article background image

Ο Αντίνοος Αλμπάνης μοιάζει να βρίσκεται σε μια από τις πιο όμορφες στιγμές της καλλιτεχνικής του διαδρομής. Μετά τη μεγάλη επιτυχία του Maestro, τον βρίσκουμε να χαρίζει μια εξαιρετική ερμηνεία στη νέα ταινία «Έχω κάτι να πω» του Στράτου Τζίτζη, στον ρόλο ενός σκηνοθέτη που παλεύει ν' ακουστεί, ακόμα κι όταν όλα γύρω του δείχνουν να καταρρέουν. Ο ίδιος μιλάει ανοιχτά στο ethnos.gr για την αποτυχία, τη σημασία της και το πώς την έχει μάθει να την κοιτάζει κατάματα, χωρίς να τη φοβάται πια. Δεν είναι πια ο άνθρωπος που αυτολογοκρίνεται σε κάθε ανάσα, είναι αυτός που αποδέχεται, που προχωρά, που χαμογελά και λέει: «Ε, και τι έγινε;».

Στην τηλεόραση, τα Σαββατοκύριακα γίνονται λίγο πιο ευχάριστα, καθώς πρωταγωνιστεί στη νέα σειρά «Μαμά στα κρυφά» στην ΕΡΤ, μαζί με την Τζένη Θεωνά. Ο ρόλος του προστίθεται σε μια ήδη γεμάτη πορεία, επιβεβαιώνοντας πως ανήκει στους ηθοποιούς που ξέρουν να καθηλώνουν το κοινό, με αλήθεια και απλότητα. Ταυτόχρονα, απολαμβάνει μικρές αποδράσεις, καλό φαγητό, γέλια με φίλους και ταξίδια που του γεμίζουν την ψυχή. 

Πώς προσεγγίσατε τον Πάνο Στεφανίδη ώστε να τον ενσαρκώσετε με ειλικρίνεια και όχι σαν έναν απλώς «δύστροπο» ή «σκληρό» χαρακτήρα;

Ο Πάνος Στεφανίδης είναι ένας δικηγόρος, γύρω στα σαράντα κάτι, που στην επιφάνεια φαίνεται να έχει κάποιες αγκυλώσεις, εμμονές και έντονες νευρώσεις, χαρακτηριστικά που δυσκολεύουν σημαντικά την επικοινωνία του με τους άλλους. Αυτά τον οδηγούν να γίνεται αγενής, απότομος, απόμακρος, πολλές φορές ακόμη και ακατανόητος. Είναι σαν να κουβαλά μέσα του τις υστερίες μιας άλλης εποχής, όχι απαραίτητα της δικής του. Αν όμως τον παρατηρήσεις πιο προσεκτικά, θα διακρίνεις έναν άνθρωπο βαθιά πληγωμένο, γεμάτο ματαιώσεις και εσωτερικά ρήγματα. Έναν άνθρωπο που, ακόμα και στη λεγόμενη ώριμη ηλικία, εξακολουθεί να προσπαθεί απεγνωσμένα ν' αποδείξει πράγματα για τη ζωή του, να γίνει αποδεκτός στην ολότητά του, ν' αγαπηθεί χωρίς να πρέπει συνεχώς να εξηγεί ποιος είναι και γιατί.

Η βαθιά τραυματική σχέση με τον πατέρα του —όπως φαίνεται στα πρώτα επεισόδια— τον έχει στιγματίσει και καθορίσει. Εκεί ακριβώς επέλεξα να εστιάσω. Θα ήταν πολύ απλό και ίσως τεχνικά «βολικό» να αποδώσω έναν απλώς «δύστροπο» χαρακτήρα. Όμως αυτό είναι επιφανειακό, μονοδιάστατο και χωρίς αληθινό ενδιαφέρον, ούτε για εμένα ερμηνευτικά, ούτε για το κοινό. Αυτό που μ' ενδιέφερε ήταν να εξερευνήσω τις ρωγμές του. Να καταλάβω από πού ξεκίνησε αυτός ο ήρωας, τι κουβαλά και πώς κατέληξε να είναι έτσι. Ήθελα να φέρω αυτές τις ρωγμές στην επιφάνεια, να τις φωτίσω, ώστε ο θεατής να τις δει και —ίσως— να τις κατανοήσει.

Αισθάνεστε την ανάγκη, ως ηθοποιός, να «αιτιολογήσετε» τις πράξεις των ρόλων σας; Προσπαθείτε να τους δικαιολογήσετε μέσα σας;

Απόλυτα. Η δουλειά μας, άλλωστε, είναι ν' αναδεικνύουμε εκείνα τα στοιχεία που δεν φαίνονται στο χαρτί. Να δίνουμε πνοή και ψυχή σε κάτι που διαφορετικά μπορεί να περνούσε απαρατήρητο από τον αναγνώστη ή τον θεατή. Εκεί βρίσκεται και η μαγεία της υποκριτικής. Οσο περισσότερο βυθιζόμαστε στην ψυχή του ήρωα, όσο περισσότερο τολμάμε να εξερευνήσουμε τα σκοτεινά του σημεία, τόσο πιο ενδιαφέρον υλικό μάς δίνεται για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε.

Ο ήρωάς σας κουβαλάει ένα τραύμα που του διαμορφώνει τη συμπεριφορά. Πιστεύετε ότι όλοι, με κάποιον τρόπο, χτίζουμε τον χαρακτήρα μας πάνω σε πληγές;

Πιστεύω πως όλα όσα ζούμε —οι πληγές, τα επιτεύγματα, οι ήττες, οι νίκες, οι πτώσεις, οι στιγμές που σκοντάφτουμε και σηκωνόμαστε— όλα μαζί μάς διαμορφώνουν. Τίποτα από μόνο του δεν είναι αρκετό για να μας καθορίσει. Είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των εμπειριών, αυτών των αντιθέσεων, που σμιλεύει αυτό που τελικά γινόμαστε. Δεν είμαστε μόνο οι πληγές μας, αλλά ούτε και μόνο οι νίκες μας. Είμαστε το σύνολο όλων αυτών.

Η Λίζα και ο Πάνος μοιάζουν να προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους. Είστε της άποψης ότι οι αντίθετοι χαρακτήρες έλκονται; Ή θεωρείτε ότι για να υπάρξει πραγματική σύνδεση, χρειάζεται κοινός κώδικας, παρόμοια «ματιά» στα πράγματα;

Όσο περνά ο χρόνος, οι απόψεις μου αλλάζουν. Παλαιότερα πίστευα πως για να μπορέσουν δύο άνθρωποι να συναντηθούν ουσιαστικά και να διανύσουν από κοινού μια διαδρομή, χρειαζόταν ένας κοινός παρονομαστής, μια ελάχιστη βάση ομοιότητας. Όμως, μεγαλώνοντας, συνειδητοποιώ ότι ο μοναδικός αληθινός παρονομαστής είναι η ίδια η αγάπη, η ερωτική έλξη, η ανάγκη για επαφή. Όλα τα υπόλοιπα είναι, συχνά, περιττά.

Και το πιο ενδιαφέρον είναι πως, όσο περισσότερο μοιάζουμε με τον άλλον, τόσο πιο εύκολα ξεχνάμε τη βασική προϋπόθεση κάθε σχέσης: τη δουλειά που απαιτείται για να λειτουργήσει. Είναι τελικά η διαφορά μας που μας υπενθυμίζει ότι η σχέση δεν είναι αυτονόητη. Χρειάζεται φροντίδα, προσπάθεια, αμοιβαίες υποχωρήσεις. Όταν οι ομοιότητες κυριαρχούν, κινδυνεύουμε να επαναπαυτούμε, να ξεχάσουμε πως πρέπει να διαχειριστούμε τις διαφορές μας, να μάθουμε ν' ακούμε, να κατανοούμε, να συγχωρούμε, ν' αφήνουμε πίσω μας όσα δεν αξίζει να μας κρατούν πίσω. Πράγματα που, τελικά, ίσως δεν είναι τόσο σημαντικά όσο νομίζαμε, ίσως είναι κι εντελώς περιττά για να τα κρατάμε σαν «κόκκινες γραμμές».

Οι αντίθετοι χαρακτήρες, όμως, δε φέρνουν και πολλές συγκρούσεις στη σχέση;

Σαφώς, δεν πρόκειται για κανόνα. Το να είναι δύο άνθρωποι διαφορετικοί δεν σημαίνει αυτομάτως πως έχουν βρει και τη «μαγική συνταγή» για μια πετυχημένη σχέση. Αυτό που εννοούσα, είναι πως η διαφορετικότητα σ' ένα ζευγάρι συχνά τους κρατά σε εγρήγορση, τους υπενθυμίζει πως η σχέση είναι μια διαρκής διαδικασία εξέλιξης και αλληλοκατανόησης. Βεβαίως, αυτό δε σημαίνει πως οι εντάσεις είναι πάντα εύκολα διαχειρίσιμες. Κάποιες φορές, τα «εγώ» των ανθρώπων δεν υποχωρούν, δεν λυγίζουν, δεν καταλαγιάζουν. Αντιθέτως, επιζητούν διακαώς να επιβληθούν, να έχουν το πάνω χέρι. Κι εκεί αρχίζει μια πορεία τοξικότητας, μια δυναμική που, αργά ή γρήγορα, οδηγεί σε αδιέξοδο.

Για εσάς ο έρωτας είναι κάτι που συμβαίνει αυθόρμητα ή χρειάζεται «χώρο και χρόνο»;

Ας πούμε πως έχω περάσει την ηλικία του εντελώς αυθόρμητου. Του «κεραυνοβόλου», όπως λέγαμε κάποτε. Δεν υπάρχει πια τόσος χρόνος και ίσως δεν πρέπει να ζούμε με την αυταπάτη ότι ο χρόνος είναι απεριόριστος. Δεν είναι. Και γι’ αυτό καλούμαστε να είμαστε λίγο πιο παρόντες, λίγο πιο αποφασιστικοί. Προσωπικά, έχω πια την ανάγκη να γνωρίζω ανθρώπους με ψυχραιμία. Ανθρώπους που μου προκαλούν ένα αληθινό ενδιαφέρον. Και από εκεί και πέρα, ν' αφήνω τον χρόνο να τους αποκαλύπτει. Να τους ανακαλύπτω σιγά - σιγά, να χτίζουμε κάτι μαζί από την αρχή. Χωρίς να επιβάλλω έτοιμες συνήθειες ή να ζητάω να ενταχθούν στο ήδη φτιαγμένο «σύμπαν» μου. Θέλω να φτιάξουμε ένα καινούργιο σύμπαν μαζί.

Πώς είναι η συνεργασία σας με την Τζένη Θεωνά και τι θαυμάζετε περισσότερο σ' εκείνη;

Η Τζένη είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και εξαιρετική συνεργάτιδα. Αυτή την περίοδο, είναι πραγματικά η χαρά της δουλειάς μου. Είναι ο λόγος που ξυπνάω κάθε πρωί με διάθεση να πάω στο γύρισμα και, ταυτόχρονα, η δύναμη που με κάνει ν' αντέχω τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του επαγγέλματος. Είναι απόλυτα επαγγελματίας, πάντα συνεπής, και πάνω απ’ όλα ένα φωτεινό πλάσμα που ακτινοβολεί θετική ενέργεια. Τι να πρωτοπώ για εκείνη; Δεν σταματά ποτέ. Εχει μια ακούραστη, παιδική ενέργεια που με κρατά σε εγρήγορση, μου δίνει έμπνευση και με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερος. Είναι χαρά μου να τη συναναστρέφομαι και να δουλεύω μαζί της κάθε μέρα.

«Η Τζένη είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και εξαιρετική συνεργάτιδα» λέει ο Αντίνοος Αλμπάνης

Η σειρά έχει και κωμικά στοιχεία. Υπάρχει χώρος σήμερα στην ελληνική τηλεόραση για «έξυπνη», ανθρώπινη κωμωδία ή συνεχίζουμε ν' αναμετριόμαστε με τα στερεότυπα και την υπερβολή;

Υπάρχει χώρος στην τηλεόραση για τα πάντα. Το πρόβλημα δεν είναι το είδος, αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννιούνται και παράγονται οι σειρές. Πολύ συχνά βλέπουμε μια αγωνία από τα κανάλια να ετοιμάσουν κάτι «εντυπωσιακό» με ελάχιστα χρήματα. Αλλά δεν μπορείς να κάνεις παστίτσιο σε πέντε λεπτά. Ακόμα κι αν έχεις την καλύτερη μαγείρισσα, χρειάζεται χρόνο, υπομονή, φροντίδα. Υπάρχει μια εμμονή με το μάρκετινγκ, με τις μόδες, με τις τακτικές εντυπωσιασμού, ενώ παράλληλα οι προσδοκίες επηρεάζονται από έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό, από παραγωγές με προϋπολογισμούς ασύλληπτους για τα ελληνικά δεδομένα. Και τότε, όταν προσπαθείς να δημιουργήσεις ένα ελληνικό προϊόν με το ένα χιλιοστό των χρημάτων, το αποτέλεσμα συχνά αγγίζει το γελοίο. Και εκεί ο θεατής νιώθει πως τον υποτιμούν, τον κοροϊδεύουν. Χάνει την εμπιστοσύνη του. Όχι γιατί λείπει κάποιο είδος από την τηλεόραση, τα είδη έρχονται και φεύγουν. Αλλά γιατί απουσιάζει η οικονομική στήριξη. Προσωπικά, πιστεύω πως ήρθε η ώρα να γυρίσουμε σελίδα. Ν' αφήσουμε τις εποχές, τα κοστούμια, τις επαναστάσεις του παρελθόντος. Τα έχουμε «ματώσει» όλα αυτά. Η σύγχρονη εποχή είναι γεμάτη νέα θέματα, προβληματισμούς και υλικό για να γράψουμε. Δεν χρειάζεται να κοιτάμε πίσω, όταν το τώρα έχει τόσα να πει.

Τι σας βαραίνει περισσότερο αυτή την περίοδο;

Ειλικρινά; Τίποτα. Και με ξαφνιάζει που το λέω. Η κοινωνία, η πολιτική, η παγκόσμια τάση που υπάρχει αυτή τη στιγμή έχουν όλα αρνητικό πρόσημο. Έχουν μια απαισιοδοξία. Έχουν μια οπισθοδρόμηση, η οποία είναι ανελέητη. Συμβαίνουν πράγματα τα οποία άνθρωποι της δικής μου γενιάς ή της γενιάς των γονιών μου τα κοιτάμε σοκαρισμένοι. Διαβάζουμε έρευνες από μερίδα Αγγλοσαξόνων, οι οποίοι επιθυμούν την επιστροφή στη μοναρχία, στην ολιγαρχία, ακόμα και στη δικτατορία. Και δεν καταλαβαίνουν πραγματικά τι σημαίνουν όλα αυτά. Έχουν χάσει την πίστη τους στους θεσμούς, στη δημοκρατία, στη δικαιοσύνη, και ψάχνουν λύσεις σε επικίνδυνες κατευθύνσεις. Και παρ’ όλα αυτά, εγώ προσωπικά δεν νιώθω να με βαραίνουν. Ίσως γιατί έχω κουραστεί πια να με βαραίνουν όλα αυτά. Νιώθω την ανάγκη να συνεχίσω, να πάω μπροστά. Να προχωρήσω απαλλαγμένος από βαρίδια συνειδησιακά και έτσι ανάλαφρα να διεκδικήσω ένα μέλλον το οποίο να είναι πιο φωτεινό.

Η θετική σας στάση απέναντι στη ζωή είναι κάτι που κουβαλάτε από παλιά ή αποκτήσατε τα τελευταία χρόνια;

Έχω υπάρξει ένας πολύ θυμωμένος έφηβος, βαθιά επαναστατικός. Είχα μπει στη λογική του να καταστρέψω το σύστημα, να το γκρεμίσω ολοκληρωτικά. Όμως, όσο περνούν τα χρόνια, συνειδητοποιώ ότι αν ρίξω κάτι που ήδη στέκει πάνω σε σαθρά θεμέλια, δεν θα έχω τον χρόνο να το ξαναχτίσω. Δεν προλαβαίνω. Τι μπορώ να κάνω, λοιπόν; Να σταθώ απέναντί του και να το δω καθαρά. Ν' αναζητήσω πού μπορώ να βάλω έναν επίδεσμο, πού μπορεί να χρειάζεται μια πατερίτσα, λίγο ιώδιο. Να του προσφέρω φροντίδα, να προσπαθήσω να το κάνω λίγο καλύτερο.

Μιλώντας, ας πούμε, για τον καπιταλισμό — ναι, φυσικά και είναι ένα σύστημα γεμάτο στρεβλώσεις, καθόλου φιλικό προς τον άνθρωπο. Αλλά έχουμε, άραγε, έναν λειτουργικό αντίποδα, που να μπορούμε να εφαρμόσουμε αύριο; Εγώ, τουλάχιστον, δεν τον βλέπω. Το να πεις «καταστρέφω» χωρίς να έχεις ένα σχέδιο μετά, μοιάζει από αφελές έως επικίνδυνο. Αντίθετα, μπορούμε να παλέψουμε για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό. Έναν καπιταλισμό που να έχει κοινωνική ευαισθησία, που να στέκεται πιο κοντά στον πολίτη. Έναν καπιταλισμό που να μη φοβάται τη δημοκρατία.

«Μπορεί να είμαι στα πατώματα με σοβαρή κατάθλιψη και την ίδια ώρα να πρέπει να ποστάρω μία φωτογράφηση από μία συνέντευξή μου στην οποία είμαι υπέρλαμπρος» λέει ο Αντίνοος Αλμπάνης (Copyright: Instagram)

Είστε από τους καλλιτέχνες που χρησιμοποιείτε τα social media. Τι σημαίνουν για εσάς; Είναι εργαλείο δουλειάς, μέσο έκφρασης ή και τα δύο;

Πιο πολύ τα βλέπω ως εργαλείο δουλειάς. Έχουν υπάρξει κατά καιρούς και μέσο έκφρασης, αλλά πλέον δεν τα χρησιμοποιώ τόσο για να εξωτερικεύσω αυτό που αισθάνομαι ή αυτό που θα ήθελα να μοιραστώ σε προσωπικό επίπεδο.

Υπήρξαν στιγμές που έχουν επηρεάσει τη διάθεση ή την αυτοπεποίθησή σας;

Όχι. Αυτό που περιγράφετε είναι ξένο προς εμένα. Γιατί; Επειδή η φύση της δουλειάς μου είναι να δείχνω μια εικόνα, η οποία είναι πολύ μακριά από εμένα. Δεν έχει σχέση με τη ζωή μου, με τον ψυχισμό μου, με αυτό που εγώ κουβαλάω μια δεδομένη χρονική στιγμή. Μπορεί να είμαι στα πατώματα με σοβαρή κατάθλιψη και την ίδια ώρα να πρέπει να ποστάρω μία φωτογράφηση από μία συνέντευξή μου στην οποία είμαι υπέρλαμπρος. Πάρα πολύ ωραία ντυμένος, πάρα πολύ ωραία φωτισμένος. Αυτό όμως είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Δεν είμαι εγώ. Και αυτό νομίζω στον κόσμο είναι σαφές. Εγώ δεν πάω να κοροϊδέψω κάποιον. Έχουμε συμφωνήσει, έχουμε συνεννοηθεί, έχουμε κλείσει ώρες το μάτι στον άλλον. Είναι ένα παραμύθι που σας αφηγούμαι. Κάποιοι το απολαμβάνουν, κάποιοι όχι. Κι αυτό είναι απόλυτα θεμιτό. Το σημαντικό είναι πως γνωρίζουμε όλοι ότι πρόκειται για μυθοπλασία. Κι έτσι τα όρια παραμένουν ξεκάθαρα.

Τα τελευταία χρόνια, σας βλέπουμε όλο και πιο συχνά τόσο στη μικρή όσο και στη μεγάλη οθόνη. Πιστεύετε ότι αυτό οφείλεται στη βελτίωση της μυθοπλασίας ή θεωρείτε πως ήρθε η στιγμή που ο χώρος αναγνώρισε την αξία του ταλέντου σας και, μέσα από αυτή την αναγνώριση, άρχισαν να σας προτείνονται πιο ουσιαστικές και δημιουργικές συνεργασίες;

Δεν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό. Και παλιότερα δεν ένιωθα ότι ήμουν εκτός κάποιου «συστήματος» ή ότι είχα λιγότερες προτάσεις. Πάντα εργαζόμουν πολύ. Απλώς τότε τύχαινε να δουλεύω περισσότερο στο θέατρο παρά στην τηλεόραση. Ή, αν κάποιος κοιτάξει το βιογραφικό μου, μπορεί να θεωρήσει ότι έχω κάνει αρκετή τηλεόραση. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι έτσι. Φέτος συμμετείχα σε τρεις σειρές. Αν το ακούσει αυτό κάποιος, μπορεί να νομίσει ότι έχω παίξει σε εκατοντάδες επεισόδια. Η αλήθεια είναι ότι συμμετείχα σε τέσσερα επεισόδια του Maestro, σε έξι επεισόδια από τους Μαύρους Πίνακες και στα επεισόδια της Μαμάς στα Κρυφά. Αν τα συγκρίνουμε μ' ένα καθημερινό σήριαλ, αυτά τα επεισόδια θα είχαν προβληθεί μέσα σε δύο εβδομάδες. Άρα η παρουσία μου στην τηλεόραση είναι πολύ μικρότερη από αυτή που ενδεχομένως πιστεύει ο κόσμος. Δεν νιώθω ότι σήμερα βρίσκομαι σε μεγαλύτερη έκθεση από παλιότερα. Πάντα προσπαθούσα να διαχειρίζομαι με μέτρο την εικόνα μου στα Μέσα.

Σαφώς, υπήρξαν και περίοδοι που η οικονομική κρίση επηρέασε βαθιά την τηλεόραση, αφήνοντας πολλούς ηθοποιούς εκτός. Γιατί πολύ απλά η τηλεοπτική παραγωγή είχε σχεδόν παγώσει. Μετά ήρθε και η πανδημία, μια περίοδος που επίσης περιορίστηκε δραματικά η παραγωγή σειρών και οι διαθέσιμες δουλειές. Εγώ είχα την τύχη να δουλέψω μέσα στην πανδημία, αλλά πολλοί συνάδελφοι έμειναν εκτός. Γενικά πάντως, δεν έχω νιώσει ότι στερούμαι προτάσεων ή ενδιαφέροντος από τον χώρο. Δόξα τω Θεώ, νιώθω ότι πηγαίνω καλά, ότι υπάρχει ενδιαφέρον για μένα. Επιπλέον, πέρασα κι ένα φυσικό turning point: από το «αγοράκι», πέρασα πια στη φάση του «μπαμπά». Ήρθε η ωρίμανση των χρόνων και μαζί της άνοιξαν νέοι δρόμοι σε άλλους ρόλους, άλλα ρεπερτόρια. Ήταν μια εσωτερική ανατροφοδότηση. Αλλαξα εγώ και μαζί άλλαξαν οι δυνατότητές μου. Έθεσα τον εαυτό μου διαθέσιμο για μεγαλύτερη γκάμα ρόλων.

Είστε από τους ηθοποιούς που δεν εγκλωβίζονται σε μία μανιέρα...

Προσπαθώ. Κάνω προσπάθεια να μην επιλέγω ίδιους ρόλους, γιατί πολύ απλά τους βαριέμαι. Δεν βρίσκω ενδιαφέρον σε αυτό. Η «μανιέρα» είναι μια υπέροχη ιταλική λέξη που σημαίνει «τρόπος». Έχω, λοιπόν, έναν δικό μου τρόπο να κάνω τα πράγματα. Κατανοώ απόλυτα τους ανθρώπους που βρίσκουν ασφάλεια μέσα στον τρόπο τους. Γιατί με αυτόν, μπαίνουν σε μια περιοχή γνώριμη, όπου ξέρουν ότι δύσκολα θα κάνουν λάθος. Όπως μια μαγείρισσα που θέλει να περιποιηθεί την οικογένειά της. Δεν θα πειραματιστεί, θα φτιάξει το φαγητό που ξέρει ότι αγαπούν και ότι της πετυχαίνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους καλλιτέχνες. Βέβαια, αυτή η επιλογή έχει και το κόστος της. Σε κρατά στάσιμο και σου στερεί την ευκαιρία ν' ανακαλύψεις νέες διαδρομές που ούτε ο ίδιος είχες φανταστεί για τον εαυτό σου. Παρ' όλα αυτά, δεν μπορώ να κρίνω εκείνους που επιλέγουν την ασφάλεια. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη. Εγώ προσωπικά, δεν τα πάω καλά με την ασφάλεια.

Η ταινία «Έχω Κάτι να Πω», που έκανε πρόσφατα πρεμιέρα, τι έχει να προσθέσει στο ελληνικό σινεμά;

Κάθε ταινία έχει κάτι να προσφέρει στο ελληνικό σινεμά, κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, ειδικά αν σκεφτούμε ότι στην ουσία, ελληνικό σινεμά, με τη μορφή βιομηχανίας, δεν υπάρχει. Η παραγωγή είναι πια τόσο περιορισμένη, το κοινό τόσο μικρό, που δύσκολα μπορεί να στηριχθεί η αίθουσα ως θεσμός. Οι κινηματογράφοι κυριολεκτικά «ματώνουν», ειδικά τον χειμώνα, όταν ο ανταγωνισμός από τις συνδρομητικές πλατφόρμες όπως το Netflix, το HBO, το Disney+, το Apple TV και τόσες άλλες, έχει αλλάξει εντελώς τις συνήθειες του θεατή.

Σήμερα, ο κόσμος προτιμά να μείνει σπίτι, ν' απολαύσει ταινίες στον καναπέ του, με τα δικά του σνακ, με το δικό του πρόγραμμα. Έχει χαθεί η μαγεία της συλλογικής εμπειρίας. Nα βρεθούμε με άλλους 50, 100 ή 200 ανθρώπους μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα, να συγκεντρωθούμε απόλυτα σε μια ιστορία, χωρίς τη διάσπαση του κινητού, το άνοιγμα ή κλείσιμο παραθύρου, τα ντελίβερι ή τα τηλέφωνα. Ο κινηματογράφος σου προσφέρει κάτι παραπάνω από μια απλή μετάδοση εικόνας. Σου πουλάει την ίδια την εμπειρία, το ταξίδι, τη μυσταγωγία. Το ότι σήμερα πολλοί υποτιμούν αυτήν την εμπειρία και την παραμερίζουν τόσο εύκολα, είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει.

Από την άλλη, βλέπουμε να ανθίζει το θέατρο. Το κοινό συνεχίζει να γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες για να ζήσει τη ζωντανή αφήγηση, την άμεση επαφή. Το βλέπουμε και στην Ελλάδα, με μια εντυπωσιακή αύξηση θεατών τα τελευταία χρόνια, αλλά και διεθνώς. Χαρακτηριστικά, φέτος στο Μπρόντγουεϊ σημειώθηκε ρεκόρ, με θεατρικά εισιτήρια να φτάνουν ακόμα και τα 1000 δολάρια, λόγω της απίστευτης ζήτησης. Αυτά είναι ζητήματα που θα μπορούσαμε να συζητάμε ώρες. Ας επιστρέψουμε, όμως, στην ταινία μας.

Η ταινία αυτή, όπως κάθε έργο ανεξαρτήτως προϋπολογισμού ή πειραματικής διάθεσης, έχει κάτι να πει. Και αυτό που θέλει να εκφράσει είναι η ανάγκη για απενοχοποίηση της αποτυχίας. Μιλά για όλα εκείνα που μας συμβαίνουν και δεν πάνε όπως θα θέλαμε, για το πώς δεν πρέπει να μας καθηλώνουν ή να λειτουργούν σαν βαρίδια στα όνειρα και τις φιλοδοξίες μας, όσο παράτολμες ή παιδικές κι αν φαίνονται. Η αποτυχία δεν είναι κάτι που πρέπει να φοβόμαστε. Είναι αυτή που μας διδάσκει. Άλλωστε, όπως έχουν πει πολύ σοφά κάποιοι, η επιτυχία δεν σε μαθαίνει τίποτα. Μόνο οι αποτυχίες το κάνουν. Σε αυτή την ταινία, υποδύομαι έναν αποτυχημένο σκηνοθέτη που, αναζητώντας νέο νόημα στη ζωή του, στρέφεται στη συγγραφή φιλοσοφικών βιβλίων. Έτσι, έρχεται αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα: αυτήν της εκδοτικής βιομηχανίας και της συνεχούς απόρριψης. Σε αυτή τη δύσκολη πορεία, μια ιερόδουλη εμφανίζεται στη ζωή του σαν ένας φάρος ελπίδας, ωθώντας τον να ξαναπιστέψει στα όνειρά του και να συνεχίσει.

Αν η αποτυχία είναι δάσκαλος, ποιο είναι το σημαντικότερο μάθημα που σας έδωσε μέχρι τώρα;

Η αποτυχία, για να υπάρξει, απαιτεί σκληρή δουλειά. Καμία πραγματική αποτυχία δεν προκύπτει από τεμπελιά ή αδιαφορία. Αυτό λέγεται ξεπέτα, αρπαχτή. Οι περισσότερες αποτυχίες κρύβουν πίσω τους πόνο, κόπο, μόχθο, μελέτη. Συνεπώς, η επιτυχία ή η αποτυχία δεν σχετίζονται με το πόσο επενδύεις σε ένα έργο, αλλά με το αν αυτό «μιλάει» στον κόσμο. Προσωπικά, έχω ζήσει παραστάσεις σε άδειες αίθουσες που χαρακτηρίστηκαν «αποτυχίες», κι όμως γύρισα σπίτι γεμάτος χαρά. Και έχω δει παραστάσεις που γέμιζαν κόσμο και δεν με άγγιξαν καθόλου. Είναι τόσο υποκειμενικά όλα αυτά... Σημασία έχει να κρίνουμε με το αν κάτι αγγίζει τη δική μας ψυχή, όχι με το πόσο «γράφει» στο συλλογικό ασυνείδητο.