Βιβλίο | 16.04.2024 04:00

Προδημοσίευση του βιβλίου «Ο τελευταίος κρίκος»: Η ενοχή και η αθωότητα αλλάζουν διαδοχικά προσωπεία

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Παρασκευή (19/4) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας, το νέο βιβλίο «Ο τελευταίο κρίκος». Η αγάπη της Ευαγγελίας Ευσταθίου για τη συγγραφή την έστρεψε από πολύ νωρίς ν' ακολουθήσει αυτό το δρόμο, γράφοντας αρχικά παραμύθια και αργότερα διηγήματα.

Το πρώτο τυπωμένο της μυθιστόρημα, το έγραψε το 1998 και κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά. Oταν το πήρε στα χέρια της, ένιωσε σαν να γέννησε παιδί. Συγκίνηση, χαρά, περηφάνια, αγάπη. Αυτό που τη συνδέει με τους ήρωές της είναι η δημιουργία. Δηλώνει ότι είναι πνευματικά της παιδιά και ως παιδιά της, τ' αγαπά, τα καθοδηγεί, τα μαλώνει μερικές φορές αλλά και αγανακτεί όταν σε κάποια σημεία δείχνουν να ακολουθούν αυτόνομη πορεία.

Στη νέα της ιστορία, η Αννα και ο Μάξιμος, μια πρώην κλέφτρα και ένας ισχυρός εφοπλιστής άγνωστοι μεταξύ τους, απόγονοι δύο σπουδαίων οικογενειών που ξεκληρίστηκαν μυστηριωδώς δεκαετίες πριν, καλούνται να βρουν απαντήσεις στον γρίφο της διαθήκης που τους όρισε συγκληρονόμους και να λύσουν το μυστήριο της καταγωγής τους.

Στην πορεία τους για την αναζήτηση της αλήθειας τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται και τίποτε δεν φαίνεται όπως είναι. Και καθώς ο μίτος ξετυλίγεται, η ενοχή και η αθωότητα αλλάζουν διαδοχικά προσωπεία, οδηγώντας τους σε μια εξουθενωτική αναμέτρηση με τα σκοτάδια τους.

Σε μια αλυσίδα από ανομολόγητα μυστικά, ψέματα, προδοσίες και καταδικασμένους έρωτες, η Άννα, με το χάρισμα να βλέπει εικόνες από το παρελθόν, είναι η μόνη που μπορεί να συμπληρώσει τα τελευταία κομμάτια του παζλ και να γίνει δραπέτης του αναπόδραστου, ασφαλίζοντας οριστικά στο αέναο του χρόνου τον τελευταίο κρίκο.

Αποκλειστικό: Προδημοσίευση από το βιβλίο «Ο τελευταίος κρίκος»

Πρόλογος

Κάμπος Χίου

Οι πρώτες σταγόνες της βροχής έπεσαν στο έδαφος με ορμή, αναγκάζοντας τους εργάτες να υψώσουν απορημένοι το κεφάλι προς τον ουρανό. Κοίταξαν μουδιασμένοι τα πυκνά μαύρα σύννεφα και έπειτα, με απόλυτο συγχρονισμό, λες και το είχαν κάνει πρόβα αμέτρητες φορές, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η αίθρια μέρα που προέβλεπαν οι μετεωρολόγοι επιφύλασσε, κατά τα φαινόμενα, την πιο μεγάλη κακοκαιρία του Οκτώβρη. Μέσα τους, ωστόσο, μαινόταν μια άγρια χαρά. Με μισή καρδιά είχαν αναλάβει την αποπεράτωση των εργασιών στην περιοχή, αφού δύο μήνες τώρα όλο και κάτι γινόταν που οδηγούσε στην αναβολή τους.

Κανείς δεν το έλεγε ανοιχτά –ήταν γελοίο κοτζάμ άντρες να πιστεύουν σε τέτοια–, αλλά το έβλεπες στα μάτια τους. Δεν ήθελαν να είναι εκεί. Το ερειπωμένο αρχοντικό των Μαρκέζηδων στεκόταν πίσω τους σαν στοιχειό έτοιμο να πάρει την εκδίκησή του από όποιον τολμούσε να διαταράξει την απόκοσμη γαλήνη του. Δεν διανοούνταν ούτε καν να σιγοψιθυρίσουν μεταξύ τους πως, μετά την αποψίλωση μέρους του κτήματος μέσα στο οποίο ήταν χτισμένο, θα ακολουθούσε η κατεδάφιση. Ένιωθαν πως το αρχοντικό θα τους άκουγε. Κοιτώντας εκείνα τα δυο σπασμένα παράθυρα στη σοφίτα του, είχαν πάντα την αίσθηση πως κρατούσε τα μάτια του ορθάνοιχτα για να μη χάσει την παραμικρή κίνηση στα λημέρια του.

«Πάμε να πιούμε έναν καφέ, και γυρνάμε άμα καλυτερέψει ο καιρός» πρότεινε ο Λεωνίδας, που είχε το γενικό πρόσταγμα. «Μακάρι να μην είναι βαριά η νεροποντή. Με τόσα μπαλώματα που έβαλαν στον ποταμό μας για να φτιάξουν τους ωραίους τους δρόμους, θα θυμώσει».

Αφού ολόκληρος αρχιεργάτης μιλούσε για θυμωμένα ποτάμια, μπορούσαν και όλοι οι υπόλοιποι να αναστενάξουν ανακουφισμένοι δίχως ντροπή. Όποτε έβρεχε, ο ποταμός αποκτούσε την παλιά του αίγλη και γινόταν χείμαρρος ορμητικός, απειλώντας το βαρύ τσιμέντο που είχε αλλοιώσει την κοίτη του. Σε αυτό το σημείο της ροής του ήταν απείραχτος, θυμίζοντας στους κατοίκους της περιοχής την παλιά αδάμαστη φύση του.

«Τέλειωνε, ρε Μίλτο!» φώναξε ο Λεωνίδας φορτώνοντας στον ώμο τα σκαφτικά εργαλεία για να τα πάει στο φορτηγό του. «Τι διάολο σκάβεις τόση ώρα; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Θα έρθουμε αργότερα, μπορεί και αύριο αν δεν στρώσει ο καιρός. Δεν χάνεις το μεροκάματο, μη φοβάσαι. Αν μείνουμε άπρακτοι εδώ, θα μας στείλουν να καθαρίσουμε τα πλημμυρισμένα».

Όλοι άρχισαν να κινούνται προς το φορτηγό με ταχύτητα. Η βροχή δεν αστειευόταν. Μέσα σε πέντε λεπτά ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει, σαν να μην ήταν το ξημέρωμα μιας καινούριας μέρας αλλά η δύση της. Τα κοράκια φτερούγιζαν μανιασμένα καθώς έψαχναν καταφύγιο στις φυλλωσιές των δέντρων, και δυο απανωτές βροντές έσεισαν τον τόπο, προμηνύοντας κοσμοχαλασιά. Σχεδόν ταυτόχρονα όλοι κοίταξαν το σπασμένο παράθυρο της σοφίτας στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό. Ο ξαφνικός βοριάς κόντευε να ξεχαρβαλώσει τα παλιομοδίτικα παντζούρια του, μα εκείνα αντιστέκονταν δαιμονισμένα, ανοι­γοκλείνοντας με την αλαζονική σιγουριά που τους έδιναν οι ατσάλινοι μεντεσέδες τους.

«Αφεντικό!» ούρλιαξε ο Μίλτος, χώνοντας το φτυάρι πιο βαθιά στο χώμα.

Σε εκείνο το μέρος δεν χωρούσε να περάσει εκσκαφέας, και η βαριά δουλειά του σκαψίματος της γης μέχρι να παραταχθούν στο ίδιο επίπεδο όλα τα απαιτούμενα τετραγωνικά έπρεπε να γίνει από ανθρώπινα χέρια. Προτού πιάσει η βροχή, ο ακούραστος λόγω νιότης και φιλότιμου Μίλτος είχε αναλάβει το δυσκολότερο πόστο: κοντά στην κατάφυτη όχθη του ποταμού, σε ένα εντελώς ανισόπεδο σημείο γεμάτο πέτρες, θάμνους και τώρα πηχτή λάσπη.

«Παράτα τα, ρε Μίλτο, και έλα στο φορτηγό! Και αύριο μέρα είναι!» φώναξε αγανακτισμένος ο αρχιεργάτης, βάζοντας μπρος τη μηχανή του φορτηγού για να δηλώσει και έμπρακτα τη βιασύνη του. «Δεν θα ακούμε πια τους μαλάκες τους επιστήμονες. Καλύτερα να κοιτάμε τα μερομήνια».

«Αφεντικό, τρέχα γρήγορα!» φώναξε ο νεαρός εργάτης, πετώντας παράμερα το φτυάρι και αρχίζοντας να σταυροκοπιέται. «Είναι άνθρωπος, αφεντικό! Σκελετός ανθρώπου…» πρόσθεσε χαμηλόφωνα, από το σοκ.

Γούρλωσε τα μάτια, έσκυψε και άδειασε στο χώμα όλο το πρωινό που του είχε φτιάξει η μάνα του. Η βροχή έπεφτε τώρα με το τουλούμι, μα αυτός ούτε που την ένιωθε. Το βλέμμα του είχε μείνει ακίνητο πάνω στο ανθρώπινο κρανίο μπροστά του, που δεν ήταν εντελώς απογυμνωμένο από σάρκα. Σίγουρα είχε περάσει καιρός απ’ όταν ετούτος ο δύστυχος φυτεύτηκε στην όχθη, σκέφτηκε κοιτάζοντας τα σημεία όπου φαίνονταν μόνο κόκαλα, αλλά μονάχα οι ειδικοί μπορούσαν να αποφανθούν ακριβώς πόσος, αφού σχεδόν η μισή πλευρά του κρανίου καλυπτόταν από γκρίζο, μαραμένο δέρμα, όπως στις μούμιες.

Μέσα σε λίγη ώρα η ομάδα των πέντε εργατών είχε περικυκλώσει το κρανίο, και τώρα κοιτάζονταν μεταξύ τους δίχως να μπορούν να πάρουν μια απόφαση. Να ειδοποιούσαν αμέσως τις Αρχές για το μακάβριο εύρημα, ή να έσκαβαν λίγο ακόμα για να βγάλουν τον νεκρό από τη γη; Χίλια δυο είχαν βρει κατά καιρούς σκάβοντας το χώμα, αλλά νεκρό άνθρωπο ποτέ. Τους έτρωγε η περιέργεια, που ερχόταν σε πλήρη σύγκρουση με τη γνώση ότι δεν έπρεπε να ανακατευτούν, αλλά η βροχή δυνάμωνε και τους έσφιγγε ο φόβος μήπως η ορμή της, σε συνδυασμό με τη λάσπη του ποταμού, κατέστρεφε πολύτιμα για την αστυνομία στοιχεία.

«Κουνηθείτε!» διέταξε ο Λεωνίδας και έχωσε πρώτος το φτυάρι λίγα εκατοστά μακρύτερα από το σκελετωμένο πτώμα. «Ας το βγάλουμε, και μετά ας κάνουν ό,τι θέλουν. Εδώ που το βρήκαμε, εδώ θα μείνει» τόνισε. «Θα το φυλάξουμε μην του ορμήσουν τίποτε σκυλιά, και μετά δεν θα ανακατευτούμε άλλο. Σκάψτε περιμετρικά» έδωσε εντολή. «Να βεβαιωθούμε για το έδαφος προτού πλησιάσουμε. Όπου πετύχετε πέτρα σταματάτε. Δεν θέλουμε να καταστρέψουμε κανένα στοιχείο».

Όλοι κατένευσαν αμίλητοι και στρώθηκαν στη δουλειά, πασχίζοντας να κρατούν το βλέμμα μακριά από το εκτεθειμένο κεφάλι.

Για μισή ώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν το σφυροκόπημα της βροχής, οι σποραδικές βροντές και τα χτυπήματα από τα φτυάρια πάνω στο χώμα.

Τα παντζούρια της σοφίτας συνέχιζαν να ανοιγοκλείνουν φρενιασμένα. Και ένα κοράκι, μούσκεμα ως τα νύχια του κι αυτό, προσγειώθηκε λίγα μέτρα μακριά από τους εργάτες, στυλώνοντας το οξύ βλέμμα του πάνω τους.

Ανατρίχιασαν, μα δεν είπαν τίποτε.

Δεν είχαν φωνή, άλλωστε.

Είχαν απομείνει άλαλοι, να κοιτούν το τυλιγμένο σε ένα κάποτε λευκό σεντόνι απομεινάρι ανθρώπινου σώματος.

Η αστυνόμος Μαρκέλλα Γεράνη, προϊσταμένη του Γραφείου Εγκληματολογικών Ερευνών Χίου, κατέφθασε πρώτη στο σημείο του μακάβριου ευρήματος. Ο τόπος είχε περάσει εδώ και καιρό στη δικαιοδοσία του Δήμου Χίου, ελλείψει κληρονόμων της οικογένειας Μαρκέζη, μιας από τις πιο ιστορικές οικογένειες του νησιού.

Η δυνατή βροχή είχε σταματήσει, και στη θέση της ένα σιγανό ψιχάλισμα συνέχιζε να νοτίζει τη γη και τη χλωρίδα της περιοχής. Οι άντρες της Σήμανσης άρχισαν να συλλέγουν στοιχεία και να τραβούν φωτογραφίες καθώς οι αστυνομικοί απομάκρυναν τους περίεργους περίοικους, που είχαν σπεύσει για να μάθουν τι είχε συμβεί. Κάτω από τις αυστηρές οδηγίες της αστυνόμου, σύντομα αποκαταστάθηκε η τάξη, και η ειδική κορδέλα της αστυνομίας εμπόδισε τους περίεργους να πλησιάσουν. Και, παρά τη συννεφιά, το μεσημεριανό φως ήταν αρκετό για τη συλλογή των στοιχείων από τη Σήμανση.

Το σκελετωμένο πτώμα μεταφέρθηκε με προσοχή στο βαν της αστυνομίας, συνοδεία του ιατροδικαστή, και, αφού παρέμειναν μερικοί αστυνομικοί στον χώρο για τη φύλαξή του με βάρδιες, συνοδεύτηκε από δύο περιπολικά μέχρι τη Διεύθυνση Αστυνομίας Χίου. Ήδη είχαν κληθεί συνάδελφοι από το Εγκληματολογικό της Αθήνας προκειμένου να συνδράμουν στην έρευνα και να αξιολογηθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα ευρήματα.

Το να ανακαλυφθεί με τέτοιο τρόπο ένας νεκρός δεν ήταν κάτι συνηθισμένο στο νησί. Τα πιο συχνά αδικήματα ήταν οι κλοπές και οι συμπλοκές μεταξύ των λαθρομεταναστών που κατάφερναν να φτάσουν στις ακτές της Χίου. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν οι δολοφονίες τις τελευταίες δεκαετίες. Και τώρα η Μαρκέλλα Γεράνη ένιωθε πως βρισκόταν μπροστά στην πιο κομβική στιγμή της καριέρας της. Λόγω φύλου υπήρχε πάντα δυσπιστία για τις ικανότητές της και την αξιοκρατική τοποθέτησή της ως υπεύθυνης ενός τόσο νευραλγικού τμήματος της αστυνομίας, και τώρα είχε έρθει η ώρα να κερδίσει τον σεβασμό που για έναν άντρα συνάδελφό της θα ήταν αυτονόητος.

Κόντευε να βραδιάσει όταν ο Θωμάς Σερέτης, ο ιατροδικαστής, βγήκε από τον θάλαμο νεκροψίας, όπου για ώρες είχε εξετάσει ενδελεχώς τα απομεινάρια του νεκρού, και πήγε βιαστικά στο γραφείο της Γεράνη. Με το που μπήκε μέσα, κάρφωσε τα θολά γαλάζια μάτια του στην αστυνόμο, τρίβοντας με τα ακροδάχτυλά του τους κροτάφους του.

«Καλέστε κάποιον καλό νομικό. Η υπόθεση είναι περίπλοκη» είπε, απασχολώντας τα χέρια του με ένα στιλό που έβγαλε από το τσεπάκι της ιατρικής ποδιάς του. «Δεν χρειάστηκε να προχωρήσω σε εργαστηριακές εξετάσεις. Έμεινα στη νεκροψία. Τα πάντα είναι γραμμένα στη διαθήκη. Η ταυτότητα του θύματος και η ταυτότητα του θύτη. Ο τόπος του εγκλήματος. Η ώρα και οι συνθήκες. Το πρώτο σημείο ταφής. Υπάρχει και σαφής υπόδειξη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του συντάκτη της διαθήκης, ώστε να μην προκύψει το παραμικρό κώλυμα. Μάλλον δεν θα πας στο σπίτι σου απόψε, Μαρκέλλα. Γιατί, καταπώς φαίνεται, ο Κωνσταντίνος Απέργης δεν πέθανε ήσυχα στον ύπνο του ούτε θάφτηκε εκεί όπου του αφήνει λουλούδια μια φορά στο τόσο ο καντηλανάφτης».

«Τι μου λες, Θωμά;» γούρλωσε τα μάτια η αστυνόμος, ρί­χνοντας και μια κλεφτή ματιά στον διάδρομο, λες και θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή το σκελετωμένο πτώμα. «Μιλάμε για φόνο;»

«Τα ευρήματα είναι ξεκάθαρα. Θα μιλούσαν από μόνα τους ακόμα κι αν δεν υπήρχε καμία ομολογία στη διαθήκη. Επίσης, γνωρίζοντας την έχθρα –αν όχι μίσος– ανάμεσα στις οικογένειες Μαρκέζη και Απέργη, μπορώ να πω ότι το περιεχόμενο της διαθήκης είναι αδιάσειστη απόδειξη της αλήθειας των γραφομένων».

Η αστυνόμος κοίταξε το ρολόι της και δαγκώθηκε νευρικά. Σε λιγότερο από δύο ώρες θα κατέφθανε στη Χίο το κλιμάκιο του Εγκληματολογικού από την Αθήνα, οπότε έπρεπε να βιαστεί αν ήθελε να σχηματίσει στο μυαλό της μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων. Άρπαξε από την τσέπη του σακακιού της το πακέτο με τα τσιγάρα της και, αφού ζήτησε, μέσω ενδοεπικοινωνίας, από τον αστυνομικό υπηρεσίας να μην επιτρέψει σε κανέναν επίσκεψη στο γραφείο της για λίγη ώρα, είπε στον ιατροδικαστή να καθίσει και να της δώσει περισσότερες πληροφορίες.

«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή» του πρότεινε προσφέροντάς του ένα τσιγάρο, που εκείνος το δέχτηκε με λαχτάρα – τρία όλα κι όλα κάπνιζε την ημέρα, τόσα του είχε επιτρέψει ο γιατρός μετά το καρδιακό επεισόδιο του προηγούμενου καλοκαιριού.

«Είναι πυροβολισμός εξ επαφής, Μαρκέλλα» δήλωσε ο Σερέτης, ξεφυσώντας με απόλαυση τον καπνό από την πρώτη ρουφηξιά.

Δεν είχε σημασία αν εξέταζε οστά και απομεινάρια σάρκας λίγο νωρίτερα. Αυτή ήταν η δουλειά του, μακάβρια για την πλειονότητα των ανθρώπων, αλλά δουλειά όπως όλες, και χρειαζόταν στιγμές ανάπαυλας με μικρές απολαύσεις προκει­μένου να εξισορροπεί το ψυχικό κόστος. Τα μετρημένα τσιγάρα του ήταν μια από αυτές.

«Δεν πρόκειται να σε διακόψω με ερωτήσεις. Συνέχισε» τον παρότρυνε η αστυνόμος.

«Δεν ξέρω ποιος διάβολο είναι θαμμένος στον οικογενειακό τάφο των Απέργηδων, πάντως ο Κωνσταντίνος Απέργης βρίσκεται εκεί μέσα» έστρεψε ο άντρας το κεφάλι προς την κατεύθυνση του θαλάμου νεκροψίας. «Φυσικά, θα ήταν αδύνατον να καταλήξω με σιγουριά σε αυτό το συμπέρασμα αν δεν γνώριζα, όπως και οι περισσότεροι στο νησί, την ανωμαλία στη διάπλασή του: τα έξι δάχτυλα στο αριστερό του χέρι. Είναι όλα εκεί. Απαλλαγμένα κατά το πλείστον από ιστούς, αλλά είναι εκεί. Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Απέργη. Ο θάνατός του ήταν σχεδόν ακαριαίος. Πρώτα δέχτηκε χτύπημα με βαρύ αντικείμενο στο κεφάλι και μετά πυροβολήθηκε από κοντινή απόσταση. Η σφαίρα διαπέρασε τη σπονδυλική του στήλη στο ύψος του θώρακα. Η δολοφόνος του τον κοίταζε στα μάτια».

«Η δολοφόνος του;» ρώτησε η αστυνόμος, νιώθοντας το αίμα να κυλά με ορμή στις φλέβες της.

«Ναι. Δολοφονήθηκε από τη συντάκτρια της διαθήκης, σύμφωνα με την ομολογία της. Συγκεκριμένα, από την Ευγενία Ρούσσου-Μαρκέζη. Και βάσει αυτού, Μαρκέλλα, μάλλον θα πρέπει να γίνουν πολλές εκταφές, όχι μόνο μία. Αυτές οι δύο οικογένειες ξεκληρίστηκαν, πόσο τυχαίο μπορεί να είναι που έχουμε τώρα στα χέρια μας αυτή την πληροφορία; Δεν έμεινε κανείς. Όλοι έχουν πεθάνει – είτε σε δυστυχήματα, είτε από φυσικά αίτια. Πολύ φοβάμαι ότι χρειάζεται έρευνα σε βάθος. Εμπλέκονται πολλοί, απ’ ό,τι καταλαβαίνεις. Και θα εμπλακούν κι άλλοι. Η ομολογία στη διαθήκη είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά τα υπόλοιπα αναγραφόμενα είναι ακόμα πιο ενδιαφέροντα».

«Λέγε, Θωμά, δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αν έχει τέτοιο ζουμί η υπόθεση, ξέρεις πολύ καλά ότι και οι δυο μας θα καταλήξουμε να είμαστε διακοσμητικά στοιχεία. Τι γράφει η διαθήκη;»

Ο ιατροδικαστής έσβησε το τσιγάρο του και, στέλνοντας στον διάβολο την εγκράτειά του, αφαίρεσε από το πακέτο της αστυνόμου άλλο ένα. Το άναψε, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και ξεφύσηξε απολαυστικά τον καπνό. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να διαλυθεί το σύννεφο ανάμεσα σε αυτόν και στη συνεργάτιδά του, έστρεψε πάλι το κεφάλι προς την κατεύθυνση του θαλάμου νεκροψίας. Έπειτα κοίταξε την αστυνόμο βαθιά μέσα στα μάτια και αναστέναξε.

«Ότι η Ευγενία Μαρκέζη κληροδοτεί κατά το ήμισυ το κτήμα και το αρχοντικό σε κάποια απόγονό της. Το άλλο μισό το κληροδοτεί σε κάποιον απόγονο του Κωνσταντίνου Απέργη. Αυτή είναι η πρώτη βόμβα. Πως ο Απέργης, εκτός από τους δύο νόμιμους γιους του, που έχασαν τη ζωή τους σε δυστυχήματα, είχε και εξώγαμο παιδί. Βάζω στοίχημα, αγαπητή μου Μαρκέλλα, ότι οι κληρονόμοι δεν έχουν ιδέα για το ποιοι ακριβώς είναι».

«Απόγονοι…» κράτησε για λίγο την ανάσα της η αστυνόμος, προσπαθώντας πρώτα να χωνέψει και μετά να επεξεργαστεί την πληροφορία. «Απόγονοι; Δεν έμεινε κανείς ζωντανός. Όλοι οι θάνατοι εξετάστηκαν ενδελεχώς και υπογράφτηκαν από γιατρούς. Καμία υπόθεση δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Μιλάμε για δύο από τις σπουδαιότερες οικογένειες της χώρας, όχι μόνο του τόπου μας. Και μου λες πως…;»

«Δεν το λέω εγώ, Μαρκέλλα» τη διέκοψε ο ιατροδικαστής, τρίβοντας λίγο τους κροτάφους του. «Η Ευγενία Μαρκέζη το λέει. Γραπτώς. Κι αφού γίνει γραφολογική ανάλυση της διαθήκης και εξακριβωθεί η ταυτοπροσωπία, η περιουσία των Μαρκέζηδων θα αποκτήσει ιδιοκτήτες. Το ίδιο και η περιουσία των Απέργηδων. Ή, τέλος πάντων, ό,τι έχει απομείνει από αυτές».

Η Μαρκέλλα Γεράνη σήκωσε ανυπόμονα το ακουστικό του τηλεφώνου μπροστά της και ζήτησε από τους συναδέλφους της να της φέρουν φωτογραφία της διαθήκης. Δεν μπορούσε να περιμένει το κλιμάκιο από την Αθήνα. Μέχρι να αναθέσουν την υπόθεση αλλού –γιατί σίγουρα αυτό θα γινόταν–, υπεύθυνη για τον χειρισμό της ήταν η ίδια.

«Ούτε εγώ θα τα μάθαινα αυτά» ένιωσε την ανάγκη να πει ο ιατροδικαστής. «Αλλά η διαθήκη ήταν δεμένη στον καρπό του Απέργη, κλεισμένη σε ένα πλαστικό σακουλάκι. Την αφαίρεσα και τη διάβασα προτού την παραδώσω στη Σήμανση. Το ένα από τα δύο ονόματα είναι τρανταχτό, Μαρκέλλα».

«Λέγε» είπε ανυπόμονα εκείνη – έτσι όπως πήγαινε, θα χρειαζόταν και δεύτερο πακέτο τσιγάρα.

Ο Σερέτης σηκώθηκε και για άλλη μια φορά έστρεψε το κεφάλι προς την κατεύθυνση του θαλάμου νεκροψίας, λες και θα ζητούσε από τον νεκρό την άδεια να ξεστομίσει το μυστικό του. Αμφιταλαντεύτηκε λίγο και ύστερα κοίταξε παραδομένος την αστυνόμο. Εμπιστευόταν τη Μαρκέλλα Γεράνη περισσότερο και από τον εαυτό του. Έτσι κι αλλιώς, ο ασκός του Αιόλου θα άνοιγε. Δεν ωφελούσε σε τίποτε η παράταση της μυστικότητας.

«Μιλάμε για τον Μάξιμο Λυμπέρη» της αποκάλυψε. «Αυτόν ονοματίζει ως απόγονο του Κωνσταντίνου Απέργη, Μαρκέλλα. Τώρα, το πώς μπορεί να ισχύει αυτό υποθέτω πως είναι κάτι που θα το μάθουμε στην πορεία».

«Υποψιάζομαι πως δεν θα είναι το μόνο συνταρακτικό που θα μάθουμε» ήταν το μόνο που είπε η αστυνόμος.

Ασάλευτη σαν άγαλμα, λες και είχε παγώσει ο χρόνος, δεν μπόρεσε ούτε τα βλέφαρά της να ανοιγοκλείσει.

συγγραφέαςΜίνωαςΠροδημοσίευσημυθιστόρημαειδήσεις τώρα