Πολιτική|19.07.2020 12:35

Ταμείο Ανάκαμψης: Τα ευρω-αγκάθια και το ευνοϊκό παράθυρο για την Ελλάδα

Μαρία Ψαρά

Σκληρές διαπραγµατεύσεις, µεγάλες διαφωνίες, υψηλές απαιτήσεις. Η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες, η πρώτη µε φυσική παρουσία των ηγετών ύστερα από την πανδηµία, είχε από την αρχή όλες τις προϋποθέσεις για να µετατραπεί σε ένα πολιτικό θρίλερ. Μόνο που αυτήν τη φορά το θέµα για την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι υπαρξιακού χαρακτήρα: θα καταφέρει η Ενωµένη Ευρώπη να αντιµετωπίσει τη βαθιά ύφεση που έρχεται; ∆ύο είναι τα βασικά διακυβεύµατα στις συζητήσεις των 27 ηγετών της ΕΕ. Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισµός αλλά και το Ταµείο Ανάκαµψης που ονοµάστηκε «Επόµενη Γενιά ΕΕ».

Πρόκειται για ένα προσωρινό χρηµατοοικονοµικό µέσο ύψους 750 δισεκατοµµυρίων ευρώ για την ενίσχυση του προϋπολογισµού της ΕΕ µε κεφάλαια που θα συγκεντρώνονται στις χρηµατοπιστωτικές αγορές, σχεδιασµένο για την ανάσχεση της ύφεσης που σιγά σιγά αρχίζει και γίνεται αισθητή στην ευρωπαϊκή οικονοµία. Και ενώ όλοι συµφωνούν ότι πρόκειται για µια κρίση «χωρίς προηγούµενο» που απαιτεί τολµηρές, αποφασιστικές και ρηξικέλευθες λύσεις, τίποτα δεν είναι αυτονόητο! Από τις 23 Απριλίου, ακόµη, όταν η τότε ψηφιακή Σύνοδος Κορυφής ζήτησε από την Κοµισιόν να φέρει την πρότασή της ενώπιον των κρατών-µελών, πολλά έχουν συµβεί: το Ευρωκοινοβούλιο έχει ζητήσει ένα Ταµείο ύψους 2 τρισεκατοµµυρίων ευρώ, η δε Γερµανία και η Γαλλία έχουν προτείνει για πρώτη φορά µια µορφή αµοιβαιοποίησης του ευρωπαϊκού χρέους ύψους 500 δισ. ευρώ. Και πάνω σε αυτήν τη γαλλογερµανική πρόταση οικοδοµήθηκε η πρόταση της Κοµισιόν που συνδέει το Ταµείο Ανάκαµψης µε τον ευρωπαϊκό προϋπολογισµό, προβλέποντας 500 δισ. σε επιχορηγήσεις και 250 δισ. ευρώ σε δάνεια. Ακολούθησε ακόµη µία ψηφιακή Σύνοδος, όπου οι ηγέτες συµφώνησαν ότι διαφωνούν, και τελικά, στις 10 Ιουλίου, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου παρουσίασε την πρόταση που την Παρασκευή βρέθηκε στο τραπέζι των ηγετών.

Δρ Χρυσοπηγή Μπράιλα

«Η πρόταση Μισέλ είναι ικανή να ‘‘απαντήσει’’ στην οικονοµική κρίση που έχει προκύψει από τον κορονοϊό, διότι δίνει τις προϋποθέσεις σε όλες τις πλευρές να µπορέσουν να συµφωνήσουν σε µια πολιτική λύση» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» η οικονοµολόγος ∆ρ Χρυσοπηγή Μπράιλα, λέκτορας στο Ελεύθερο Πανεπιστήµιο των Βρυξελλών (ULB – Université Libre de Bruxelles). «Η πρόταση Μισέλ βασίζεται στην πρόταση της Κοµισιόν, η οποία είναι σχεδιασµένη από ικανούς γνώστες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ανθρώπους που έχουν καταλάβει πώς λειτουργεί η ΕΕ και τις επιπτώσεις της κρίσης στην οικονοµία µας. Χωρίς να αποκλίνει, επιχειρεί να κάνει έναν συµβιβασµό και είναι θεµελιωµένη στις προτεραιότητες της ΕΕ, στις οποίες όλοι έχουν συµφωνήσει: το κλίµα, την ψηφιακή ατζέντα και τις ευρωπαϊκές αξίες, όπως και τον ρόλο που η ΕΕ θέλουµε να έχει στο διεθνές περιβάλλον» εξηγεί.

Το ύψος του ταμείου

Σύµφωνα µε τον πρόεδρο Μισέλ, στόχος του Ταµείου είναι η οικονοµική και η κοινωνική σύγκλιση των κρατών-µελών της ΕΕ, οι χώρες να έχουν µια κοινή οικονοµική βάση αλλά και γενικά η ΕΕ σε ένα πλαίσιο ανθεκτικότητας και δυνατότητας µετασχηµατισµού. «Πέρα από το ύψος του Ταµείου 750 δισ. ευρώ, η πρόταση αναδεικνύει την Κοµισιόν µαζί µε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως τους κεντρικούς θεσµούς άσκησης οικονοµικής πολιτικής στην ΕΕ. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σηµαντικό, αφού σηµαίνει µεγαλύτερη πολιτική και οικονοµική ένωση» επισηµαίνει η ∆ρ Μπράιλα.

«Είναι η πρώτη φορά που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα βγει στις αγορές µε τόσο µεγάλα ποσά δανεισµού -περίπου εικοσαπλάσια από τον συνήθη, µέχρι τώρα, µηνιαίο όγκο- και θέλει να κρατήσει το προφίλ στις αγορές που είναι ΑΑΑ, το καλύτερο δηλαδή. Γι’ αυτό χρειάζεται θετικές συνθήκες για να αντιµετωπίσει το ρίσκο». Κατά την περίοδο πριν από τη Σύνοδο, έντονη ήταν η «διαµάχη» για το ποσοστό δανείων και επιχορηγήσεων αλλά και για το περιβόητο governance, δηλαδή το ποιος θα αποφασίζει και πώς θα αποφασίζεται ποια χώρα θα πάρει πόσα χρήµατα. Οι «τσιγκούνηδες του Βορρά» επέµεναν να υπάρχει οµοφωνία στις αποφάσεις και σε κάθε βήµα της διαδικασίας να έχουν άποψη τα κράτη-µέλη αλλά και κάποια Κοινοβούλια. Οι Νότιοι επιθυµούσαν να παραµείνει η ευθύνη στην Κοµισιόν, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαµήνου.

Οι αντιδράσεις

Οπως µας εξηγεί η ειδική οικονοµολόγος, και οι «τσιγκούνηδες του Βορρά» αλλά και οι Νότιοι έχουν δίκιο από την πλευρά τους. «Οι τέσσερις χώρες του Βορρά που αντιδρούν είναι, µαζί µε τη Γερµανία, εκείνα τα κράτη-µέλη που συνεισφέρουν περισσότερο στον ευρωπαϊκό προϋπολογισµό. Θέλουν λοιπόν να εξασφαλίσουν ότι τα χρήµατά τους δεν θα πάνε χαµένα, ότι θα µπορέσουν να τα πάρουν πίσω ή έστω να κερδίσουν κάτι από αυτό. Γι’ αυτό θεωρώ αυτονόητο ότι θα επιµείνουν στο να συνδεθούν οι εγκρίσεις των χρηµάτων µε προϋποθέσεις. Οχι λιτότητας απαραίτητα, αλλά µε εξασφαλίσεις ότι τα χρήµατα που δεν θα απορροφηθούν ή δεν θα αξιοποιηθούν όπως πρέπει, θα επιστραφούν» εξηγεί η ∆ρ Μπράιλα. «Από την άλλη, οι Νότιοι έχουν ‘‘χτυπηθεί’’ βάναυσα από τον κορονοϊό και δεν επιθυµούν να δουν το χρέος τους να αυξάνεται περαιτέρω».

Ο Μισέλ για να «απαντήσει» στους «τσιγκούνηδες» έχει προσθέσει µία καινοτοµία: να δοθεί αρχικά το 70% του ποσού για τα επόµενα δύο χρόνια και µετά το 30%, αν χρειαστεί και υπό προϋποθέσεις. Σε αυτό αντιδρούν οι Νότιοι, που υποστηρίζουν ότι αυτό το σύστηµα δεν ενθαρρύνει τις χώρες να ενεργοποιήσουν το σύνολο των δυνάµεών τους. Σύµφωνα µε τη λέκτορα του Ελεύθερου Πανεπιστηµίου των Βρυξελλών, ακόµα ένα «αγκάθι» της πρότασης του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου είναι η µη αναφορά στον ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου. Πάντως εκτιµά ότι οι προοπτικές είναι καλές για την Ελλάδα. «Η πρόταση είναι πολύ καλή για την Ελλάδα. Η Αθήνα έχει και την εµπειρία του πώς να αντιµετωπίσει µια σοβαρή κρίση. Θα είναι από τις ευνοηµένες χώρες και αν κινητοποιήσει σωστά το δυναµικό και την εµπειρία που έχει ήδη από τα προγράµµατα διάσωσης, η χώρα θα βγει κερδισµένη» καταλήγει η ∆ρ Μπράιλα.

Ευρωπαϊκή ΈνωσηΒρυξέλλεςΣύνοδος ΚορυφήςΤαμείο Ανάκαμψης