Κόσμος|08.09.2019 09:57

Ισχυρή συνεργασία με την Ελλάδα θέλουν οι ΗΠΑ

Μιχάλης Ιγνατίου

Η «επιθεση απέραντης φιλίας» από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ελλάδα είναι σημαντική όταν τη συγκρίνει κανείς και με άλλες χώρες που είχαν παραδοσιακές σχέσεις με τη χώρα μας, όπως η Ρωσία αλλά και η Κίνα, η οποία διαθέτει επιχειρηματικά συμφέροντα. Η «επίθεση» αυτή φαίνεται ότι είναι περισσότερο οικονομική στοχεύοντας σε επενδύσεις, αλλά στην πραγματικότητα αφορά και τις στρατιωτικές και στρατηγικές σχέσεις Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών.

Υπό άλλες συνθήκες ο υπουργός Εμπορίου, Γουίλμπουρ Ρος, που υπουργοποιήθηκε λόγω της στενής φιλίας του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, δεν θα περιελάμβανε την Ελλάδα στις χώρες τις οποίες θα επισκεφθεί. Τα νέα δεδομένα και η επιμονή του πρέσβη Τζέφρι Πάιατ για την ανάγκη να ενισχυθεί η νέα ελληνική κυβέρνηση, όπως και τα προβλήματα που δημιουργεί η Τουρκία, ανάγκασαν τους Αμερικανούς να αναζητήσουν ξανά τους «πιστούς συμμάχους» τους. Εχουν να λένε διάφορες ιστορίες για το πώς πείστηκε ο Αλέξης Τσίπρας να προτιμήσει την Ουάσιγκτον και όχι τη Μόσχα. Ολες έχουν μια δόση αλήθειας, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι η συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και η ωμή γλώσσα που χρησιμοποίησε δεν άφησαν περιθώρια στον προηγούμενο πρωθυπουργό της χώρας μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι υπηρετούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν χρησιμοποιούν αυτήν την ωμή γλώσσα...

Για τους S-400

Μετά τον Γ. Ρος, ο οποίος σκέφτεται μόνο οικονομικά και επιχειρηματικά και δεν έχει πρόβλημα να συνομιλήσει με τον οποιονδήποτε και να συμφωνήσει μαζί του -ακόμα και αν αυτός είναι ο Ταγίπ Ερντογάν-, θα ακολουθήσει το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου ο υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ο οποίος -και αυτός- είναι καθημερινός συνομιλητής του Ντ. Τραμπ, αν και λόγω της Τουρκίας οι σχέσεις τους δοκιμάστηκαν. Ο Μ. Πομπέο συνεχίζει να πιστεύει ότι η αγορά των ρωσικών S-400 από την Τουρκία είναι μια πράξη αντισυμμαχική και πρέπει με κάποιον τρόπο η Αμερική να αντιδράσει. Δεν θεωρεί, με λίγα λόγια, αρκετή την ακύρωση της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα κατασκευής των F-35, που ήταν και ένα καλό χτύπημα στην τουρκική οικονομία, αφού απώλεσε 9 και πλέον δισεκατομμύρια σε έσοδα της πολεμικής βιομηχανίας της. Οι αντίπαλοι του Τ. Ερντογάν στην Ουάσιγκτον πιστεύουν ότι οι επιπτώσεις ειδικά για την πολεμική αεροπορία είναι πολύ μεγαλύτερες.

Ολες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι έτοιμη για να προχωρήσει σε μια ισχυρή στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα, που βεβαίως δεν θα έχει τόσο σχέση με την κατάσταση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων, όσο με τη συνειδητοποίηση από την πλευρά των Αμερικανών ότι δεν πρέπει να βάζουν όλα τα κουκιά τους στο ίδιο καλάθι. Ο μεγάλος στόχος είναι η στρατηγική συμμαχία με χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, σε πρώτη φάση. Αλλά ο ειδικός στόχος είναι μια άλλου είδους συνεργασία με την Ελλάδα, η οποία είναι χώρα πρώτης γραμμής για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική πλευρά θα δηλώσει επίσημα την αφοσίωσή της σε αυτήν τη σχέση και από εκεί και πέρα ακολουθούν τα όποια οφέλη θα μπορέσει να αποκομίσει η Ελλάδα. Διπλωματική πηγή μάς έλεγε ότι πρέπει να υπάρχει υπομονή, διότι τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και ότι, ανεξάρτητα από τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Τουρκία, η Ουάσιγκτον και η Αθήνα θα βαδίσουν μαζί σε ένα άλλο, πολύ αναβαθμισμένο επίπεδο.

Η πηγή εξήγησε -και το θεωρεί λογικό- ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι ανυπόμονοι και επιθυμούν να δουν γρήγορα αποτελέσματα. Αυτό είναι λογικό, με δεδομένες τις παλινωδίες του προέδρου Τραμπ, ο οποίος έχει μια τάση να επιβραβεύει τους εχθρούς της Αμερικής και όχι τους συμμάχους της. Ενώ και η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, επιθυμεί διακαώς την αλλαγή του επιπέδου των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, υπάρχει πάντα ο φόβος που προκαλούν η διπλοπροσωπία του Αμερικανού πλανητάρχη και η προσκόλλησή του σε χώρες και ηγέτες που μονίμως δημιουργούν προβλήματα στην Ουάσιγκτον.

Δεύτερες σκέψεις

Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, με δηλώσεις αλλά και πράξεις, προσπαθεί να ξεπεραστούν αυτοί οι φόβοι, που έχουν λογική καθώς «μετριούνται». Το παράδειγμα της άρνησης του Ντ. Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για την παραλαβή των S-400 είναι αρκετό για να αναγκάζει κυβερνήσεις -ακόμα και το Ισραήλνα έχουν δεύτερες σκέψεις. Ομως αυτό που ακούγεται επισταμένως από ανθρώπους που γνωρίζουν πώς λειτουργεί η αμερικανική πολιτική είναι ότι οι πρόεδροι έρχονται και φεύγουν, αλλά οι χώρες και οι σχέσεις παραμένουν και αντέχουν.

Η αίσθηση πάντως που υπάρχει, χωρίς να παρουσιάζεται ακόμα κάτι χειροπιαστό, είναι ότι εκ των πραγμάτων θα αναγκαστεί ο Ντ. Τραμπ να επιβάλει ένα πακέτο κυρώσεων, καθώς αυξάνονται οι απειλές του Τ. Ερντογάν για εισβολή στη Βόρεια Συρία, με στόχο τους Κούρδους συμμάχους της Αμερικής. Σε ό,τι αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, το τελευταίο διάστημα καταρρίφθηκε και ο μύθος ότι ο Τζ. Πάιατ και η Αμερική δεν έχουν καλές σχέσεις με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τα στελέχη της κυβέρνησής του. Σιγά σιγά το επίπεδο των σχέσεων φτάνει και θα ξεπεράσει τη στενή συνεργασία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση του Ντ. Τραμπ. Αυτό πάντως που θα λένε για πάντα στην αμερικανική πρωτεύουσα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας οδήγησε τις σχέσεις στο καλύτερό τους επίπεδο στην Ιστορία, κάτι που συνεχίζει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης

ΗΠΑΓουίλμπουρ ΡοςΜάικ Πομπέο