All About History|18.06.2020 17:00

Οι συμμορίες με τις λεπίδες: Ναρκωτικά, μαχαιροβγάλτες και παράνομο αλκοόλ

Newsroom

Με το τραχύ της περίγραμμα και απολαμβάνοντας την προπολεμική περίοδο, στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, η Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας ήταν ένα μέρος όπου η πορνεία, ο τζόγος, τα ναρκωτικά και τα όπλα δεν ήταν μόνο ανεκτά αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις νόμιμα. Το 1905 όμως η κυβέρνηση της χώρας άρχισε σιγά σιγά να διαβρώνει όλες τις κακές συνήθειες που οι κάτοικοί της είχαν υιοθετήσει για την άνεσή τους.

Ψηφίστηκε λοιπόν ένας συνδυασμός νόμων όπως ο Νόμος περί Αλητείας (1902), ο Νόμος περί Τυχερών Παιγνίων και Στοιχημάτων (1906), ο Νόμος Αδικημάτων κατά της Αστυνομίας (1908), ο Νόμος περί Οινοπνευματωδών (1916) και ο Νόμος περί Επικίνδυνων Ναρκωτικών (1927), που έθεσαν εκτός νόμου την πορνεία του πεζοδρομίου, τον τζόγο και την πώληση οινοπνευματωδών μετά τις 6 μ.μ. Χάρη στο αυξανόμενο κίνημα κατά των ναρκωτικών, οι χημικοί και οι μικροδιακινητές έχασαν τη δουλειά τους. Καθώς το σεξ, τα ναρκωτικά και τα οινοπνευματώδη πέρασαν στην παρανομία, οι εγκληματίες από το ίδιο συνάφι συσπειρώθηκαν. Οι αυστραλέζικες εφημερίδες εμπνεύστηκαν από την εποχή του Αλ Καπόνε που μάστιζε την Αμερική στην άλλη πλευρά του κόσμου και χαρακτήρισαν το Σίδνεϊ «Σικάγο του Νότου» και «πρόσφορο έδαφος για τη διαφθορά».

Η Αυστραλία θα αντλούσε πολλά κοινά χαρακτηριστικά από τις ΗΠΑ και την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, τα οποία έγιναν φανερά στους αυστηρούς νόμους ως προς την πώληση και τη διακίνηση οινοπνευματωδών στους πολίτες της. Ως επακόλουθο της επανάστασης στις μεταφορές, το ανατολικό μέρος της πρωτεύουσας θύμιζε παραγκούπολη όταν σε άλλες περιοχές της πόλεις τα καινούρια και πιο πολυτελή σπίτια προσέλκυαν την εργατική τάξη. Όπως συνόψισε ο Λάρι Ράιτερ στο βιβλίο του Razor: A True Story of Slashers, Gangsters, Prostitutes and Sly Grog, οι περιοχές που έγιναν κοινώς γνωστές σαν «Ρέιζορχερστ» ξεφύτρωσαν από «μια ατυχή συγκυρία των μεσοπολεμικών κοινωνικών συνθηκών, των καλοπροαίρετων αλλά ξεροκέφαλων νόμων και μιας πραγματικά ασυνήθιστης φάρας φιλόδοξων και αμείλικτων κακοποιών που ήταν αποφασισμένοι να κερδίσουν εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες των πολυαγαπημένων Αυστραλών».

Οι περιοχές Σάρι Χιλς, Ντάρλινγκχερστ, Γούλουμουλου, Πάντινγκτον και Κινγκς Κρος έγιναν η επικράτεια των διαβόητων βασιλισσών της διαφθοράς Τίλι Ντιβάιν και Κέιτ Λι και των συμμοριών τους, μαζί με τον Νόρμαν Μπρούν, αρχηγό της συμμορίας των μαχαιροβγαλτών της Μελβούρνης και τον «Εβραίο» Φιλ Τζεφς, έναν διακινητή κοκαΐνης και παράνομων οινοπνευματωδών. Κάθε μαντάμ ήταν αποφασισμένη να ξεπεράσει τους άλλους, προσπαθώντας επίμονα να γίνει η πιο ισχυρή και πιο διαβόητη εγκληματίας της χώρας. Ανάμεσά τους οργάνωσαν βίαιους στρατούς με πεδίο μάχης τους δρόμους του Σίδνεϊ. Έπειτα από τον Νόμο περί Όπλων του 1927, ο οποίος απαγόρευε την κυκλοφορία με όπλα, οι κακοποιοί εφοδιάστηκαν με ένα νέο όπλο: την ξυριστική λεπίδα. Χιλιάδες άνδρες και γυναίκες έγιναν τα κακοποιημένα και χαρακωμένα θύματα – σιωπηλοί αλλά θανάσιμοι συνένοχοι στο έγκλημα. Οι κάτοικοι του Σίδνεϊ δεν φοβόντουσαν τόσο τον θάνατο όσο την ουλή στο μάγουλο που είχε σχήμα L και σήμαινε ότι είχαν πέσει θύμα των συμμοριών με τις λεπίδες και των ανδρών και των γυναικών που βρίσκονταν πίσω τους. 

Κέιτ Λι

Η βασίλισσα του παράνομου αλκοόλ του Σίδνεϊ 

Η Λι, η μεγαλύτερη από τις μαντάμ και η μόνη από τους τέσσερις αρχηγούς που ήταν γέννημα θρέμμα Αυστραλή, είχε γεννηθεί στην κεντροδυτική δυτική Νέα Νότια Ουαλία από τον Τιμοθι και τη Σάρλοτ Μπίχαν. Το όγδοο από 13 παιδιά, ήταν ξεροκέφαλη, μονίμως έμπλεκε σε κλοπές, χτυπούσε άλλα παιδιά και έκανε σκασιαρχείο. Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια σε οικοτροφείο για παραβατικά και ανεξέλεγκτα κορίτσια έχοντας υποστεί χρόνια κακοποίηση ως παιδί, εργάστηκε ως σερβιτόρα και σε εργοστάσια στο Γλιμπ και στο Σάρεϊ Χιλς. Λαχταρώντας μια ζωή πέρα από όσα της πρόσφερε ένας μέτριος μισθός, η κοπέλα άρχισε να συναναστρέφεται με εγκληματίες. Στα 21 της παντρεύτηκε τον πρώτο της άνδρα, τον Τζακ Λι, έναν 30χρονο ξυλουργό και μικροκακοποιό. Έκαναν μια κόρη αλλά χώρισαν όταν ο σύζυγος της Λι δικάστηκε και φυλακίστηκε για βιαιοπραγία. Η Λι προσπάθησε να επηρεάσει τους ενόρκους καταθέτοντας ψέματα στο δικαστήριο αλλά ο δικαστής την καταδίκασε σε φυλάκιση με τον σύζυγό της για ψευδορκία.

Οι αντίπαλες Κέιτ Λι και Τίλι Ντιβάιν το 1948

Τίλι Ντιβάιν
Γεννήθηκε 8 Σεπτεμβρίου 1900 / Πέθανε 24 Νοεμβρίου 1970

Γνωστή επίσης ως - Ή χειρότερη γυναίκα  στο Σίδνεϊ - Βασίλισσα του τζόγου Μόνο ανάμεσα στο 1921 και το 1925 συνελήφθη 79 φορές κατηγορούμενη για εκπόρνευση, καβγάδες, κλοπές, εξύβριση και άσεμνη συμπεριφορά και για σχέσεις με εγκληματίες.

Κέιτ Λι
Γεννήθηκε 10 Μαρτίου 1881 / Πέθανε 4 Φεβρουαρίου 1964

Γνωστή επίσης ως - Ή πιο σατανική γυναίκα  στο Σίδνεϊ - Βασίλισσα του Σάρι Χιλς Αν και η Λι κατηγορήθηκε σε 107 περιπτώσεις, φυλακίστηκε μόνο 13 φορές. Ανάμεσα στις κατηγορίες ήταν η ληστεία, η κλοπή, ο φόνος και η κατοχή του ηρεμιστικού φαινοβαρβιτόνη. Το 1930 εξέτισε 12 μήνες στη φυλακή για κατοχή ναρκωτικών.

«Στο αποκορύφωμα της καριέρας της η Λι διεύθυνε περίπου είκοσι τέσσερα μανάβικα

Μετά την αποφυλάκισή της ξεστράτισε για άλλη μια φορά και το 1913 καταδικάστηκε για τη λειτουργία πορνείου αλλά αφέθηκε ελεύθερη με 12μηνη αναστολή λόγω καλής συμπεριφοράς. Τον επόμενο χρόνο η Λι, η ερωμένη του κακοποιού Σάμιουελ «Τζιούι» Φρίμαν, καταδικάστηκε ξανά για ψευδορκία όταν παρείχε ψεύτικο άλλοθι στον Φρίμαν, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει τη μεγάλη ληστεία της μισθοδοσίας του συνεργείου σιδηροδρόμων Ίβλι. «Επτά χρόνια επειδή έμεινα πιστή σε έναν άνδρα. Καλύτερα να κρεμαστώ παρά να μείνω πιστή σε άλλον», ψιθύρισε πριν τη φυλακίσουν. Αποφυλακίστηκε το 1919 πριν εκτίσει το σύνολο της πενταετούς ποινής της. Τότε ήταν που η Λι αποφάσισε να συμπληρώσει το κενό στην αγορά. Με την προσωρινή (και σύντομα μόνιμη) εντολή του 1919 σε ολόκληρη την Αυστραλία που απαγόρευε τη λειτουργία των παμπ μετά τις 6 μ.μ., η Λι άρχισε να πουλά παράνομο αλκοόλ για να σβήνει τη δίψα εκείνων που είχε στεγνώσει το στόμα τους εξαιτίας των νέων περιορισμών. Στο αποκορύφωμα της καριέρας της η Λι διεύθυνε περίπου είκοσι τέσσερα μανάβικα και άλλες κρυφές εγκαταστάσεις που πουλούσαν παράνομα ποτά. Εκτός από αυτά, αυτή η ατρόμητη και πληθωρική γυναίκα ήταν ιδιοκτήτρια ενός πορνείου και έμπορος κοκαΐνης. 

Νέο αίμα στη γειτονιά

Η Τίλι Ντιβάιν, ή Ματίλντα Τουίς όπως ήταν το κανονικό της όνομα, ήταν μια υπέροχη ξανθιά καλλονή, γενναιόδωρη όσο και μοχθηρή. Γεννήθηκε στο Λονδίνο προς τα τέλη της βασιλείας της Βικτορίας και μεγάλωσε μέσα σε απίστευτη φτώχια. Ήταν όμως αποφασισμένη να δει καλύτερες μέρες από εκείνες της πείνας και της παγωνιάς που είχε ζήσει μικρή. Αφού παράτησε το σχολείο στα 12, συνειδητοποίησε ότι η ζωή στα εργοστάσια δεν θα της παρείχε ποτέ την πολυτέλεια που λαχταρούσε. Καθώς ήταν μια εντυπωσιακή κοπέλα με μεγάλα γαλανά μάτια και πλούσιες ξανθές μπούκλες, άρχισε να πουλάει το κορμί της στο Στραντ κερδίζοντας σχεδόν δέκα φορές το μέσο μεροκάματο μιας πόρνης. Στα δεκάξι της, η κοπέλα με το δροσερό πρόσωπο γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Τζιμ Ντιβάιν, έναν Αυστραλό στρατιώτη, πρώην κουρέα προβάτων και μικροκακοποιό με βίαιο ταμπεραμέντο και παντρεύτηκαν αργότερα την ίδια χρονιά.

Ένα βιογράφος τον περιγράφει σαν έναν άνθρωπο που χρησιμοποιούσε τη λέξη «γαμώ» σαν να ήταν κόμμα. Ήταν γνωστός ως «Μπιγκ Τζιμ» και δεν προσπάθησε να σταματήσει τη γυναίκα του από την πορνεία διασκεδάζοντας με τα χρήματα που εκείνη κέρδιζε με τόσο κόπο. Μερικές φορές η αστυνομία συλλάμβανε τον Ντιβάιν σαν προαγωγό στο Στραντ και του επέβαλλε πρόστιμο ή τον παρέπεμπε στο δικαστήριο. Όταν όμως ο πόλεμος τελείωσε ο σύζυγος της Ντιβάιν επέστρεψε στην Αυστραλία. Εκείνη τον ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα αφήνοντας τον γιο τους στους γονείς της και σχεδόν αμέσως άρχισε να δουλεύει σαν πόρνη από το διαμέρισμά τους στο Πάντινγκτον του Σίδνεϊ. Στο μεταξύ ο σύζυγός της συνέχιζε τις παράνομες δραστηριότητες για να βγάζει το ψωμί του, από τζογαδόρος μέχρι μπράβος σε επιχειρήσεις, απαιτώντας χρήματα για προστασία από παράνομα μαγαζιά. Συνολικά το ζευγάρι συγκέντρωσε περισσότερες από 100 κατηγορίες. Το 1925 βρέθηκαν μαζί στη φυλακή – εκείνη επειδή είχε χαρακώσει έναν άνδρα με ξυριστική λεπίδα σε ένα κουρείο και εκείνος επειδή ζούσε με τα παράνομα χρήματά της. Η Ντιβάιν ήταν πλέον 25 και μετά την αποφυλάκισή της αποφάσισε να ακολουθήσει νέα πορεία. Οι νόμοι απαγόρευαν σε άνδρες να διευθύνουν πορνεία αλλά δεν ανέφεραν πουθενά ότι αυτό ίσχυε για τις γυναίκες. Με την πάροδο των χρόνων η Ντιβάιν συγκέντρωσε μια περιουσία προσλαμβάνοντας κοπέλες να κάνουν τη βρόμικη δουλειά, ενώ εκείνη συνέλεγε ένα ποσοστό από τα κέρδη τους με αντάλλαγμα τη χρήση των χαμαιτυπείων της.

Η Ντιβάιν ήταν ευγενική και γενναιόδωρη σ’ εκείνους που της ήταν πιστοί αλλά δεν φοβόταν να ανταλλάξει γροθιές με όποιον την πρόδιδε ή απέφευγε να πληρώσει τα δέοντα. Ανάμεσα στους βίαιους συνεργάτες της ήταν ο σύζυγός της και ο Φρανκ Γκριν, ένας ψυχοπαθής, αλκοολικός και κοκαϊνομανής που είχε το παρατσούκλι «μικρός πιστολάς». Παρόλο που οι αυτοκρατορίες της Λι και της Ντιβάιν ήταν τελείως διαφορετικής φύσεως και δεδομένου ότι η κάθε μια είχε δικό της πεδίο δράσης, σε μερικούς τομείς της ζωής τους υπάρχουν κοινά σημεία. Η Λη δούλευε σαν μαντάμ και η Ντιβάιν, με την αυτοκρατορίας της από πορνεία, πλήρωνε συχνά τα κορίτσια της με χρήματα μαζί με κοκαΐνη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είχε πιο προσωπικό χαρακτήρα. Επειδή ήταν οι μόνες δύο γυναίκες επικεφαλής συμμοριών στο Σίδνεϊ, κάθε μια πάσχιζε να είναι πιο χυδαία, πιο σπάταλη και πιο επικίνδυνη από την άλλη και σε πολλές περιπτώσεις δεν φοβήθηκαν να αναμετρηθούν μεταξύ τους όταν συναντιόντουσαν οι δρόμοι τους. Η Λι ενθάρρυνε τους άνδρες της να χαρακώνουν τις πόρνες της Τίλι με τις λεπίδες τους. Ως αντίποινα, η Τίλι έβαζε τους τραμπούκους της να χαρακώνουν το πρόσωπο των αβανταδόρων της Λι και να διαλύουν τα παράνομα ποτοπωλεία της. Η Λι έστελνε τους γκάνγκστερ της να διαλύουν τα πορνεία της Τίλι. Οι δύο γυναίκες κατέδιδαν συνεχώς η μια την άλλη στην αστυνομία. 

Εκτελεστής, μαχαιροβγάλτης, λαθρέμπορος ποτών, κατάσκοπος

Πέρα από την προσωπική τους έχθρα, στο Σίδνεϊ διεξαγόταν ένας πιο θανάσιμος πόλεμος. Για δύο χρόνια η βία κόχλαζε κάτω από την επιφάνεια, απειλώντας να ξεσπάσει με όλη της τη μανία. Αρχίζοντας με τη Μάχη του Μπλαντ Άλεϊ τον χειμώνα του 1927 με αποτέλεσμα τον τραυματισμό δεκάδων συμμοριτών, η Λι και η Ντιβάιν πάλεψαν για τον έλεγχο των παράνομων επιχειρήσεων στο Ανατολικό Σίδνεϊ. Δεκάδες τραυματίστηκαν, πολλοί σκοτώθηκαν και όλοι αρνήθηκαν να κατονομάσουν τους επιδρομείς λόγω του κώδικα ηθικής των κακοποιών. Το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1929, οι μπράβοι της Ντιβάιν, Γκριν και Σίντνεϊ Μακντόναλντ, ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον «Πιστολά» Τζορτζ Γκάφνεϊ, το πρωτοπαλίκαρο της Λι. Ο Γκριν πυροβολήθηκε με περίστροφο αλλά επέζησε. Ο Μακντόναλντ τον μετέφερε στο νοσοκομείο και έτρεξε στους Ντιβάιν στο Ντάρλινγκχερστ για να αναφέρει το συμβάν πριν επιστρέψουν και οι τρεις μαζί στην κατοικία του ζεύγους στο Μάρουμπρα. Αφού περιποιήθηκαν το τραύμα του, ο Γκριν συνάντησε τους άλλους τρεις γύρω στα μεσάνυχτα.

Πριν όμως περάσει μια ώρα ένα άλλο ταξί σταμάτησε στην οδό Τόρινγκτον. Οι Γκάφνεϊ και Τόμλινσον βγήκαν από αυτό και καθώς σκαρφάλωναν στην αυλή του «Μπιγκ Τζιμ» συνεπλάκησαν μαζί του. Ήθελαν να σκοτώσουν τον Γκριν επειδή φοβόντουσαν ότι είχε ζήσει και θα τους πρόδιδε. Όμως η κατάσταση ανατράπηκε όταν ο Τζιμ τραυμάτισε θανάσιμα τον Γκάφνεϊ με το στρατιωτικό τουφέκι του. Στη δίκη του ο σύζυγος της Ντιβάιν είπε ότι είχε πυροβολήσει για να προστατεύσει το σπίτι του και τη γυναίκα του κάτι που το δικαστήριο έκρινε εύλογο. Η Λι έγινε έξαλλη με τον θάνατο του Γκάφνεϊ στα χέρια της εχθρού της και πρόσφερε μεγάλη αμοιβή για τον δολοφόνο του. Ο πόλεμος ανάμεσα στις Λι και Ντιβάιν ξέσπασε όταν η συμμορία της Ντιβάιν πέρασε στην επίθεση. Η πλευρά της Λι υπέστη φοβερές απώλειες σε μια σειρά από αιματηρές και βίαιες μάχες. Στα τέλη του 1929 η κυβέρνηση είχε πλέον φτάσει στο αμήν επειδή οι συμμορίες με τις λεπίδες λυμαίνονταν τους δρόμους του Σίδνεϊ από και ψήφισε τη Διάταξη περί Συνέργειας, επιμένοντας στη σκληρή τιμωρία εκείνων που «συνεργάζονται καθ’ έξιν με γνωστούς ληστές ή πόρνες ή με άτομα που δεν έχουν εμφανή ή νόμιμα μέσα συντήρησης».

Ήταν μια διάταξη που έδινε στην αστυνομία της Νέας Νότιας Ουαλίας απεριόριστη εξουσία να καταδικάζει οποιονδήποτε πίστευε ότι συνέβαλε στην ασύδοτη εγκληματικότητα της χώρας. Στο τέλος Ιανουαρίου του 1930, η νεοσύστατη Μονάδα Δίωξης Συνεργών ξεχύθηκε για να υποτάξει τις εγκληματικές φατρίες. Τον ίδιο χρόνο πάνω από 100 κάτοικοι κατηγορήθηκαν με τη νέα νομοθεσία και τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς κατέληξαν στη φυλακή. Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν η Ντιβάιν. Ωστόσο απέφυγε τη φυλακή αφού υποσχέθηκε στον δικαστή ότι θα έφευγε χρόνια από την Αυστραλία για δύο και τελικά την έστειλαν στην Αγγλία αφήνοντας πίσω τον σύζυγό της. Μέσα σε ένα χρόνο όμως ο «Μπιγκ Τζιμ» βρέθηκε να δικάζεται για φόνο. Όταν η Ντιβάιν επέστρεψε, η συμμορία της που κάποτε μεσουρανούσε στο έγκλημα, βρισκόταν πλέον υπό διάλυση. Με τη Διάταξη περί Συνέργειας οι δικαστές και οι ένορκοι ήταν πιο σκληροί στην έκδοση αποφάσεων και πολύ πιο πρόθυμοι να συμβάλλουν στο έργο της αστυνομίας και η Ντιβάιν δεν ήταν η μόνη βασίλισσα της διαφθοράς που υπέφερε από την αυστηρότερη νομοθεσία. Η Λι συνελήφθη έπειτα από επιδρομή της αστυνομίας σε ένα από τα νοικιασμένα σπίτια της στο Σάρι Χιλς και τον Φεβρουάριο του 1929 καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση επειδή παρείχε σε εγκληματίες ένα χώρο για να συγκεντρώνονται.

Τα χειρότερα έμελλε να έρθουν στα μέσα του 1930, όταν έπειτα από μια επιδρομή στο σπίτι της στο Ανατολικό Σίδνεϊ η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών ανακάλυψε κοκαΐνη και συνέλαβε τρεις γυναίκες «βαποράκια». Αν και η Λι είχε σταθεί τυχερή αποφεύγοντας τη φυλακή για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της, τελικά δικάστηκε για κατοχή κοκαΐνης και καταδικάστηκε στη βαρύτερη ποινή που είχε επιβληθεί ποτέ στη Νέα Νότια Ουαλία για ναρκωτικά – 12 μήνες φυλακή και πρόστιμο 250 λιρών ή άλλους 12 μήνες κατά την κρίση του δικαστηρίου. Συνέλαβαν επίσης τον Φρέντερικ Ντάνγκαρ, το δεξί της χέρι, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για ναρκωτικά όταν προσπάθησε να αγοράσει 15 γραμμάρια κοκαΐνη χωρίς ιατρική συνταγή. Ο δικαστής επέβαλε στον Ντάνγκαρ πρόστιμο 250 λιρών και 12μηνη φυλάκιση. Μέσω των πολιτικών επαφών της η Λι κατάφερε να πείσει το δικαστήριο να την αποφυλακίσει ένα χρόνο νωρίτερα έναντι προστίμου 250 λιρών. Όμως λίγο μετά την αποφυλάκισή της συνελήφθη ξανά τον Ιανουάριο του 1933 για αποδοχή κλοπιμαίων. Αυτή τη φορά εξορίστηκε από το Σίδνεϊ και τις γύρω περιοχές για πέντε χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών και η Μονάδα Δίωξης Συνεργών είχαν εξαλείψει τη διακίνηση κοκαΐνης σαν κύρια εγκληματική δραστηριότητα. Όπως διακήρυξε ο κύριος Τσάφεϊ της μονάδας, «Η βασιλεία του τρόμου τελείωσε». Αν και οι μαντάμ συνέχισαν τη ζωή τους στο Σίδνεϊ, η φήμη και οι μέρες τους ως επικεφαλής εγκληματικών συνδικάτων είχαν τελειώσει καθώς ό νόμος είχε καταστείλει τα μέλη των συμμοριών τους. Η Ντιβάιν ήταν εκείνη που θα γελούσε τελευταία όταν η νέμεσή της πέθανε το 1964, έξι χρόνια πριν από εκείνη.

Της Tanita Matthews

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History που κυκλοφορεί μια φορά το μήνα με το Εθνος της Κυριακής.

all about Historyναρκωτικάσεξσυμμορίες