την τελευταία λερή πνοή τους στην αγχόνη.

Οι τελευταίες στιγμές των αξιωματούχων των Ναζί, καταγράφηκαν από τον σοβιετικό δημοσιογράφο του πρακτορείου Τας, Μπόρις Αφανάσιεφ. Ο Αφανάσιεφ ήταν ένας από τους λίγους που είχαν κληθεί να είναι παρόντες στην εκτέλεση των καταδικασθέντων σε θάνατο στη Δίκη Της Νυρεμβέργης.

Ο σοβιετικός δημοσιογράφος γράφει: «Βρισκόμουν στο Βερολίνο, όταν το πρωί της 14ης Οκτωβρίου 1946 πήρα εντολή να φύγω αμέσως για τη Νυρεμβέργη, ώστε να παρακολουθήσω την εκτέλεση των ναζιστών εγκληματιών πολέμου. Την επομένη κιόλας είχα φτάσει στον προορισμό μου και αμέσως ήρθα σε επαφή με ξένους συναδέλφους που είχαν κληθεί και αυτοί να παραστούν στο φινάλε της δίκης».

Στις 15 Οκτωβρίου του 1946, ώρα 8:00 το βράδυ μπήκα στα δωμάτια της φυλακής, όπου κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας οι κατηγορούμενοι συνομιλούσαν με τους συνηγόρους τους. Εκεί, στον ίδιο χώρο οι μελλοθάνατοι κατάδικοι συναντήθηκαν για τελευταία φορά με τους συγγενείς τους».

«Δεν θα κοιμόταν για πολύ σε εκείνο το κρεβάτι»

Ο σοβιετικός ρεπόρτερ στη συνέχεια περιγράφει τη φυλακή, τα κελιά, όπως τους τα περιέγραψε και τους ξενάγησε στους χώρους ο αμερικανός συνταγματάρχης Άντριους. Ο Μπόρις Αφανάσιεφ ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που είδαν για τελευταία φορά ζωντανούς τους 11 ναζί θανατοποινίτες, που επρόκειτο να εκτελεστούν την επομένη ημέρα. Γράφει: «Ο πρώτος που είδα στο κελί του ήταν ο Κάιτελ· τακτοποιούσε ήρεμος στο κρεβάτι του ισιάζοντας τις πτυχές της κουβέρτας. Σίγουρα δεν ήξερε πως αυτή τη νύχτα δεν θα κοιμόταν για πολύ σε εκείνο το κρεβάτι. το διπλανό κελί ήταν του Ρίμπεντροπ· καθισμένος κάτω από το παράθυρο και λουσμένος στο φως του προβολέα, ο πρώην υπουργός των Εξωτερικών συνομιλούσε με έναν ιερέα. Κρατούσε τη συνηθισμένη του στάση, με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς τα πίσω. Ο Γιόντλ καθισμένος στο τραπέζι, κάτι έγραφε βιαστικά. Ο Γκέρινγκ, ο Ρόζεμπεργκ και ο Στράιχερ κοιμόντουσαν ενώ ο Φρικ και ο Καλτενμπρούνερ, διάβαζαν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Ο Ζάουκελ γυρόφερνε νευρικά στο κελί του, ο Φρανκ καθισμένος στο τραπέζι κάπνιζε ένα πούρο και ο Ζάις Ίνκαρτ ετοιμαζόταν να πλαγιάσει».

«Μέχρι τότε φανταζόμουν την αγχόνη σαν μία απλή κατασκευή»

Και ο Αφανάσιεφ συνεχίζει περιγράφοντας τον παγερό χώρο της εκτέλεσης: «Ήταν ένα μεγάλο παράπηγμα με κλειστα παράθυρα, που μέχρι τότε το χρησιμοποιούσαν σαν γυμναστήριο για τους κρατούμενους. αντικρίσαμε κάτι ογκώδεις κατασκευές: ήταν οι αγχόνες! Μέχρι τότε φανταζόμουν την αγχόνη σαν μία απλή κατασκευή: δύο ξύλινα δοκάρια που συνδέονταν με μία τραβέρσα. Μα τώρα έβλεπα πως είναι κάτι φοβερό και πολύ πιο περίπλοκο. Η αμερικανική διοίκηση είχε διατάξει να στηθούν τρία ικριώματα, τα δύο για τις εκτελέσεις και το τρίτο ως εφεδρικό. Το ικρίωμα ήταν μία ψηλή τετραγωνική εξέδρα με 12 πλατιά σκαλοπάτια. Πάνω στην εξέδρα υψώνονταν δύο κολώνες με επιστύλιο. στη μέση του οριζόντιου δοκαριού ήταν στερεωμένος ένας μεγάλος γάντζος από όπου κρεμόταν ένα χοντρό σκοινί. στο κέντρο της εξέδρας υπήρχε μία δίφυλλη καταπακτή που ανοιγοκλείνει έτσι ώστε να μείνει μία ώρα η καταπακτή άνοιγε και έκλεινε με μοχλό και με ειδικό μηχανισμό που το χειριζόταν ο ένας από τους δύο Αμερικανούς δήμιους».

Ο Γκέρινγκ γλύτωσε την αγχόνη

Και έρχεται η ώρα που οι εγκληματίες πολέμου θα τιμωρηθούν για τις ειδεχθείς πράξεις τους που λέρωσαν την Ιστορία.

Λίγα λεπτά πριν αρχίσουν οι εκτελέσεις, οι δημοσιογράφοι ενημερώθηκαν ότι ο Νο1 φυλακισμένος ηγέτης των Ναζί, ο Χέρμαν Γκέρινγκ είχε αυτοκτονήσει πίνοντας υδροκυάνιο. Ο συνταγματάρχης Άντρους ήταν αμήχανος μην μπορώντας να δώσει εξήγηση για το πώς το «δεξί χέρι» του Χίτλερ είχε προμηθευτεί το δηλητήριο.
Ο άλλοτε πανίσχυρος στρατάρχης του Ράιχ είχε αφήσει γράμματα και σημειώματα που όμως δεν έγινε γνωστό ποτέ το περιεχόμενό τους.
Ο Μπόρις Αφανάσιεφ μαζί με τους άλλους επτά δημοσιογράφους καλούνται να μπουν στην αίθουσα των εκτελέσεων. Το ρολόι της Ιστορίας δείχνει απονομή δικαιοσύνης, το ρολόι της φυλακής 01:11. Η τελευταία πράξη ενός δράματος με πολύπλευρο τραγικό φινάλε μόλις αρχίζει:

«Μπαίνουν ο συνταγματάρχης Άντρους και δύο ιερείς, ενώ πίσω τους ανάμεσα σε δύο στρατιώτες ακολουθεί ο Ρίμπεντροπ. Του βγάζουν τις χειροπέδες και του δένουν τα χέρια με μία ζώνη. Ο Ρίμπεντροπ ρίχνει μία ματιά στην κρεμάλα και αμέσως κλείνει τα μάτια με φρίκη· οι δύο αμερικανοί στρατιώτες τον συνοδεύουν ως προς τη μικρή σκάλα του ικριώματος. Όλοι σηκωνόμαστε όρθιοι. Κάτω από εκκωφαντική σιωπή, ένας αμερικανός αξιωματικός ρωτάει με δυνατή φωνή, πρώτα αγγλικά και έπειτα γερμανικά: Πώς ονομάζεστε; Και ακούγεται ψιθυριστή η φωνή του Ρίμπεντροπ: «Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ». Τον οδηγούν να ανέβει τα σκαλοπάτια της εξέδρας και κατόπιν τον στήνουν κάτω από την τραβέρσα της αγχόνης, με το πρόσωπο γυρισμένο προς τους μάρτυρες της εκτέλεσης.

Με ένα λουρί του δένουν τα πόδια. Ο κατάδικος δεν γνωρίζει, πως κάτω από τα πόδια του βρίσκεται μία καταπακτή. Η απόλυτη σιωπή ταράζεται ξανά από τα λόγια του αμερικανού αξιωματικού: Έχετε να πείτε κάτι; Και ακούγεται τρεμάμενη η φωνή του Ρίμπεντροπ: «Ο Θεός να σώσει τη Γερμανία. Εύχομαι η Γερμανία να ενωθεί και πάλι και Ανατολή και Δύση να συνεννοηθούν για την ειρήνη του κόσμου»…

Ο ιερέας ψιθυρίζει μία προσευχή ενώ ο δήμιος περνάει στο κεφάλι του Ρίμπεντροπ τη μαύρη κουκούλα. Ένας αμερικανός ταγματάρχης όρθιος πάνω στην εξέδρα δίνει με μία κίνηση του χεριού του την εντολή και ο πρώτος δήμιος, ο Τζον Γουντς τραβάει τον μοχλό. Ο Ρίμπεντροπ εξαφανίζεται κάτω από την εξέδρα του ικριώματος. Το σχοινί όπου έχει μείνει κρεμασμένο το κουφάρι του κατάδικου ταλαντεύεται. Το ρολόι δείχνει 01:15.

Όλοι εξακολουθούν να μένουν όρθιοι. Στην φορτισμένη από ένταση και σιωπή ατμόσφαιρα, ακούω μία δυνατή φωνή: κύριοι μπορείτε να καπνίσετε. Μία στιγμή χαλάρωσης και καπνίζουμε όλοι βιαστικά. Έπειτα από μερικά λεπτά μπαίνει ο Κάιτελ. Φαίνεται ήρεμος, αλλά είναι κατάχλωμος. Ρίχνει μία ματιά στο ικρίωμα και κατόπιν σε αυτούς που τον περιστοιχίζουν. Πώς ονομάζεστε; Έχετε τίποτα να πείτε; Και ακούγεται η φωνή του: «Παρακαλώ το θεό να λυπηθεί το γερμανικό λαό. Πριν από μένα πέθαναν πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι. Τώρα ακολουθώ τα παιδιά μου»…

Όλα τελειώνουν γρήγορα... Κάτω από τη εξέδρα μπαίνουν ένας σοβιετικός και ένας αμερικάνος γιατρός. Πιστοποιούν τον θάνατο του πρώτου κατάδικου και σε λίγο περνούν πλάι μας δύο αμερικανοί στρατιώτες που μεταφέρουν, σε μαύρο φέρετρο, τον νεκρό του Ρίμπεντροπ. Τώρα έρχεται η σειρά του Καλτενμπρούνερ. Η φωνή του μόνο που ακούγεται: «Είμαι αθώος για τα εγκλήματα που με κατηγορήσατε. Αγάπησα την πατρίδα μου και το λαό μου».

«Σβήσε το τσιγάρο Γερμανέ»

Ώρα 01:30 και αντίκρυ μας βρίσκεται ο Ρόζενμπεργκ. Με μία κίνηση του κεφαλιού απομακρύνει τους ιερείς. Τον ρωτούν αν έχει να πει κάτι και κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Σε δύο λεπτά όλα έχουν τελειώσει. Στα διαλείμματα από εκτέλεση σε εκτέλεση όλοι καπνίζουν για να καλμάρουν και μερικοί βρίσκουν κάτι να πιούν. Μπαίνει ο Φρανκ. Κάποιος από τους γερμανούς μάρτυρες έχει ακόμα το τσιγάρο στο στόμα «Σβήσε το τσιγάρο Γερμανέ», ακούγεται μία φωνή. Ο Φρανκ πάνω στο ικρίωμα μοιάζει Να προσεύχεται. Ο Χανς Φρανκ, ο Χασάπης της Πολωνίας, είπε χαμηλόφωνα: «Παρακαλώ τον Κύριο να με δεχτεί με έλεος. Είμαι ευγνώμων για την καλή μεταχείριση που έλαβα στη φυλακή». Κι έπειτα μπαίνει ο Φρικ. Πριν πεθάνει κραυγάζει: «Ζήτω η αιώνια Γερμανία».

Και η έρχεται η στιγμή που παρουσιάζεται στην πόρτα ο Γιούλιους Στράιχερ. Είναι αγριεμένος. Του δένουν τα χέρια. Δεν περπατάει και φαίνεται σαν να πηδάει. Τρέχει κατευθείαν στο κρύωμα φωνάζοντας - αμετανόητος ως το τέλος - «Heil Hitler»! Δύο στρατιώτες τον κρατούν σφιχτά. Οι συνηθισμένες ερωτήσεις πριν από την εκτέλεση: «Πώς ονομάζεσαι», «Το ξέρετε καλά», ξεφωνίζει ο Στράιχερ. Πάλι ίδια ερώτηση και πάλι η ίδια απάντηση γεμάτη υστερική μανία. Στην τρίτη επανάληψη ο κατάδικος φωνάζει «Γιούλιους Στράιχερ» και ξεστομίζει μία τελευταία βρισιά κατά των Εβραίων και κατόπιν γυρίζει προς τους παριστάμενους και ουρλιάζει: «Μπολσεβίκοι, μία μέρα θα σας κρεμάσουν και σας». 

Η μαύρη κουκούλα σταματάει τα υστερικά του ξεσπάσματα. Τώρα ακούγεται ένας πνιχτός αναστεναγμός: «Αντέλε, αγαπημένη μου γυναίκα». Η ένταση επιτείνεται. Ένας δημοσιογράφος πλάι μου λιποθυμάει.
Φέρνουν στον τόπο της εκτέλεσης τον Φριτς Ζάουκελ. Τα ρούχα που φοράει είναι κατατσαλακωμένα και τα μάτια του κοιτάζουν με απόγνωση εδώ και εκεί. Επικαλείται τον Θεό και φωνάζει πως πεθαίνει αθώος. Ο δήμιος κάνει γρήγορα τη δουλειά του.

»Ο Γιόντλ φαίνεται απόλυτα ήρεμος. Τέσσερις μόνο λέξεις: «Σε χαιρετώ Γερμανία μου». Πάει κι αυτός. Και τώρα ο τελευταίος, ο Ζάις Ίνκαρτ. Του βγάζουν τα γυαλιά. Τα μάτια του καρφώνονται στο ικρίωμα. Αυτός λέει πολλά: «Ελπίζω αυτό να είναι το τέλος μιας τραγωδίας που μπορεί να διδάξει κάτι στους ανθρώπους. Ειρήνη και κατανόηση μεταξύ των λαών. Έχω εμπιστοσύνη στη Γερμανία». Και η καταπακτή ανοίγει για τελευταία φορά. Μέσα σε ένα μαύρο φέρετρο φέρνουν στο γυμναστήριο τον νεκρό του Γκέρινγκ. Οι αμερικάνοι στρατιώτες αποθέτουν το πτώμα πίσω από το μαύρο παραπέτασμα όπου βρίσκονται κιόλας τα φέρετρα με τους υπόλοιπους. Κάποιοι φωτορεπόρτερ ανάβουν τα φλας. Η ώρα είναι σχεδόν 03:00 τα ξημερώματα. Όταν βγαίνουμε από το γυμναστήριο είναι ακόμα βαθύ σκοτάδι τότε ακούγονται τα λόγια του δήμιου Γουντς: «Εκατόν τρία λεπτά για δέκα ανθρώπους. Καλόκαμωμένη δουλειά και στα γρήγορα»…

Καθόλου καλοκαμωμένη δουλειά

Η αφήγηση του σοβιετικού ρεπόρτερ Μπόρις Αφανάσιεφ τελειώνει. Χρόνια μετά θα πει: «Κάθε βράδυ ακούω στον ύπνο μου τα λόγια τα τελευταία των μελλοθανάτων,. Κάθε πρωί ξυπνάω με την πελιδνή εικόνα του προσώπου τους. Χάλασε η ζωή μου»…

Κι αν πεις και για τα λόγια του δημίου; «Καλόκαμωμένη δουλειά»… Καθόλου καλοκαμωμένη δουλειά, αν αναλογιστούμε ότι μέσα σε 103 λεπτά οι Ναζί έστελναν στον άλλο κόσμο χιλιάδες ανθρώπους στους θαλάμους αερίων, στα κρεματόρια, στους τοίχους των εκτελέσεων και εκατομμύρια στα πεδία των… άτιμων μαχών.

Να σημειώσουμε εδώ ότι αναφορές έκαναν λόγο πως κάποιες εκτελέσεις διήρκεσαν από 14 έως 28 λεπτά. Ο Γιούλιους Στράιχερ πέθανε από στραγγαλισμό αντί από σπασμένο αυχένα. Μάλιστα όπως έλεγαν οι αυτόπτες μάρτυρες, ο Στράιχερ έδειχνε να μην πεθαίνει εύκολα και ένας από τους δημίους μπήκε κάτω από την καταπακτή και τέλειωσε – ουδείς έμαθε με ποιο τρόπο – το ψυχορράγημα του φανατικού εκδότη της προπαγανδιστικής εφημερίδας «Der Sturmer». Επιπλέον λέγεται πως η καταπακτή ήταν πολύ μικρή, έτσι ώστε αρκετοί από τους καταδικασθέντες υπέστησαν αιμορραγία στο κεφάλι όταν χτύπησαν στις πλευρές της ενώ έπεφταν μέσα.

Τα πτώματα των εκτελεσθέντων Ναζί φημολογούνταν ότι είχαν μεταφερθεί στο Νταχάου για αποτέφρωση, αλλά στην πραγματικότητα κάηκαν σε ένα κρεματόριο στο Μόναχο και οι στάχτες σκορπίστηκαν στον ποταμό Isar. Στάχτη μέσα στις στάχτες του πολέμου…

Δίκη της Νυρεμβέργηςεκτέλεσηειδήσεις τώραΝαζίσαν σημερα