Βιβλίο|18.04.2020 17:32

Η Αννα Γαλανού γράφει για το Πάσχα: Χαµένες αγκαλιές

Άγγελος Γεραιουδάκης

20 Φεβρουαρίου 2020. Ζούμε στην οµορφότερη χώρα του κόσµου, σκεφτόταν ο Νίκος, καθώς το αεροπλάνο πετούσε πάνω από τα Κυκλαδονήσια. Χαµένος στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου, αναζητούσε να βρει τις καστροπολιτείες τους, όµως το αεροπλάνο πετούσε τόσο ψηλά, που ήταν αδύνατον να τις διακρίνει.

Σε λίγα λεπτά θα προσγειωνόταν στο Ηράκλειο. Ανυποµονούσε να πάει στο σπίτι του, αδηµονούσε να δει να αστραποβολούν από χαρά τα µάτια της αγαπηµένης του Μαίρης, καθώς θα της έλεγε τα νέα. Ηταν τόσο καλά, ανέλπιστα καλά. Πάνω από τις προσδοκίες τους.

Μετά τόσα βάσανα που είχαν περάσει και την οικονοµική καταστροφή που είχαν υποστεί τα τελευταία χρόνια, οι ελπίδες τους δεν ήταν πολλές. Οµως είχαν τολµήσει. Με τη βοήθεια ενός φίλου πολιτικού µηχανικού, µε πολλή προσωπική εργασία και µε τα χρήµατα που πήραν όταν πούλησαν και το τελευταίο ακίνητο που τους είχε αποµείνει, κατάφεραν να µετατρέψουν την παλιά αγροικία στο χωριό σε µια σύγχρονη οικοτουριστική µονάδα που µπορούσε να φιλοξενήσει έως και τέσσερις οικογένειες.

Κατέθεσαν τα σχέδια για να ενταχθούν στο αναπτυξιακό πρόγραµµα, όµως η επιδότηση δεν εγκρίθηκε. ∆εν υπάρχει ασφαλής δρόµος, ήταν η επίσηµη δικαιολογία. Ετσι, για να ακολουθήσουν τις προδιαγραφές που είχαν τεθεί και να κάνουν τις αναγκαίες βελτιώσεις, έβαλαν το αγρόκτηµα υποθήκη και υπέβαλαν νέα αίτηση. Υστερα από τρέξιµο ενός και πλέον χρόνου, η πολύτιµη άδεια λειτουργίας βρισκόταν πια στον χαρτοφύλακα του Νίκου, που χρειάστηκε για ακόµα µία φορά να ανέβει στην Αθήνα, να φιλήσει πολλές κατουρηµένες ποδιές, πάντα µε τα ανάλογα δωράκια ανά χείρας, για να πάρει επιτέλους τις πολυπόθητες υπογραφές. Ολα ήταν πια έτοιµα. Μπορούσαν να λειτουργήσουν και την επόµενη µέρα αν ήθελαν.

Ο γιος τους, ο Μενέλαος, φοιτητής στην Πάτρα, τους είπε πως είχε ήδη έτοιµη την ιστοσελίδα, ενώ η κόρη τους, η Χαρούλα, θα ανέβαζε µια παρόµοια στο Facebook.

Η Πελαγία, παλιά του συµµαθήτρια, µία από τις µεγαλύτερες ατζέντισσες της πόλης, σαν έτοιµη από καιρό, του έλεγε να µην ανησυχεί γιατί υπήρχαν ήδη ενδιαφερόµενοι.

«Ξέρεις πόσοι Βορειοευρωπαίοι αναζητούν τέτοιου είδους διακοπές, Νίκο µου; Ολο τον χρόνο θα είσαι γεµάτος» του είπε την τελευταία φορά που µίλησαν στο τηλέφωνο. «Ελπίζω µόνο να µη µας χαλάσει τα σχέδια ο κορονοϊός...».

Κι εκείνος γέλασε.

«Ελα, µωρέ Πελαγία, ποιος κορονοϊός, η Κίνα είναι αρκετά µακριά από µας».

«Ποια Κίνα; Εκεί είσαι ακόµα; ∆εν είδες που έχει πρόβληµα και η Ιταλία; Δίπλα µας…».

«Καλά, κανόνισε εσύ τους πρώτους πελάτες για το τέλος του Μάρτη και βλέπουµε. Εξάλλου, ο κήπος θέλει ακόµη λίγη δουλειά και µε καθυστερεί και ο υδραυλικός».

«Μακάρι να πάνε όλα καλά, Νίκο…»

Ο Φλεβάρης ήταν στα τελευταία του, ο καιρός ήταν γλυκός, η φύση καταπράσινη και ανήµερα Τσικνοπέµπτη ο δρόµος ήταν γεµάτος µε κόσµο, το ίδιο οι ταβέρνες και τα µαγαζιά. Κίνηση, φώτα, παρέες, γέλια… «Αποκριές, ευκαιρία για ξεφάντωµα» του είπε ο οδηγός του ταξί καθώς τον άφηνε µπροστά στο σπίτι του.

Θα πάρω την οικογένεια να πάµε στην Πάτρα για το τριήµερο της Καθαράς ∆ευτέρας. Θα δούµε τον Μενέλαο και όλοι µαζί το Πατρινό Καρναβάλι. χρόνια µού το λέει η Μαίρη, σκέφτηκε καθώς έβαζε το κλειδί στην πόρτα.

20 Απριλίου 2020. Τράβηξε τη µάσκα από το πρόσωπό του και κοίταξε µε απορία τον άντρα µέσα στον καθρέπτη της κοινόχρηστης τουαλέτας του νοσοκοµείου. Εναν άντρα που δεν αναγνώριζε, έναν άγνωστο. Εναν γερασµένο άγνωστο, µε σκαµµένο πρόσωπο, βαθιές ρυτίδες γύρω από τα µάτια, κυρτωµένους ώµους, άσπρα αφρόντιστα µαλλιά και γένια. Αλήθεια, από πότε είχε να ξυριστεί;

Ξανάβαλε τη µάσκα και µε σερνάµενα βήµατα έσπρωξε την πόρτα και βγήκε στον µακρύ διάδροµο. Σωριάστηκε στον µεταλλικό καναπέ µε τα χέρια δεµένα µεταξύ τους και µε τα µάτια καρφωµένα στην πόρτα στο βάθος.

Από εκεί που καθόταν δεν µπορούσε να διακρίνει τα γράµµατα πάνω στο πλαστικό καρτελάκι. ήξερε όµως τι έγραφε. ΜΕΘ – Απαγορεύεται η είσοδος.

Ενα δάκρυ κύλησε στο µάγουλό του και ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Βουβά δάκρυα που δεν είχαν τελειωµό.

Η Μαίρη, η δικιά του Μαίρη, ήταν εκεί µέσα. Χαροπάλευε. Διασωληνωµένη εδώ και τρεις µέρες. Κανείς δεν µπορούσε να του απαντήσει αν θα ζούσε και κάθε φορά που ρωτούσε, τον κοίταζαν για λίγο και ύστερα του έλεγαν αυστηρά πως έπρεπε να φύγει, να πάει σπίτι του, πως κινδύνευε και ο ίδιος. Μάλιστα, τρεις φορές έως τώρα είχαν καλέσει την ασφάλεια του νοσοκοµείου, που τον έβγαλε έξω σηκωτό.

Και εκείνος πάντα επέστρεφε, ήθελε να είναι εκεί και ας µην µπορούσε να τη δει, να της πιάσει το χέρι, να της πει πόσο την αγαπούσε. Αλήθεια, πόσο καιρό είχε να της το πει; Χρόνια! Το θεωρούσε αυτονόητο. 

Αυτονόητο! Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Τώρα µετάνιωνε, µετάνιωνε για πολλά. Για τα σ’ αγαπώ που δεν είχε πει, για τα χαµόγελα που δεν ανταπόδωσε, για τη µονοµανία του να πιάσει ξανά την καλή, να γίνει ξανά δακτυλοδεικτούµενος. Οπως ήταν ο παππούς του, ο πατέρας του αλλά και ο ίδιος, πριν από τα µνηµόνια που τον είχαν καταστρέψει.

Πόσο ασήµαντα του φαίνονταν όλα πια. Πόσο ανόητος ήταν.

Τη µέρα που ανακοινώθηκαν τα µέτρα της καραντίνας, τα θεώρησε υπερβολικά και συνέχισε κανονικά τις εργασίες στον κήπο και στις αυλές, πιέζοντας τους εργάτες να βιαστούν για να τελειώσουν πριν από τις 20 Μαρτίου!

«Κοίτα, Νίκο, τι γίνεται στην Ιταλία. Τους άµοιρους τους ανθρώπους…» του έλεγε η Μαίρη όταν επέστρεφε από τις δουλειές που εκείνος την έστελνε να κάνει. Τράπεζες, πληρωµές, παραγγελίες…

Εκείνος την έστελνε.

Εκείνος.

Και µια µέρα σταµάτησαν όλα, νεκρώθηκε το σύµπαν. ∆εν δούλευε πια τίποτα. Ολοι κλείστηκαν στα σπίτια τους λες και είχε κηρυχθεί πόλεµος. Ο φόβος του θανάτου είχε σκεπάσει σαν πέπλο όλο τον κόσµο. Τόσοι νεκροί στη µία χώρα, τόσοι στην άλλη, τόσοι στην Ελλάδα…

Κρούσµατα, νεκροί και ερηµιά, απόλυτη ερηµιά παντού.

Κλειστά σχολεία, µαγαζιά, επιχειρήσεις, λιγοστά αυτοκίνητα στους δρόµους, παντού εµφανής η έλλειψη της ανθρώπινης παρουσίας. Λες και ξαφνικά σταµάτησαν να υπάρχουν παιδιά, νέοι, µουσικές, φωνές, τραγούδια… ∆εν υπήρχε γέλιο, χαρά, δεν υπήρχε τίποτα απ’ αυτά που συνθέτουν την αληθινή ζωή, παρά µόνο ο φόβος και η προσµονή να περάσει το κακό και να µπούµε ξανά στη σειρά µας.

«Νοµίζεις, Νίκο, πως όλα θ’ αλλάξουν ξαφνικά ως διά µαγείας; Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να αγκαλιαστούν ξανά οι άνθρωποι χωρίς να φοβούνται ο ένας τον άλλο. Και αυτό είναι που µε στενοχωρεί περισσότερο απ’ όλα. Οι χαµένες αγκαλιές».

Αυτά ήταν τα λόγια της Μαίρης εκείνο το πρωί καθώς έπιναν τον καφέ τους, και το ίδιο βράδυ σήκωσε 39 πυρετό. Δεν µπορούσε ν’ ανασάνει του έλεγε και πίεζε το στήθος της, λες και έτσι θα έδιωχνε το βάρος που εµπόδιζε τις ανάσες της.

«Δυστυχώς, κύριε Θαλασσινέ» του είπε ο γιατρός. «Η κατάσταση της συζύγου σας είναι πολύ σοβαρή». 

Τρεις μέρες και έξι ώρες είχαν περάσει από εκείνο το βράδυ. Ακόμα και τα δευτερόλεπτα μετρούσε, καθώς γυρνούσε πίσω το ρολόϊ της ζωής του.

Λεφτά, λεφτά, υποχρεώσεις και ξανά λεφτά.

Καλό επίπεδο ζωής, ε, τι να κάνουμε, εμείς είμαστε από τους τυχερούς, έλεγε κομπάζοντας πολλές φορές.

Και μετά! Χρεοκοπία, τράπεζες, υπέρογκα πρόστιμα,  πλειστηριασμοί και πάλι λεφτά, λεφτά … και φτου κι απ’ την αρχή.

Νέα αρχή, με άλλες προοπτικές, με πιο χαμηλωμένα φτερά και προσδοκίες αλλά και πάλι λεφτά, λεφτά… για να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή.

Ποιο νήμα;

Της αγάπης; Της ελπίδας; Της ενδοσκόπησης; Της έγνοιας για τους άλλους; Της συμπόνοιας; Της μοναξιάς; Της χαράς; Της νιότης;

Της ζωής;

Ναι, της ζωής, γιατί ο κύκλος του ανθρώπου από εκεί αρχίζει κι εκεί τελειώνει.

Πόσο μάταια και ανούσια του φαίνονταν τώρα όλα τα υπόλοιπα. Αυτό το αδιάκοπο κυνήγι της καταξίωσης, του χρήματος, του ακριβού αυτοκινήτου, του πολυτελούς σπιτιού, των ακριβών διακοπών και πόσα, πόσα ακόμα…

Τι αξία στ’ αλήθεια είχαν όλα αυτά;

Όλες τις προηγούμενες μέρες, βούτηξε για τα καλά μέσα την ψυχή του, τόσο πολύ που την ξαναβρήκε. Την κρατούσε κρυμμένη όλα αυτά τα χρόνια, σχεδόν είχε ξεχάσει πως υπήρχε.

Έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του και σηκώθηκε. Πήγε ως την τζαμαρία και ξανά πίσω. Κι όταν άκουσε βήματα να έρχονται προς το μέρος του, δεν έστρεψε καν το κεφάλι του. Θα τον έδιωχναν για μια ακόμα φορά. Ε, και;

«Κύριε Θαλασσινέ», άκουσε πίσω του μια μπάσα φωνή.

Έστρεψε το βλέμμα και είδε έναν άντρα ντυμένο σαν αστροναύτη το ίδιο και μια κοντούλα γυναίκα παραδίπλα.

Η καρδιά του σταμάτησε να κτυπά.

Όχι, ούρλιαζε μια φωνή μέσα του. Όχι, όχι, όχι!

«Κύριε Θαλασσινέ, μόλις βγάλαμε τον σωλήνα από την γυναίκα σας. Σταδιακά μπαίνουμε στην διαδικασία της ανάρρωσης…»

Τα περισσότερα βιβλία της Άννας Γαλανού κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα, µε πιο πρόσφατο το µυθιστόρηµα «Μαργκώ».

Αννα ΓαλανούΠάσχαΔιόπτρα