Βιβλίο|21.07.2021 10:03

Προδημοσίευση: «Ένας αφηρημένος άνδρας» της Μάρως Βαμβουνάκη

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το νέο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη με τίτλο «Ένας αφηρημένος άνδρας». Κάθε άνθρωπος πρέπει να επιλέξει τελικά πόσον έρωτα μπορεί να αντέξει. Η δεκαεφτάχρονη Μαρία εξαφανίζεται ένα πρωί από το σχολείο της και δε θα τη βρει ξανά κανείς. Κι ας συνεχίζει να μένει κοντά στο πατρικό σπίτι όπου δραπέτευσε. Δραπέτευσε από δύο γονείς παρανοϊκούς, που από μωρό την κακοποίησαν στη μέση του τρελού γάμου τους. Η ζωή, όμως, θα της φέρει έναν αφηρημένο άντρα, αρκετά μεγαλύτερό της, που θα ερωτευθεί παράφορα. Άραγε, χρεώνεται αμαρτίες ο μεγάλος έρωτας ή είναι αθώος σαν ανεύθυνος; Μια ιστορία ζωής, θανάτου και πάλι ζωής. 

Η Μάρω Βαμβουνάκη γεννήθηκε στα Χανιά, όπου έζησε εκεί τα παιδικά της χρόνια. Από εννέα χρόνων ήρθε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει νομικά και ψυχολογία. Με μόνιμη παρουσία στη λίστα των best seller, η συγγραφέας αφηγείται ιστορίες που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι δεν είσαι μόνος.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το νέο της βιβλίο:

Είμαστε μαζί έναν χρόνο και περίπου τρεις μήνες, έναν χρόνο και περίπου τρεις μήνες ύστερα από τη νύχτα της τελευταίας εκείνης Αποκριάς. Όταν βγαίναμε από το κέντρο μετά τα μεσάνυχτα κι ακουγόταν πίσω το Μινόρε της αυγής πειραγμένο με μπιτ τόνο. Θέλω να πιστεύω ότι ο δεσμός άρχισε εκείνη τη νύχτα, τα μεσάνυχτα εκείνα, και όχι λίγες μέρες αργότερα, όταν απρόσκλητος χτύπησε στην κάτω εξώπορτα το κουδούνι μου.

Και είναι αρχή καλοκαιριού. Το πιο καλό κομμάτι του καλοκαιριού σίγουρα. Δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη οι μεγάλες ζέστες, η θάλασσα πιο γλυκιά και καλότροπη, σαν κουρασμένη από τις ανοιξιάτικες υπερβολικές φουρτούνες, τα πλήθη των κολυμβητών δεν έχουν ορμήσει στις παραλίες με ξεφωνητά, το δέρμα μας διψάει τον δυνατό ήλιο, τη θέρμη ύστερα από το ψύχος του χειμώνα και τις υγρές ψύχρες της άνοιξης, διψάμε το παρατεταμένο φως, τη μέρα που σταθερά μεγαλώνει. Δε φτάνουμε βέβαια τις Λευκές Νύχτες της Βόρειας Ευρώπης, αλλά σίγουρα νιώθεις περίεργα να είναι βράδυ ελληνικό, εννέα η θερινή ώρα, και να βλέπεις και τον ήλιο ακόμη απέναντι.

«Το αττικό φως», μου κάνει, «είναι μοναδικό στη γη. Μην κοιτάς τώρα που μολύνθηκε η ατμόσφαιρα. Και πάλι, μην ακούς, δύσκολα μολύνεται κάτι αγνότατο κι ας λένε. Ξημερώνουν μέρες που το φως εδώ λάμπει τόσο, είναι γαλανό τόσο, ώστε νομίζεις ότι βαδίζεις αστροναύτης σε καθαρό ουρανό. Δεν έχεις δει πόσο μπερδεύονται κάποιες ώρες θόλος και πέλαγο; Εσύ τα ξεχωρίζεις; Το μεσημέρι, αύριο, θα σε γυρίσω ανάποδα και να μου πεις πού είναι ο ουρανός και πού η θάλασσα».

«Μπορώ εύκολα να κάνω κατακόρυφο».

«Όχι, εγώ θα σε αναποδογυρίσω».

Γελάμε, όλα είναι σπουδαία σήμερα.

Φύγαμε αργά απόγευμα της Παρασκευής, πρώτες μέρες Ιουνίου, σταματήσαμε για παγωτό στη Βουλιαγμένη, μπαίνοντας κατά τον Λαιμό, και φτάσαμε στο Σούνιο αργά γιατί ήθελε «να ρουφήξει τον Σαρωνικό στα δεξιά μας», είχε νυχτώσει πια. Του είχε λείψει έλεγε η διαδρομή. Τι κρίμα, νύχτωσε πια και δε βλέπω έξω…

«Δεν πειράζει, καλύτερα, η νύχτα εδώ είναι μαγεμένη, μάτια μου, θα δεις!»

Πήγαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο που έδειχνε άδειο και έρημο. Ένα στέρεο μεγάλο κτίσμα, απομονωμένο από την κεντρική λεωφόρο όπως τραβάει κατά το Λαύριο, περνούσες από αραιά δέντρα της άμμου και θάμνους για να παρκάρεις σε πλατωσιά και είχε πρόσοψη μπροστά στην ακτή, οι κάτω αίθουσες άγγιζαν την αμμουδιά.

Πήρε το κλειδί μας από την υποδοχή και ανεβήκαμε με το ασανσέρ στον δεύτερο όροφο. Αγαπώ τους διαδρόμους των ξενοδοχείων, αυτό τον άηχο και σχεδόν πάντα ολόαδειο λαβύρινθο της μοκέτας, τόσο ουδέτερο, τόσο απρόσωπο, τόσο μοναδικά έρημο, κάτι σαν διαστημόπλοιο, που θα σε βγάλει όμως σε ένα δωμάτιο συνήθως υπερβολικά προσωπικό. Δωμάτιο για έρωτα παράνομο, ή για κάποιον που θέλει να νιώσει παράνομος για λίγο, δωμάτιο ταξιδιού, δωμάτιο πολιτείας ξένης ή άλλης θάλασσας, δωμάτιο για περισυλλογή, για καταφύγιο ή κρυψώνα. Δε σου ζητάνε εδώ τίποτα εκτός από το να πληρώσεις, δε σε πιέζει καμιά υποχρέωση, οι ενοχές ίσως μένουν απ’ έξω μακριά, είναι κάψουλα μονωμένη από τον χρόνο και τον κόσμο, την αισθάνεσαι στο πετσί σου την απόμακρη απόσταση.

Έχω ακούσει ανθρώπους που, για να ησυχάσουν, φεύγουν από το σπίτι τους κάποιο βράδυ και πάνε να κλειστούν σε δωμάτιο κοντινού ξενοδοχείου. Για την ασφάλεια της άλλης διάστασης. Όπως και έχω ακούσει ότι κάποιοι αυτόχειρες διαλέγουν να αυτοκτονήσουν σε δωμάτιο ξενοδοχείου.

Το δικό μας δωμάτιο ήταν μπεζ στο χρώμα της σάρκας και αρκετά μεγάλο, ο ένας τοίχος από τζαμαρία έβγαινε σε βεράντα πάνω από το πέλαγο. Μόνο ένα τεμπέλικο κύμα ακουγόταν να πηγαινοέρχεται και να σκάει τσιγγούνικα αφρούς όπως έπεφτε στην άμμο. Σαν να βαριόταν για πιο δραματικά πάρε δώσε. Γενικά, η πανσέληνος σε άλλους προκαλεί ένταση και σε άλλους υπνηλία. Και ήταν, τυχαία, πανσέληνος απόψε. Είναι τυχαίο; Οι ερωτευμένοι, οι βαριά ερωτευμένοι μάλιστα, θέλουν να υποπτεύονται σημεία και τέρατα, σύμβολα που διαρκώς η ζωή για χάρη τους και μόνο για χάρη τους οργανώνει. Ο εγωκεντρισμός του πάθους, ο ναρκισσισμός των εραστών φαντάζει χαζός ή ας πούμε αθώος, όπως των μικρών παιδιών.

Έσυρα την κουρτίνα, έσυρε την τζαμαρία, οι θόρυβοί μας πλήγωσαν προς στιγμήν το βουβό σκοτάδι, βγήκαμε στη βεράντα, μ’ αγκάλιασε σφιχτά και κοιτάζαμε έκθαμβοι.

Εδώ η νύχτα είναι πολλή νύχτα!

Η πανσέληνος πρόβαλε αργά απ’ το πέλαγο τεράστια και σαν πιο σκουρόχρωμη, πανσέληνος από καλογυαλισμένο μπρούντζο, ενώ στον κοντινό βράχο, σαν να ήταν σχεδόν από πάνω μας, μετέωρος και διακριτικά φωταγωγημένος, τρυφερά, έστεκε ή πετούσε, μια δεύτερη πανσέληνος, ο ναός του Ποσειδώνα. Κάποιος αόρατος γκιόνης ακούστηκε κοντά να μας κρώζει λυπημένα πως του είναι αφόρητη η τόση σιγαλιά. Την τόνιζε πράγματι την άπειρη σιωπή η φωνή του λυπημένου γκιόνη, ακούγοντάς τον πρόσεχες πόσο πυκνή, πόσο απτή είναι η αποψινή σιωπή.

«Έχεις δει ποτέ σου γκιόνη;» ψιθύρισα μην ενοχλήσω το σκοτάδι.

«Μόνο σε ζωγραφιά στο σχολικό βιβλίο. Του δημοτικού».

Κοιτούσαμε ώρα θαμπωμένοι κι εκστατικοί. Από την τέλεια ομορφιά ξεχάσαμε και να φιληθούμε.

«Είναι ωραία η γη», είπα.

«Είναι απίστευτα ωραία η γη, αγάπη μου. Τον κόσμο τον λένε κόσμο γιατί είναι κόσμημα».

«Ναι;»

«Ναι».

«Να μείνουμε εδώ για πάντα. Να μη γυρίσουμε».

«Θα ξημερώσει όμως. Θα είναι αλλιώς».

«Ναι, είναι αλλιώς τη νύχτα. Αν δεν υπήρχε νύχτα, τι θα κάναμε;»

«Τι θα κάναμε; Δεν έχεις άδικο».

Πάλι ο γκιόνης, και η σελήνη γλιστρώντας ανέβηκε λίγο, μίκρυνε λίγο, και έλαμψε πιο ανοιχτόχρωμη, ο μπρούν­τζος της γινόταν όπως ανέβαινε ασήμι. Μονάχα ο ναός στον βράχο συνέχιζε ακίνητος, σταθερά ίδιος.

«Πόσα χρόνια ίδιος;»

«…»

«Θα συνεχίσει λες;»

«Έτσι νομίζω. Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιες σταθερές».

«Κι εμείς;»

«Κι εμείς το ίδιο. Μια σταθερά θα μείνουμε».

«Φαντάσου να εμφανιστεί ξαφνικά το καράβι!»

«Για ποιο καράβι λες;»

«Εκείνο με τον αφηρημένο Θησέα που μου έλεγες. Σκέψου να φανεί πάλι με τα μαύρα πανιά που ξέχασε».

«Ο Αιγέας πια έχει πέσει προ πολλού στη θάλασσα. Δε διορθώνεται δυστυχώς εκείνη η τραγωδία».

Κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένοι και το δέος της ομορφιάς απ’ έξω δε μας άφηνε. Το πρωί κατεβήκαμε για πρωινό στην τραπεζαρία και όλα πια στις εικόνες είχαν μεταμορφωθεί. Λαμπερός ήλιος· κανένα μυστήριο δεν αφήνει, τα πάντα ξεπροβάλλουν ξέσκεπα και ολοφάνερα. Οι εικόνες είναι γεμάτες λεπτομέρειες, ο ουρανός άσπρος, ο ήλιος δε βλέπεται, τυφλώνει. Φοράμε και οι δυο μαύρα γυαλιά, όπως φορούν και δυο ηλικιωμένα ζευγάρια που δείχνουν για Άγγλοι και παίρνουν παραδίπλα το πρωινό τους.

Είναι ανελέητο το θερινό φως της Ελλάδας. Είναι λες φως μαύρο. Να πάμε πάνω να βάλουμε τα μαγιό, να ξαπλώσουμε στον ήλιο, να πάρουμε χρώμα, να βουτήξουμε στα υπέροχα νερά, είναι ρηχά εδώ μπροστά μας, η άμμος του βυθού πρασινίζει και φαίνεται, να λιαζόμαστε βρεγμένοι παραδίπλα από τις ομπρέλες, να κάνουμε πως διαβάζουμε τα βιβλία που φέραμε, ενώ ο ένας μας θα σκέφτεται τον άλλο. Θα διαβάζουμε όμως μια δυο σελίδες. Κατά καιρούς μάς ανησυχεί η τόση αποκλειστικότητα, μεταξύ μας και μόνο. Η τόση αλληλοαφοσίωση. Θα πεθάνουμε μια μέρα, του λέω, και δε θα έχουμε καταλάβει τι έγινε γύρω μας, τι συνέβη στην Ιστορία… Δεν πειράζει, λέει, καλύτερα. Σου το είπα από την πρώτη μέρα που σου εμφανίστηκα φάντης μπαστούνι, είσαι ο παράδεισός μου.

«Ίσως πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε κι εμείς κάποια πράγματα…»

«Αν εσύ θες, θα προσπαθήσουμε».

«Δε θέλω!»

Το απόγευμα του Σαββάτου θυμάμαι καλά ότι φορούσε το μπλου τζιν του και ένα άσπρο πουκάμισο με μακριά μανίκια. Είναι πανέμορφος, του πάει το άσπρο πουκάμισο με τα γκριζαρισμένα μαλλιά του και το ελάχιστο χρώμα που πήραμε κιόλας από τη θάλασσα. Εγώ έβαλα ένα μαύρο φόρεμα με τιράντες και ένα κολιέ με χάντρες πολύχρωμες. Βγάλαμε τα παπούτσια μας και περπατούσαμε στη θερμή άμμο χέρι χέρι, τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει ξανά. Να καθίσουμε κάπου, είπε μια στιγμή, όταν είχαμε αρκετά απομακρυνθεί από τις ομπρέλες. Ήδη τις είχαν κλείσει για το βράδυ που έρχεται. Ο ήλιος έγερνε, ο ουρανός βαφόταν φιλάρεσκα προς τη δύση, ο βράχος του ναού πανταχού παρών. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αποφύγεις σε τούτα τα μέρη.

Μου έδειξε ένα σύμπλεγμα από μεγάλες πέτρες, ένα πέτρινο λοφάκι λίγο προς τα πάνω. Κοτρόνες που δε φαινόταν αν ήταν φυσικές ή θραύσματα από σκουριασμένα μάρμαρα ή και κομμάτια τσιμέντο, πιο πίσω ξεκινούσε ένα χέρσο χωράφι με ψηλωμένα αγριόχορτα. Χωράφι που προκαλούσε τις πυρκαγιές και θα έπρεπε να το προσέξουν.

«Πάμε να κάτσουμε. Θέλω να σου μιλήσω».

Με ανησύχησε το χρώμα της φωνής του γιατί μου ήταν άγνωστο. Δε μου θύμιζε κάτι άλλο από όσα έλεγε και όπως τα έλεγε. Έχει λοιπόν η αγάπη μου και φωνές άλλες, ηχόχρωμα που δεν ήξερα; Σκαρφαλώσαμε σ’ εκείνες τις πέτρες, έκαιγαν αλλά ευτυχώς ο ήλιος έπεφτε, γρήγορα πια έπεφτε, και ο ελαφρύς αέρας κάπως δρόσιζε. Τακτοποίησα το καινούργιο φόρεμά μου, ήταν από μαύρο μακό που δε στρώνει εύκολα. Με τα μακό έχω θέμα, είναι γλυκά κι απαλά στην αφή όμως δε στρώνουν καλά στο σώμα. Κι εκείνος βολεύτηκε όπως όπως σε ένα λίθινο κοίλωμα. Παρά την άγρια όψη που είχαν οι πέτρες, τελικά βολευόσουν σαν να ήταν πολυθρόνες. Καρέκλες, σκαμνάκια έστω. Ανάσανα βαθιά και ξανακοίταξα, πάντα αχόρταγη και άπληστη, την εικόνα που μας περιτριγύριζε. Τη ζωγραφιά την τεράστια που ένας ζωγράφος αόρατος μας σχεδίασε και μας περιείχε.

«Πρόσεξέ με, Μίρκα».

«“Μίρκα”;… Θα είναι σοβαρό…»

«Είναι».

«Όχι “αγάπη μου”;»

«Πάντα “αγάπη μου”».

Σοβαρεύτηκα, δεν είχα άδικο λοιπόν για τον άγνωστο ήχο της φωνής του.

Είπε τότε, και σοκαριστικά απρόσμενα, πως, ξέρεις, είμαι παντρεμένος τυπικά. Μου το ανακοίνωνε σαν άγνωστο μυστικό. Ναι, το ήξερα βέβαια. Δεν το συζητούσαμε ποτέ, το έχω γράψει, όμως τώρα, το να το ακούω από τα ίδια τα χείλη του να το προφέρουν, έπεσε πάνω μου σαν μια βαριά, επώδυνη πραγματικότητα, που ύστερα από ένα, μπόλικο, διάστημα λησμονιάς, διαγραφής καλύτερα, δε γλίτωσα, εμφανίστηκε μπρος μου και μάλιστα με ύφος παράξενα σοβαρό. Ένα σωτήριο παραβάν τραβήχτηκε. Τον κοιτούσα κατάματα και δεν ήξερα αν ήθελα ή δεν ήθελα να συνεχίσει. Ήθελα δεν ήθελα, εκείνος συνέχισε, φαινόταν απόλυτα αποφασισμένος να τα πει.

Μάρω ΒαμβουνάκηΨυχογιόςΠροδημοσίευση