Κόσμος|08.04.2024 11:15

Μπορεί ο θάνατος να είναι μία διαδικασία αναστρέψιμη; Οι επιθανάτιες εμπειρίες στο μικροσκόπιο

Newsroom

Η ασθενής μηδέν ήταν 24 ετών και έγκυος στο τρίτο της παιδί όταν αποφασίστηκε ότι θα αποσυνδεόταν από τη μηχανική υποστήριξη, το 2014. Η ίδια μερικά χρόνια πριν είχε διαγνωστεί με μία διαταραχή που της προκαλούσε ακανόνιστους καρδιακούς παλμούς. Κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων κυήσεών της, υπέφερε από επιληπτικές κρίσεις και λιποθυμίες ενώ, τέσσερις εβδομάδες μετά τη σύλληψη του τρίτου της παιδιού, κατέρρευσε στο πάτωμα του σπιτιού της. Παρούσα ήταν η μητέρα της ασθενή η οποία και κάλεσε ασθενοφόρο, ωστόσο μέχρι αυτό να φτάσει, είχαν περάσει πάνω από 10 λεπτά κατά τα οποία η εγκυμονούσα ήταν αναίσθητη. Όπως διαπίστωσαν οι τραυματιοφορείς, όταν έφτασαν στο σημείο, η καρδιά της είχε σταματήσει.

Μετά τη διακομιδή της στο νοσοκομείο, όπου δεν μπορούσε να της παρασχεθεί θεραπεία, η ασθενής μηδέν μεταφέρθηκε στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Το ιατρικό προσωπικό εκεί χρειάστηκε τρεις φορές να της προκαλέσει ηλεκτροσόκ με απινιδωτή, ώστε να καταφέρει να επανεκκινήσει η καρδιακή της λειτουργία. Της τοποθετήθηκε εξωτερικός αναπνευστήρας και βηματοδότης και η ίδια μεταφέρθηκε στη μονάδα νευροεντατικής θεραπείας, ώστε οι γιατροί να παρακολουθούν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου της. Η ασθενής δεν ανταποκρινόταν σε εξωτερικά ερεθίσματα ενώ, στον εγκέφαλό της, υπήρχε ένα τεράστιο οίδημα. Η οικογένειά της αποφάσισε ότι, με δεδομένο ότι βρισκόταν σε βαθύ κώμα για τρεις ημέρες, το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να δώσουν την άδεια να αποσυνδεθεί από τη μηχανική υποστήριξη. Όμως, αφότου το νοσηλευτικό προσωπικό της έκλεισε το οξυγόνο και αφαίρεσε τον αναπνευστήρα από τον λαιμό της, η ασθενής μηδέν έγινε ένα από τα ενδιαφέροντα περιστατικά της πρόσφατης ιστορίας της επιστήμης.

«Ο θάνατος είναι ουσιαστικό κομμάτι της ζωής»

Καθηγήτρια νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν η Jimo Borjigin για πολλά χρόνια προβληματιζόταν σχετικά με το τι συμβαίνει στον άνθρωπο όταν πεθαίνει. Είχε διαβάσει σχετικά με τις επιθανάτιες εμπειρίες ορισμένων επιζώντων από καρδιακή ανακοπή που, πριν την ανάνηψη, ανέφεραν ότι βίωσαν ψυχικά «ταξίδια». Όπως ισχυρίστηκαν, ένιωσαν να ταξιδεύουν εκτός του σώματός τους, προς καθηλωτικές πηγές φωτός, όπου τους υποδέχονταν συγγενείς τους που δεν ήταν πια εν ζωή. Άλλοι έκαναν λόγο για έναν νέο τρόπο αντίληψης της ζωής τους ή για συναντήσεις με απροσδιόριστα όντα, βαθιάς καλοσύνης. Η Borjigin δεν πίστευε ότι οι ιστορίες των παρ’ ολίγον νεκρών ήταν αληθινές -ότι πράγματι οι ψυχές των ετοιμοθάνατων ταξιδεύουν σε έναν άλλο κόσμο- υποψιαζόταν, όμως, ότι υπήρχε κάτι πραγματικό που συνέβαινε στους εγκεφάλους τους τα κρίσιμα λεπτά πριν την ανάνηψη. Σε εργαστηριακές της μελέτες, η ίδια είχε ανακαλύψει ότι, αφότου η καρδιά τους σταματήσει και ο εγκέφαλός τους χάσει οξυγόνο, και οι αρουραίοι υφίστανται μία δραματική καταιγίδα πολλών νευροδιαβιβαστών, συμπεριλαμβανομένων της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης. Η καθηγήτρια αναρωτήθηκε κατά πόσο οι εμπειρίες των ανθρώπων που βρίσκονται κοντά στον θάνατο θα μπορούσαν να έχουν τις ρίζες τους σε ένα παρόμοιο φαινόμενο, και κατά πόσο αυτό συνέβαινε ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν επανέρχονταν από τη διαδικασία της ανάνηψης. Η Borjigin υπέθεσε ότι, με δεδομένο ότι ο θάνατος είναι ένα τόσο σημαντικό πεδίο για έρευνα -με δεδομένο ότι σε όλους μας συμβαίνει- θα υπήρχαν και άλλοι επιστήμονες που ήδη θα είχαν αναπτύξει εμπεριστατωμένες μελέτες σχετικά με το τι συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο κατά τη διαδικασία. Περαιτέρω μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας τη διαφώτισε. «Ο θάνατος είναι ουσιαστικό κομμάτι της ζωής. Ωστόσο δεν γνωρίζαμε τίποτα σχετικά με τον εγκέφαλο που πεθαίνει», δήλωσε η ίδια στον Guardian. Αποφάσισε, λοιπόν, να επιστρέψει προκειμένου να κατανοήσει τι συνέβαινε στο εσωτερικό των εγκεφάλων ανθρώπων που πέθαναν στη μονάδα νευροεντατικής θεραπείας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Μεταξύ αυτών ήταν και η ασθενής μηδέν.

Την περίοδο που η Borjigin ξεκίνησε την έρευνά της για την ασθενή μηδέν η επιστημονική προσέγγιση σχετικά με το θάνατο είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Η επιστημονική πρόοδος που είχε σημειωθεί, από τη δεκαετία του 1960 στην ανάνηψη των ασθενών είχε συμβάλλει στο να σωθούν οι ζωές χιλιάδων ανθρώπων.  Περίπου το 10% ή 20% των περιπτώσεων που είχαν επανέλθει μετά την ανάνηψη ανέφεραν ότι ένιωσαν την ψυχή ή τον εαυτό τους να αποχωρεί από το σώμα τους. Κάποιοι από αυτούς ισχυρίστηκαν, μάλιστα, ότι έγιναν μάρτυρες από ψηλά των προσπαθειών των γιατρών να τους επαναφέρουν στη ζωή.  Ένας στους δέκα, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες και μελέτες, ισχυρίζεται ότι είχε μια εμπειρία κοντά στο θάνατο που αφορούσε, είτε την καρδιακή ανακοπή, είτε βρέθηκε σε συνθήκες κοντά στον θάνατο. Αυτό σημαίνει περίπου 800 εκατομμύρια ψυχές παγκοσμίως μπορεί να έχουν φτάσει μία ανάσα πριν τη μετά θάνατον ζωή.

Οι εμπειρίες που οι επιζώντες μοιράστηκαν για την έλευση του θανάτου μπορεί να φάνταζαν υπερβολικές, ωστόσο, ήταν αρκετά κοινές και συνεπείς ώστε ορισμένοι επιστήμονες να θεωρήσουν ότι υπήρχε μία κοινή αλήθεια σε αυτές: ίσως πράγματι οι άνθρωποι να έχουν μυαλό ή ψυχή που υπάρχουν ξεχωριστά από τα ζωντανά σώματά τους. Στη δεκαετία του 1970, ένα μικρό δίκτυο καρδιολόγων, ψυχιάτρων, ιατρικών κοινωνιολόγων και κοινωνικών ψυχολόγων στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη άρχισε να ερευνά κατά πόσο οι εμπειρίες κοντά στον θάνατο αποδείκνυαν ότι ο θάνατος δεν αποτελεί το τέλος της ύπαρξης και ότι η συνείδηση μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από τον εγκέφαλο. Έτσι γεννήθηκε ένας τομέας μελετών για αυτού του είδους τις εμπειρίες.

Τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;

Τις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι ερευνητές συνέλλεξαν χιλιάδες αναφορές περιπτώσεων ανθρώπων που είχαν βιώσει παρόμοιες εμπειρίες. Οι νέες τεχνολογίες και τεχνικές εντωμεταξύ βοηθούσαν τους επιστήμονες να επιτυγχάνουν την ανάνηψη σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις ασθενών που, στο παρελθόν, σχεδόν σίγουρα θα είχαν πεθάνει. «Βρισκόμαστε στο σημείο όπου, τα εργαλεία αλλά και τα μέσα για να απαντήσουμε στο από καταβολής κόσμου ερώτημα, “Τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;”, είναι στη διάθεσή μας», έγραφε το 2006 ο Sam Parnia, καταξιωμένος ειδικός στην ανάνηψη και ένας από τους κορυφαίους ειδικούς παγκοσμίως σε θέματα εμπειριών κοντά στον θάνατο. Ο ίδιος ο Parnia σχεδίαζε τη διεξαγωγή μίας διεθνούς μελέτης προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο, οι ασθενείς, θα μπορούσαν να διατηρήσουν τη συνείδησή τους ακόμη και μετά τη διαπίστωση του κλινικού τους θανάτου.

Μέχρι το 2015, ωστόσο, δοκιμές όπως αυτές του Parnia είχαν δώσει διφορούμενα αποτελέσματα. Ο τομέας των μελετών των επιθανάτιων εμπειριών δεν είχε προχωρήσει ιδιαίτερα και επί τέσσερις δεκατίες δεν είχε κάνει αξιοσημείωτα βήματα για την κατανόηση του θανάτου. Όταν η Borjigin, μαζί με αρκετούς συναδέλφους της, έριξε μία πρώτη, προσεκτική ματιά στην καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου της ασθενούς μηδέν, την έβγαλαν από τη μηχανική υποστήριξη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς τους. Στα αποτελέσματα των ερευνών τους, που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά πέρυσι, αυτό που ανακάλυψαν ήταν απροσδόκητο ενώ δυνητικά θα μπορούσε να καταγράψει ξανά τον τρόπο που κατανοούμε τον θάνατο. «Πιστεύω ότι έχουμε εντοπίσει μόνο την κορυφή ενός τεράστιου παγόβουνου», σημείωσε η Borjigin. «Κάτω από την επιφάνεια υπάρχει μια πλήρης περιγραφή του πώς πραγματικά επέρχεται ο θάνατος. Γιατί εκεί μέσα, στον εγκέφαλο, συμβαίνει κάτι που πραγματικά δε βγάζει νόημα», τόνισε. Ο θάνατος, παρά τα όσα έχει ανακαλύψει η επιστήμη για τη λειτουργία της ζωής, παραμένει ένα από τα πιο δυσεπίλυτα μυστήρια. «Κατά καιρούς έχω μπει στον πειρασμό να θεωρήσω ότι, ο δημιουργός, σκόπευε να παραμείνει το τμήμα αυτό της φύσης αιώνια αινιγματικό. Να προκαλεί την περιέργεια, τις ελπίδες και τις υποψίες μας εξίσου», έγραφε το 1909 ο φιλόσοφος William James.

Το ερώτημα που η  Borjigin έθεσε το 2015, σχετικά με το τι συμβαίνει στην ανθρώπινο εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του θανάτου – είχε τεθεί ένα τέταρτο της χιλιετίας νωρίτερα για πρώτη φορά. Γύρω στα  1740, Γάλλος στρατιωτικός γιατρός ασχολήθηκε εξονυχιστικά με την περίπτωση ενός διάσημου φαρμακοποιού ο οποίος, μετά από «κακοήθη πυρετό» και αρκετές αιμοπτύσεις, έπεσε αναίσθητος ενώ νόμιζε ότι είχε ταξιδέψει στο Βασίλειο των Ευλογημένων. Ο γιατρός υπέθεσε ότι, η εμπειρία του ασθενούς προήλθε από αύξηση της αιμάτωσης του εγκεφάλου. Από εκείνη την πρώιμη αναφορά μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ωστόσο, το επιστημονικό ενδιαφέρον για τις επιθανάτιες εμπειρίες παρέμενε σποραδικό.

«Ένιωσαν να πέφτουν σε έναν υπέροχα μπλε ουρανό με ροζ σύννεφα»,

Το 1892, ο Ελβετός ορειβάτης και γεωλόγος Albert Heim ήταν αυτός που συγκέντρωσε τις πρώτες καταγραφές εμπειριών ανθρώπων που έφτασαν ένα βήμα πριν από τον θάνατο. Οι εμπειρίες ήταν αυτές 30 συναδέλφων του ορειβατών που είχαν υποστεί σχεδόν μοιραίες πτώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις αναφέρθηκε μία ξαφνική ανασκόπηση ολόκληρου του παρελθόντος τους ενώ πολλοί ανέφεραν το άκουσμα μιας υπέροχης μουσικής ενώ «ένιωσαν να πέφτουν σε έναν υπέροχα μπλε ουρανό με ροζ σύννεφα», σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε ο Heim. «Στη συνέχεια, η συνείδησή τους άρχισε να σβήνει ανώδυνα, αυτό συνέβαινε συνήθως τη στιγμή της πρόσκρουσης». Στις αρχές του 20ου αιώνα έγιναν μερικές ακόμα απόπειρες διερεύνησης ωστόσο η πρόοδος που σημειώθηκε στην επιστημονική κατανόηση των επιθανάτιων εμπειριών υπήρξε ελάχιστη. Το 1975, όμως, ένας αμερικανός φοιτητής ιατρικής, ο Raymond Moody, δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο Life After Life.

Ο συγγραφέας συνέλεξε τις εμπειρίες 150 ανθρώπων που είχαν βιώσει έντονες, καθοριστικές για τη ζωή τους εμπειρίες, τα δευτερόλεπτα κατά τα οποία υπέστησαν καρδιακή ανακοπή. Αν και οι αναφορές τους διέφεραν, σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά. Στις πιο λεπτομερείς από αυτές τις περιγραφές το αφηγηματικό τόξο έκανε λόγο για ταξίδι μέσα από ένα μακρύ τούνελ, μία εξωσωματική εμπειρία κατά την οποία τα πνεύματά τους συναντούσαν ένα φωτεινό ον. Ακόμα, ανέφεραν θέαση ολόκληρης της ζωής των ατόμων μπροστά στα μάτια τους αλλά και επιστροφή, τελικά, στο σώμα από κάποιο εξωτερικό όριο. Χρόνια αργότερα, η περιγραφή αυτής της εμπειρίας κυκλοφόρησε τόσο ευρέως που, ο κριτικός τέχνης Robert Hughes την περιέγραψε ως «το γνωστό κιτς της επιθανάτιας εμπειρίας». Το βιβλίο του Moody εντωμεταξύ έγινε διεθνές best seller.

Οι New York Times, το 1976, σε άρθρο τους αναφέρονταν στο εκκολαπτόμενο επιστημονικό ενδιαφέρον για τη «ζωή μετά θάνατον» και τον «αναδυόμενο τομέα της θανατολογίας». Τον επόμενο χρόνο, ο Moody και αρκετοί συνάδελφοί του «θανατολόγοι» ίδρυσαν τη Διεθνή Ένωση για τη μελέτη των επιθανάτιων εμπειριών. Το εναρκτήριο τεύχος του Vital Signs, ενός περιοδικού σε μεγάλο βαθμό αφιερωμένου σε παρόμοιες εμπειρίες κυκλοφόρησε το 1981. Την επόμενη χρονιά άρχισε να κυκλοφορεί το Journal of Near-Death Studies, επίσης σχετικό περιοδικό. Ο τομέας της «θανατολογίας» αναπτυσσόταν και αποκτούσε τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής έρευνας. Το 1988, το British Journal of Psychiatry αποτύπωσε το ενδιαφέρον του επιστημονικού πεδίου. «Έχει εκφραστεί η ελπίδα ότι, μέσω της έρευνας για τις επιθανάτιες εμπειρίες μπορούν να αποκτηθούν νέες γνώσεις σχετικά με το αιώνιο μυστήριο της θνησιμότητας και της τελικής σημασίας αυτής. Για πρώτη φορά μπορούν να επιτευχθούν εμπειρικές προοπτικές για τη φύση του ανθρώπου», ανέφερε το δημοσίευμα.

Μέχρι τότε, ωστόσο, οι μελέτες για τις επιθανάτιες εμπειρίες είχαν μοιραστεί μεταξύ διάφορων θεωρητικών σχολών που, και μεταξύ τους, είχαν τις διαφορές τους. Μία από αυτές τις σχολές, με μεγάλη επιρροή, αποτελούνταν από πνευματιστές, κάποιοι εκ των οποίων ήταν ευαγγελικοί χριστιανοί, που ήταν πεπεισμένοι ότι, οι επιθανάτιες εμπειρίες ήταν αυθεντικά «περάσματα» στη γη των νεκρών και των θείων. Ο στόχος των πνευματιστών ερευνητικά, ήταν να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερες αναφορές για αυτές τις εμπειρίες και να προσηλυτίσουν τους πολίτες σχετικά με την πραγματικότητα της μετά θάνατον ζωής. Σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρεύματος αυτού υπήρξε ο Moody ο οποίος, μάλιστα, ισχυρίστηκε στη συνέχεια ότι είχε ζήσει πολλές προηγούμενες ζωές. Έχτισε ένα «ψυχομαντείο» στους αγρούς της Αλαμπάμα, όπου οι επισκέπτες καλούσαν τα πνεύματα των νεκρών, απευθυνόμενοι σε αυτούς, σε ένα τελετουργικό που διεξαγόταν γύρω από έναν αμυδρά φωτισμένο καθρέφτη.

Η δεύτερη και μεγαλύτερη «σχολή» ερευνητών των επιθανάτιων εμπειριών ήταν αυτή των παραψυχολόγων, που ενδιαφέρονταν για φαινόμενα που έμοιαζαν να αμφισβητούν την επιστημονική παραδοχή ότι ο νους δεν μπορούσε να υπάρξει ανεξάρτητος από τον εγκέφαλο. Αυτοί, που σε γενικές γραμμές ήταν εκπαιδευμένοι επιστήμονες που ακολουθούσαν καθιερωμένη ερευνητική μεθοδολογία, έτειναν να πιστεύουν ότι, οι επιθανάτιες εμπειρίες προσέφεραν την απόδειξη ότι, μετά τον θάνατο των ατόμων, η συνείδηση ήταν κάτι που εξακολουθούσε να υφίσταται. Πολλοί εξ’ αυτών ήταν γιατροί και ψυχίατροι, βαθύτατα επηρεασμένοι από ιστορίες επιθανάτιων εμπειριών που είχαν ακούσει από τους ίδιους τους ασθενείς των ΜΕΘ. Στόχος τους ήταν να βρουν τρόπους να ελέγξουν τις θεωρίες τους για τη συνείδηση εμπειρικά και να μετατρέψουν τις μελέτες σχετικά με τον θάνατο σε αξιόπιστη επιστημονική προσπάθεια.

Τέλος, η μικρότερη ομάδα ειδικών στο θέμα των επιθανάτιων εμπειριών είναι η ομάδα των «φυσικαλιστών». Αυτοί ήταν επιστήμονες, μελετητές πολλοί του εγκεφάλου, προσηλωμένοι σε μία αυστηρά βιολογική ερμηνεία των εν λόγω εμπειριών. Υποστήριζαν ότι, όπως συμβαίνεις με τα όνειρα, οι επιθανάτιες εμπειρίες μπορεί να αποκαλύπτουν ψυχολογικές αλήθειες, μέσω παραισθησιογόνων φαντασιώσεων που προκύπτουν από τη λειτουργία του σώματος και του εγκεφάλου σε αυτές τις ακραίες συνθήκες. Η βασική παραδοχή τους ήταν ότι, χωρίς εγκέφαλο σε πλήρη λειτουργία δεν μπορεί να υπάρξει συνείδηση και άρα δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον. Αυτό που οι ίδιοι επιχειρούσαν να ανακαλύψουν, ήταν τα όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια των επιθανάτιων εμπειριών σε ένα θεμελιωδώς φυσικό επίπεδο.

Οι πνευματιστές εγκατέλειψαν σιγά – σιγά την έρευνα για και οι παραψυχολόγοι και φυσικολόγοι μετατόπισαν την ερευνητική μεθοδολογία τους πιο κοντά σε θεωρίες που άπτονταν της επιστημοσύνης. Μεταξύ 1975, όταν ο Moody δημοσίευσε το Life After Life, και 1984, στη βάση δεδομένων των επιστημονικών δημοσιεύσεων σχετικά, υπάρχουν αναφορές για μόλις 17 άρθρα. Την επόμενη δεκαετία, ο αριθμός ανέβηκε στα 62. Τα τελευταία 10 χρόνια, τα αντίστοιχα άρθρα που έχουν καταχωρηθεί είναι 221. Σήμερα, μεταξύ της ερευνητικής κοινότητας, υπάρχει η ευρείας αποδοχής αίσθηση ότι βρισκόμαστε ενώπιον μεγάλων επικείμενων ανακαλύψεων για τις επιθανάτιες εμπειρίες. Η νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης στο Βέλγιο, Charlotte Martial, έχει κάνει κάποιες από τις πιο εμπεριστατωμένες έρευνες, από φυσικαλιστικής πλευράς, σχετικά με το θέμα. Η ίδια ελπίζει ότι σύντομα θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε έναν νέο τρόπο κατανόησης της σχέσης μεταξύ εσωτερικής εμπειρίας της συνείδησης και εξωτερικών εκδηλώσεών της, σε ομάδες ασθενών όπως είναι, για παράδειγμα, οι άνθρωποι σε κώμα. «Βρισκόμαστε σε ένα πραγματικά κρίσιμο σημείο όπου θα πρέπει να αποσυνδέσουμε τη συνείδηση από την ανταπόκριση. Ίσως φτάσουμε στο σημείο αμφισβήτησης κάθε κατάστασης που θεωρούμε μέρος του ασυνείδητου», λέει. Από πλευράς του ο Parnia, που ειδικεύεται στην ανάνηψη και μελετά τις φυσικές διεργασίες του θανάτου, έχει ριζικά διαφορετική άποψη σχετικά με το τι είναι έτοιμη η ανθρωπότητα να ανακαλύψει. «Νομίζω ότι, σε 50 ή 100 χρόνια θα έχουμε ανακαλύψει τη συνείδηση ως οντότητα. Θα θεωρείται δεδομένο ότι δεν πρόκειται περί παραγώγου του εγκεφάλου και ότι δεν πεθαίνει μαζί με τους ανθρώπους», ισχυρίζεται.

Εάν ωστόσο πράγματα βρισκόμαστε ενώπιον νέων ανακαλύψεων σχετικά με τον θάνατο, αυτές σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην επανάσταση που συντελέστηκε τη στιγμή που οι γιατροί ήταν σε θέση να επαναφέρουν ανθρώπους που έχουν υποστεί καρδιακή ανακοπή. Ο Lance Becker πρωτοστατεί στην επιστήμη της ανάνηψης για πάνω από 30 χρόνια τώρα. Ως νέος γιατρός, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, προσπαθούσε να επαναφέρει ασθενείς που είχαν υποστεί ανακοπή. Συχνά, οι προϊστάμενοί του γιατροί επενέβαιναν για να κηρύξουν νεκρούς τους ασθενείς. «Σε ένα ορισμένο σημείο έλεγαν απλώς “Αρκετά, ας σταματήσουμε. Δεν έχει νόημα. Ώρα θανάτου: 1.37 μ.μ.", », θυμάται ο ίδιος. «Αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έλεγαν. Και τότε, ως νέος γιατρός, ένα από τα πράγματα που περνούσαν από το μυαλό μου ήταν “Λοιπόν, τι συνέβη πραγματικά στις 1.37 μ.μ.;”».

Ο «κλινικός θάνατος» 

Στην ιατρική, ο «κλινικός θάνατος» επέρχεται τη στιγμή που η καρδιά σταματά να αντλεί αίμα και ο σφυγμός σταματά – η κατάσταση, δηλαδή, που είναι γνωστή ως καρδιακή ανακοπή, η οποία διαφέρει από την καρδιακή προσβολή, κατά την οποία σημειώνεται απόφραξη σε μια καρδιά που εξακολουθεί να αντλεί. Γενικά, η κυκλοφορίας απώλεια οξυγόνου στον εγκέφαλο και σε άλλα όργανα ακολουθεί της ανακοπής μέσα σε δευτερόλεπτα ή λεπτά. Η πλήρης παύση της δραστηριότητας της καρδιάς και του εγκεφάλου, γνωστή και ως «εγκεφαλικός θάνατος» μπορεί να αργήσει να επέλθει για αρκετά λεπτά ή ακόμη και ώρες. Σε όλες τις ιστορικές εποχές και σχεδόν για όλους τους ανθρώπους, η καρδιακή ανακοπή ουσιαστικά αποτελούσε το τέλος της διαδρομής. Από τη δεκαετία του 1960 αυτό άρχισε να αλλάζει, όταν μπήκε στα ιατρικά πρωτόκολλα η Καρδιοπνευμονική Αναζωογόνηση, γνωστή ως ΚΑΡΠΑ. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε  μια μαζική εκστρατεία για την εκπαίδευση γιατρών και πολιτών στις βασικές τεχνικές της. Σύντομα, η ανάνηψη πραγματοποιούνταν σε αδιανόητους -μέχρι τότε- ρυθμούς.

Όσο όλο και περισσότεροι άνθρωποι επανέρχονταν από καρδιακά επεισόδια οι επιστήμονες έμαθαν ότι, ακόμα και στα ιδιαίτερα οξυμένα, τελικά στάδια, ο θάνατος δεν είναι ένα σημείο στον «χάρτη» αλλά μία διαδικασία. Μετά την καρδιακή ανακοπή, το αίμα και το οξυγόνο σταματούν να κυκλοφορούν στο σώμα, τα κύτταρα του ασθενή αρχίζουν να διασπώνται και η φυσιολογική ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο διαταράσσεται. Όμως τα όργανα δεν διακόπτουν αμετάκλητα και αμέσως τη λειτουργία τους. Συχνά, η επιστροφή στη ζωή είναι μία δυνατότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και ο  εγκέφαλος δεν παύει απαραίτητως να λειτουργεί εντελώς. Σε άλλες περιπτώσεις ο κυτταρικός θάνατος μπορεί να σταματήσει ή να επιβραδυνθεί σημαντικά, η καρδιά μπορεί να επανεκκινήσει και η εγκεφαλική λειτουργία να αποκατασταθεί. Με άλλα λόγια, ο θάνατος μπορεί να είναι μία αναστρέψιμη διαδικασία.

Πλέον, η ανάνηψη ακόμη και έξι ώρες μετά την κήρυξη κάποιων ανθρώπων ως κλινικά νεκρών, δεν είναι κάτι ανήκουστο. Το 2011, Ιάπωνες γιατροί ανέφεραν την περίπτωση μιας νεαρής γυναίκας που, ένα πρωί, βρέθηκε στο δάσος αφότου είχε κάνει χρήση υπερβολικής δόσης ναρκωτικών. Οι ουσίες είχαν σταματήσει την καρδιά της το προηγούμενο βράδυ. Με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας για την κυκλοφορία του αίματος και του οξυγόνου στο σώμα της, οι γιατροί κατάφεραν να την επαναφέρουν στη ζωή πάνω από έξι ώρες αργότερα. Τρεις εβδομάδες μετά το περιστατικό, ήταν σε θέση να βγει από το νοσοκομείο. Το 2019, το σώμα της Βρετανίδας Audrey Schoeman βρέθηκε κατά τη διάρκεια χιονοθύελλας. Πέρασε έξι ώρες με καρδιακή ανακοπή και όμως οι γιατροί κατάφεραν να την επαναφέρουν χωρίς εμφανή εγκεφαλική βλάβη. «Δε νομίζω ότι υπήρξε ποτέ πιο συναρπαστική περίοδος για τον τομέα μας. Ανακαλύπτουμε νέα φάρμακα, νέες συσκευές και νέα στοιχεία για τον εγκέφαλο» τονίζει ο Becker.

 Surviving Death

Ο εγκέφαλος είναι και το περίπλοκο στοιχείο. Τον Ιανουάριο του 2021, όταν η πανδημία του κορονοϊού όδευε προς την πιο θανατηφόρα εβδομάδα που έχει καταγραφεί ποτέ, το Netflix κυκλοφόρησε μια σειρά ντοκιμαντέρ με τίτλο Surviving Death. Στο πρώτο επεισίδιο της σειράς, κάποιοι από τους εξέχοντες παραψυχολόγους – μελετητές των επιθανάτιων εμπειριών παρουσίασαν τον πυρήνα των επιχειρημάτων τους σχετικά με το γιατί πιστεύουν ότι, αυτές οι εμπειρίες δείχνουν ότι, η συνείδηση υπάρχει ανεξαρτήτως του εγκεφάλου. «Μέσα σε 20 δευτερόλεπτα περίπου, από τη στιγμή που η καρδιά σταματά, έχουμε τον εγκεφαλικό θάνατο – δεν υπάρχει, δηλαδή, καμία εγκεφαλική δραστηριότητα», εξηγεί στη σειρά ντοκιμαντέρ ο ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Διεθνούς Ένωσης για τις Μελέτες Κοντινού Θανάτου, Bruce Greyson. «Και όμως, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν επιθανάτιες εμπειρίες ακόμα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», ισχυρίζεται.

Και αυτή είναι μία βασική αρχή των επιχειρημάτων των παραψυχολόγων. Ότι, εφόσον υπάρχει συνείδηση χωρίς εγκεφαλική δραστηριότητα, αυτή θα πρέπει να κατοικεί κάπου πέρα από τον εγκέφαλο. Ορισμένοι από τους παραψυχολόγους εικάζουν ότι πρόκειται για μια «δύναμη» η οποία διαπερνά το σύμπαν, όπως ο ηλεκτρομαγνητισμός. Αντλείται από τον εγκέφαλο αλλά δεν παράγεται από αυτόν, με τον ίδιο τρόπο που η τηλεόραση αντλεί, μέσω κυμάτων, τις εκπομπές της. Ωστόσο για να ισχύει αυτό το επιχείρημα, πρέπει να ισχύει και κάτι άλλο: ότι οι εμπειρίες μας κοντά στον θάνατο πρέπει να συμβαίνουν και από τη στιγμή που αυτός επέρχεται, αφού ο εγκέφαλος κλείσει. Οι παραψυχολόγοι, προκειμένου να το αποδείξουν αυτό, παραπέμπουν σε μία σειρά από σπάνιες αλλά εκπληκτικές περιπτώσεις, γνωστές ως «αληθινές» επιθανάτιες εμπειρίες, κατά τις οποίες οι ασθενείς φέρονται να αναφέρουν λεπτομέρειες από το χειρουργείο, τις οποίες θα μπορούσαν να γνωρίζουν μόνο εφόσον είχαν συνειδητή επίγνωση κατά το χρόνο που ήταν κλινικά νεκροί. Τέτοιες αναφορές υπάρχουν δεκάδες και μία από τις πιο διάσημες αφορά μία γυναίκα που -προφανώς- ταξίδεψε τόσο έξω από το σώμα της, ώστε ήταν σε θέση να εντοπίσει ένα παπούτσι σε ένα περβάζι παραθύρου του νοσοκομείου – σε άλλο σημείο από αυτό στο οποίο υπέστη καρδιακή ανακοπή. Το παπούτσι φέρεται να βρέθηκε αργότερα από μία νοσοκόμα.

Για τον Parnia και τους συναδέλφους του, τέτοιου είδους φαινόμενα είναι «ανεξήγητα μέσω των σημερινών νευροεπιστημονικών μοντέλων». Και, για κακή τύχη των παραψυχολόγων, καμία από τις αναφορές μεταθανάτιας επίγνωσης δεν «στέκει» σε αυστηρό επιστημονικό έλεγχο. «Οι ισχυρισμοί αυτού του είδους είανι αρκετοί. Στις δεκαετίες που ασχολούμαι με την έρευνα, όμως, δεν συνάντησα ποτέ πειστικές αποδείξεις ότι οι εξωσωματικές και επιθανάτιες εμπειρίες είναι πραγματικότητα», έγραψε η ερευνήτρια παραψυχολογίας, Sue Blackmore, η οποία, το 1970, είχε τη δική της επιθανάτια εμπειρία. Η ίδια τόνισε ότι, ο περίπτωση της γυναίκας που «είδε» το παπούτσι της, στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αναφορά της νοσοκόμας που ισχυρίστηκε ότι το βρήκε. Αυτό απέχει μακράν από το πρότυπο της απόδειξης της επιστημονικής κοινότητας. Σε άλλες περιπτώσεις τα στοιχεια που θα αποδείκνυαν ότι, οι ισχυρισμοί επιζώντων από καρδιακή ανακοπή πράγματι είχαν εμπειρίες και μετά το «κλείσιμο» του εγκεφάλου τους, είναι ανεπαρκή. Όπως δήλωσε η νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου της Λιέγης, Charlotte Martial, «μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν επαρκώς αυστηρές, πειστικές εμπειρικές αποδείξεις ότι οι άνθρωποι μπορούν να παρατηρούν το περιβάλλον τους κατά τη διάρκεια μιας επιθανάτιας εμπειρίας». Από πλευράς τους οι παραψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι, ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι, κάθε μία από τις περιπτώσεις επιθανάτιων εμπειριών αφήνει περιθώρια επιστημονικής αμφιβολίας, σίγουρα η συσσώρευση δεκάδων τέτοιων αναφορών πρέπει να έχει μία σημασία. Το επιχείρημα, όμως, μπορεί να ανατραπεί. Αν υπάρχουν τόσες αληθινές περιπτώσεις, γιατί να είναι αδύνατο -μέχρι στιγμής- να καταγραφεί εμπειρικά έστω μία από αυτές;

Η ιστορία που θα πρέπει να καταγραφεί ίσως να μην είναι ότι η ανθρώπινη συνείδηση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που πιστεύαμε, αλλά ότι η διαδικασία του θανάτου είναι πολύ πιο παράξενη από ό,τι υποπτεύονταν οι επιστήμονες. Αυτό στο οποίο πνευματιστές και παραψυχολόγοι έχουν δίκιο, είναι ότι κάτι βαθιά παράξενο συμβαίνει στους ανθρώπους όταν πεθαίνουν. Ωστόσο, ίσως αυτό δεν συμβαίνει στην επόμενη ζωή αλλά σε αυτήν. Αυτό είναι και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Jimo Borjigin διερευνώντας την περίπτωση της ασθενή μηδέν. Σε αυτήν, οι στιγμές που ακολούθησαν μετά τη διακοπή της παροχής οξυγόνου κυρίως αφορούσαν στην έξαρση της δραστηριότητας στον ετοιμοθάνατο εγκέφαλό της. Περιοχές σχεδόν «σιωπηλές», όσο η ασθενής βρισκόταν σε μηχανική υποστήριξη ξαφνικά ξαφνικά χτυπούσαν με ηλεκτρικά σήματα υψηλής συχνότητας που ονομάζονται κύματα γάμμα. Πιο συγκεκριμένα, τα μέρη του εγκεφάλου της, τα οποία οι επιστήμονες θεωρούσαν «θερμή ζώνη» για τη συνείδηση, ζωντάνεψαν δραματικά. Τα σήματα, σε ένα τμήμα του εγκεφάλου της, παρέμειναν ανιχνεύσιμα για περισσότερα από έξι λεπτά. Σε άλλο τμήμα, ήταν 11 έως 12 φορές υψηλότερα από ό,τι ήταν πριν από την αφαίρεση του αναπνευστήρα της ασθενή μηδέν.

«Ο εγκέφαλός της καθώς πέθαινε λειτουργούσε σε ένα είδος υπερκινητήρα Για περίπου δύο λεπτά μετά τη διακοπή του οξυγόνου υπήρχε ένας έντονος συγχρονισμός των εγκεφαλικών κυμάτωνμια κατάσταση που σχετίζεται με πολλές γνωστικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης προσοχής και της μνήμης. Ο συγχρονισμός εξασθένησε για περίπου 18 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια εντάθηκε ξανά για περισσότερα από τέσσερα λεπτά. Εξασθένησε για ένα λεπτό και στη συνέχεια επανήλθε για τρίτη φορά», εξηγεί. Οι πιο έντονες συνδέσεις διήρκεσαν σχεδόν τέσσερα λεπτά και ξεκίνησαν αμέσως μετά τη διακοπή του οξυγόνου. Λίγο μετά τα πέντε λεπτά και 20 δευτερόλεπτα από την αποσύνδεση της μηχανικής υποστήριξης σημειώθηκε άλλη μία έκρηξη συνδεσιμότητας. Ακόμη και καθώς «γλιστρούσε» αμετάκλητα βαθύτερα στον θάνατο, επί αρκετά λεπτά κάτι που έμοιαζε εκπληκτικά με ζωή λάμβανε χώρα στον εγκέφαλο της ασθενή μηδέν. Αυτές οι αναλαμπές και οι λάμψεις είναι αντιθετικές με τις προσδοκίες όλων όσοι εργάζονται στον τομέα της ανάνηψης και των επιθανάτιων εμπειριών. Η επικρατούσα πεποίθηση - που εκφράστηκε από τον Greyson, τον ψυχίατρο και συνιδρυτή της Διεθνούς Ένωσης Μελετών Κοντινού Θανάτου, στη σειρά του Netflix Surviving Death - ήταν ότι μόλις σταματήσει να πηγαίνει οξυγόνο στον εγκέφαλο, η νευρολογική δραστηριότητα πέφτει κατακόρυφα. Αν και είχαν αναφερθεί μερικές προηγούμενες περιπτώσεις εγκεφαλικών κυμάτων σε ετοιμοθάνατους ανθρώπινους εγκεφάλους, δεν είχε ποτέ εντοπιστεί τίποτα τόσο λεπτομερές και πολύπλοκο όσο αυτό που συνέβη στην περίπτωση της ασθενή.

Μία βαθιά, επιθανάτια εμπειρία

Η Borjigin πιστεύει ότι, με βάση τα επίπεδα δραστηριότητας και συνδεσιμότητας σε συγκεκριμένες περιοχές του ετοιμοθάνατου εγκεφάλου της, είναι πιθανό η ασθενής μηδέν να είχε μία βαθιά, επιθανάτια εμπειρία με πολλά από τα γνωστά, κύρια χαρακτηριστικά της: εξωσωματικές αισθήσεις, οράματα φωτός, συναισθήματα χαράς ή γαλήνης και ηθικές επανεκτιμήσεις της ζωής της. Φυσικά, αφού η ασθενής μηδέν δεν ανάρρωσε, δεν μπορεί κανείς να αποδείξει ότι η έντονη δραστηριότητα στον εγκέφαλό της, συνοδευόταν και από αντίστοιχα βιώματα. Ένας από τους γνωστότερους μελετητές των επιαθνάτιων εμπειριών, ο Ολλανδός καρδιολόγος Pim van Lommel, έχει υποστηρίξει ότι, η εγκεφαλική δραστηριότητα της ασθενούς μηδέν δεν μπορεί να ρίξει φως στις επιθανάτιες εμπειρίες επειδή η καρδιά της δεν είχε σταματήσει εντελώς,. Αυτό, ωστόσο, είναι ένα επιχείρημα που αναιρεί όλη τη σχετική θεωρία καθώς δεν υπάρχουν αυστηρές αποδείξεις ότι αυτού του είδους οι εμπειρίες συμβαίνουν σε ανθρώπους των οποίων η καρδιά έχει σταματήσει εντελώς. Η εγκεφαλική δραστηριότητα της ασθενή μηδέν -καθώς και αυτή μίας άλλης ασθενή, γνωστής ως “ασθενής τρία”- φαίνεται να κλείνει την πόρτα στο επιχείρημα ότι, τις στιγμές μετά τον κλινικό θάνατο, ο εγκέφαλος παύει πάντα και σχεδόν αμέσως να λειτουργεί με συνεκτικό τρόπο. «Σε αντίθεση με την επικρατούσα πεποίθηση, ο εγκέφαλος είναι εξαιρετικά ενεργός κατά τη διάρκεια της καρδιακής ανακοπής», σημειώνει η Borjigin, που πιστεύει ότι, η κατανόηση του αν θρώπινου εγκεφάλου είναι ένα από τα «ιερά δισκοπότηρα» της νευροεπιστήμης. «Ο εγκέφαλος και η καρδιά είναι τόσο ανθεκτικά όργανα, που χρειάζονται χρόνια κακοποίησης για να σκοτωθούν», επισημαίνει. Η ίδια ελπίζει πως, η κατανόηση της νευροφυσιολογίας του θανάτου μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να τον αντιστρέψουν. Ήδη αναλύει τα δεδομένα εγκεφαλικής δραστηριότητας από δεκάδες αποθανόντες ασθενείς όμως σημειώνει πως, εξαιτίας του παραφυσικού στίγματος που σχετίζεται με τις μελέτες για το θάνατο, λίγοι ερευνητικοί οργανισμοί θέλουν να της χορηγήσουν χρηματοδότηση. «Μεταξύ των χρηματοδοτών η συνείδηση είναι σχεδόν μια βρώμικη λέξη. Οι σκληροπυρηνικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι αυτού του είδους η έρευνα. θα έπρεπε να ανήκει ίσως στη θεολογία, στη φιλοσοφία, αλλά όχι στη σκληροπυρηνική επιστήμη. Άλλοι άνθρωποι ρωτούν, "Ποια είναι η χρησιμότητα; Οι ασθενείς θα πεθάνουν ούτως ή άλλως, οπότε γιατί να μελετήσουμε αυτή τη διαδικασία; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό"».

Ήδη, πάντως, προκύπτουν στοιχεία ότι ακόμη και ο πλήρης εγκεφαλικός θάνατος μπορεί, κάποια μέρα, να είναι αναστρέψιμος. Το 2019, επιστήμονες του Πανεπιστημίου Yale συνέλεξαν τους εγκεφάλους χοίρων που είχαν αποκεφαλιστεί σε εμπορικό σφαγείο τέσσερις ώρες νωρίτερα. Στη συνέχεια, αιμάτωσαν τους εγκεφάλους για έξι ώρες με ένα ειδικό κοκτέιλ φαρμάκων και συνθετικού αίματος. Το εκπληκτικό είναι ότι ορισμένα από τα κύτταρα στους εγκεφάλους άρχισαν να εμφανίζουν ξανά μεταβολική δραστηριότητα. Οι σαρώσεις του εγκεφάλου των χοίρων δεν έδειξαν την εκτεταμένη ηλεκτρική δραστηριότητα που συνήθως συνδέουμε με την αίσθηση ή τη συνείδηση. Αλλά και μόνο η εμφάνιση αυτού του μεγέθους εγκεφαλικής δραστηριότητας υποδηλώνει ότι τα όρια της ζωής μπορεί μια μέρα να επεκταθούν πολύ περισσότερο στη σφαίρα του θανάτου απ' ό,τι φαντάζονται σήμερα οι περισσότεροι επιστήμονες.

Σε εξέλιξη βρίσκονται, όμως, και άλλες έρευνες για τις επιθανάτιες εμπειρίες. Η Martial και οι συνάδελφοί της στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης εργάζονται πάνω σε πληθώρα σχετικών θεμάτων. Ένα από αυτά είναι και το κατά πόσο, οι οι άνθρωποι με ιστορικό τραύματος μυαλά τείνουν να έχουν τέτοιες εμπειρίες σε υψηλότερα ποσοστά από τον γενικό πληθυσμό. Ένα άλλο αφορά στην εξελικτική βιολογία αυτού του είδους των εμπειριών. Εξελικτικά μιλώντας, για ποιο λόγο πρέπει να έχουμε τέτοιες εμπειρίες; Η ίδια και οι συνεργάτες της εικάζουν ότι πρόκειται για μια μορφή του φαινομένου που είναι γνωστό ως θανάτωση, κατά την οποία, όντα όλου του ζωικού βασιλείου προσποιούνται τον θάνατο για να ξεφύγουν απο τις απειλές για τη ζωή τους. Άλλοι ερευνητές έχουν προτείνει ότι η έξαρση της ηλεκτρικής δραστηριότητας τις στιγμές μετά την καρδιακή ανακοπή είναι απλώς η τελευταία δραστηριότητα του ετοιμοθάνατου εγκεφάλου, ή μια ύστατη προσπάθεια του εγκεφάλου να επανεκκινήσει τον εαυτό του, όπως η εκκίνηση της μηχανής ενός αυτοκινήτου.

Εντωμεταξύ οι πνευματιστές, μαζί με διάφορους άλλους επιτήδιους, διακινούν επιμελώς τις ιστορίες τους για τη μετά θάνατον ζωή σε ομάδες πληθυσμών που ενθουσιάζονται με την προοπτική της άφεσης αμαρτιών. Στις ΗΠΑ, υπάρχει μία ολόκληρη βιομηχανία που, μέσω των χριστιανικών μέσων ενημέρωσης και των παραφυσικών μπεστ σέλερ «πουλάνε» θέσεις στον παράδεισο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όμως - φυσικαλιστές, παραψυχολόγοι, πνευματιστές – με έναν τρόπο συνδέονται. Μέσω της ελπίδας ότι, ξεπερνώντας τα σημερινά όρια της επιστήμης και του σώματός μας, θα επιτύχουμε μια μεγαλύτερη και βαθύτερη εμπειρία της ζωής. Και αυτό, ενδεχομένως, είναι το πραγματικό θέλγητρο των επιθανάτιων εμπειριών: η προοπτική των δυνατοτήτων, όχι στις επόμενες ζωές, αλλά σε αυτήν εδώ και τώρα.

έρευνεςθάνατοςεπιστήμονεςεγκέφαλοςειδήσεις τώρα