Σινεμά|24.02.2019 17:47

Τα «ελληνικά» Όσκαρ: Από Παξινού και Ζορμπά στην Ευνοούμενη του Λάνθιμου

Άντα Δαλιάκα

Ποια ήταν η πρώτη µη Αµερικανίδα ηθοποιός  που κέρδισε το βραβείο, τι έχει πει για τον θεσµό  ο Γαβράς, από ποια έχασε η Μελίνα, πόσες φορές διεκδίκησε το αγαλµατίδιο ο Κακογιάννης,  γιατί έλειπε ο Παπαθανασίου από την τελετή,  γιατί προσεβλήθη ο Χατζιδάκις και πότε  πρωτοεµφανίστηκε στο κόκκινο χαλί ο Λάνθιµος;

Από την Κατίνα Παξινού, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Κώστα Γαβρά και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου ως τον Γιώργο Λάνθιµο και τον Γιώργο Μαυροψαρίδη φέτος, η ενενήντα ενός χρόνων ιστορία των Όσκαρ έχει υπάρξει και «ελληνική υπόθεση».  Με βραβεύσεις, χορταστικό παρασκήνιο, απουσίες που πήραν θρυλικές διαστάσεις αλλά και υποψηφιότητες που ανέδειξαν το εγχώριο καλλιτεχνικό ταλέντο.

Καθώς ετοιµαζόµαστε να ξενυχτήσουµε απόψε για τον Γιώργο Λάνθιµο που θα βρεθεί µε την υποψήφια για 10 χρυσά βραβεία «Ευνοούµενή» του για τρίτη φορά στο κόκκινο χαλί (µετά τις υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του «Κυνόδοντα» το 2011 και πρωτότυπου σεναρίου του «Αστακού» το 2017), διεκδικώντας τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας (τέσσερις προσωπικές υποψηφιότητες ως σήµερα µετράει ο ίδιος), κοιτάµε πίσω στην ιστορία των Ελλήνων που κράτησαν ή έφτασαν κοντά στο χρυσό αγαλµατίδιο.

Ο Κώστας Γαβράς στην αυτοβιογραφία του «Πήγαινε εκεί που είναι αδύνατο να πας» (εκδόσεις Gutenberg) δίνει µια εκπληκτικά παραστατική περιγραφή του συναισθήµατος που δηµιουργεί το όνειρο της απόκτησης του βραβείου που είναι σχεδόν συνώνυµο µε το Νόµπελ. Η βραδιά που διεκδίκησε πέντε αγαλµατίδια -καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασµένου σεναρίου, µοντάζ και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας-, κερδίζοντας τα δύο τελευταία, ήταν και µία από τις σπουδαιότερες στιγµές (αν όχι η σπουδαιότερη) της καριέρας του. Ο ίδιος θα τιµηθεί αρκετά χρόνια αργότερα, στις 11 Απριλίου 1983, και µε το Όσκαρ διασκευασµένου σεναρίου που συνέγραψε µε τον Ντόναλντ Ε. Στιούαρτ για τον «Αγνοούµενο» χωρίς να είναι παρών στην τελετή απονοµής (τη µουσική της ταινίας είχε συνθέσει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, επίσης υποψήφιος για Όσκαρ).

Γράφει σχετικά στο βιβλίο του ο Κώστας Γαβράς: «Έχουµε δεῖ καὶ ξαναδεῖ στὴν τηλεόραση τὶς βραδιὲς τῶν ῎Οσκαρ µὲ τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἔµφαση ποὺ τὶς συνοδεύει καὶ τελικὰ τὶς ἐκχυδαΐζει. Εγὼ ἀναρωτιέµαι µήπως ἔτσι τὶς ἀδικεῖ. ∆ιότι τὸ νὰ συµµετέχεις, τὸ νὰ βρίσκεσαι σ᾽ αὐτὴ τὴν αἴθουσα, προκαλεῖ µία ἀπερίγραπτη, χωρὶς προηγούµενο συγκίνηση ὅση ὥρα διαρκεῖ αὐτὴ ἡ τελετή… Οἱ ἐπιβραβεύσεις τῆς academy award, ποὺ συµβολίζονται ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ µᾶλλον µουσσολινικοῦ στὶλ διάσηµο ἀγαλµατίδιο, µοιάζουν σὰν νὰ ἐνσαρκώνουν πιὰ τὴν ἀµερικανικὴ κουλτούρα. Πόσες φορὲς ἄντρες καὶ γυναῖκες γιὰ τοὺς ὁποίους νιώθω ἐκτίµηση καὶ θαυµασµό, µόλις ἔβλεπαν αὐτὰ τὰ ἀγαλµατάκια, δὲν µὲ ρώτησαν µὲ κάποια ντροπαλοσύνη ὅλο συγκίνηση: “Μήπως µπορῶ νὰ τὸ ἀκουµπήσω;”».

Η Κατίνα Παξινού (δεξιά) µε το Οσκαρ β΄ ρόλου µαζί µε τους Πολ Λούκας (από αριστερά), Τζένιφερ Τζόουνς και Τσαρλ Κόµπερν

ΤΑ «ΠΑΙ∆ΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ»

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε άλλη άποψη. Ούτε πήγε ως το Χόλιγουντ ως υποψήφιος για το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960), ούτε ήθελε να το βλέπει ως βραβευµένος. Αντίθετος µε τον θεσµό, σχεδόν προσβεβληµένος που το Όσκαρ τού δόθηκε για ένα λαϊκό, απλοϊκό τραγούδι, το αναγνώρισε ως επίτευγµα µετά από χρόνια, αφού είχε γίνει παγκόσµια επιτυχία. Το 1961 φωτογραφήθηκε για το τυπικό της διαδικασίας µε το Όσκαρ της Κατίνας Παξινού, καθώς το δικό του χάθηκε κάπου στο υπερατλαντικό ταξίδι του µε το ταχυδροµείο, ενώ το δεύτερο αγαλµατάκι που του έστειλαν, πετάχτηκε σε µία στιγµή ξεσπάσµατος στο καλάθι των αχρήστων, από όπου το διέσωσε η οικιακή του βοηθός.

Τι είχε πει όµως η Παξινού, πρώτη των Ελλήνων καλλιτεχνών που κατέκτησε το Όσκαρ β’ γυναικείου ρόλου στις 2 Απριλίου 1944 στο Κινέζικο Θέατρο του Λος Άντζελες ενώ µαινόταν ο Β’ Παγκόσµιος Πόλεµος; Η Παξινού βραβεύτηκε για την ερµηνεία της στην ταινία του Σαµ Γουντ «Για ποιον χτυπά η καµπάνα», κινηµατογραφική µεταφορά του οµώνυµου µυθιστορήµατος του Έρνεστ Χέµινγουεϊ, για τον ισπανικό εµφύλιο. Ήταν η πρώτη µη Αµερικανίδα ηθοποιός που κέρδισε το βραβείο της αµερικανικής Ακαδηµίας. «Επιτρέψτε µου να µοιραστώ τη µεγάλη τιµή που απονέµεται απόψε σε µένα µε τους συναδέλφους µου του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδος, είτε έφυγαν είτε βρίσκονται στη ζωή, µια που η µοίρα µε όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ…» δήλωσε και αναφέρθηκε στη συνέχεια στον ηρωισµό των αµερικανικών στρατευµάτων που πολεµούσαν τότε µε τις συµµαχικές δυνάµεις.

∆εύτερη Ελληνίδα ηθοποιός που διεκδίκησε Όσκαρ ερµηνείας, αυτό του α’ γυναικείου ρόλου, ήταν η Μελίνα Μερκούρη για το «Ποτέ την Κυριακή» χάνοντάς το από το µεγάλο φαβορί, την Ελίζαµπεθ Τέιλορ, που το πήρε για το «Ζήσαµε στην αµαρτία» του Ντάνιελ Μαν. Η ταινία διεκδίκησε τότε αγαλµατίδια σκηνοθεσίας, πρωτότυπου σεναρίου για τον Ζυλ Ντασσέν και κοστουµιών για την ελληνικής καταγωγής ενδυµατολόγο Ντένη Βαχλιώτη. Ήταν µια ιδιαίτερα ανταγωνιστική χρονιά, µε τις σταρ να ξεκατινιάζονται στην κυριολεξία και τα περί «ξένης πόρνης» της Λουέλα Πάρσονς να αναδίδουν έντονο άρωµα ξενοφοβίας (καταγεγραµµένο και ως κριτική κατά της απονοµής στους «New York Times»). Λόγω του αρνητικού κλίµατος οι Μερκούρη και Ντασσέν έµειναν στο Παρίσι αποφεύγοντας να παρευρεθούν στην απονοµή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 5 Απριλίου 1964, ήταν η σειρά του κυπριακής καταγωγής Μιχάλη Κακογιάννη να αγγίξει την κορυφή µε τον «Αλέξη Ζορµπά». Ο ίδιος διεκδίκησε τρία Όσκαρ, καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και διασκευασµένου σεναρίου, ενώ η ταινία κέρδισε αυτά του β’ γυναικείου ρόλου για τη Λίλα Κέντροβα, φωτογραφίας για τον Ουόλτερ Λάσαλι και καλλιτεχνικής διεύθυνσης-σκηνικών για ασπρόµαυρη ταινία για τον «δικό µας» σκηνογράφο και ζωγράφο Βασίλη Φωτόπουλο.

Η Μελίνα Μερκούρη υποψήφια για Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για το «Ποτέ την Κυριακή»

Ο Μιχάλης Κακογιάννης έφτασε δύο ακόµη φορές ως την πηγή των Όσκαρ χωρίς να πιει νερό, µε την «Ηλέκτρα» (1962) και την «Ιφιγένεια» (1977), υποψήφιες για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Το εν λόγω Όσκαρ που πιστώνεται στον σκηνοθέτη, διεκδίκησε και ο Βασίλης Γεωργιάδης µε τα «Κόκκινα φανάρια» το 1963 (βρίσκοντας απέναντί του το «8½» του Φεντερίκο Φελίνι) και µε το «Χώµα βάφτηκε κόκκινο» το 1965.

«ΟΙ ∆ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ»

Στις 29 Μαρτίου 1982 ο διεθνής µουσικοσυνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου κέρδισε το Όσκαρ για το σάουντρακ της ταινίας του Χιου Χάντσον «Οι ∆ρόµοι της Φωτιάς». Συνδεδεµένη µε τη δύναµη του ανθρώπινου πνεύµατος έτσι όπως αναδεικνύεται µέσα από την αληθινή ιστορία δύο Βρετανών ερασιτεχνών δροµέων που στοχεύουν το χρυσό µετάλλιο στους Ολυµπιακούς Αγώνες του 1924, η µουσική του Παπαθανασίου παραµένει δηµοφιλής, πολλαπλό σύµβολο ελπίδας και µεγαλείου. Κι όµως, τη στιγµή της καταξίωσής του ο Παπαθανασίου έλειπε από την τελετή δηλώνοντας την αντίθεσή του στην ανταγωνιστική φύση του θεσµού. Σχεδόν τριάντα χρόνια έπρεπε να περάσουν ώστε ένας ακόµη διεθνής καλλιτέχνης, ο Γιώργος Λάνθιµος, µε τον άθλο τότε του παράδοξου «Κυνόδοντα», να επαναφέρει το ελληνικό ονοµατεπώνυµο στα Όσκαρ και να βρεθεί στην απονοµή περιτριγυρισµένος από τις πρωταγωνίστριές του.

Το 2017, µαζί του στο κόκκινο χαλί περπάτησε και η δηµοσιογράφος και ντοκιµαντερίστρια ∆άφνη Ματζιαράκη, που διεκδίκησε το Οσκαρ στην κατηγορία ντοκιµαντέρ µικρού µήκους για τη φοιτητική ταινία της «4.1 Miles» γύρω από την προσφυγική κρίση (στην ίδια απονοµή ήταν και ο πρόωρα χαµένος ανθυποπλοίαρχος του Λιµενικού της Μυτιλήνης, Κυριάκος Παπαδόπουλος).

Ο Λάνθιµος ανήκει πλέον στη λίστα των Ελλήνων και ελληνικής καταγωγής δηµιουργών που έφτασαν στην υποψηφιότητα για το Όσκαρ σκηνοθεσίας. Mε την υποψηφιότητα για το Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας για την «Ευνοούµενη», είναι ο τρίτος Ελληνας που διεκδικεί το εν λόγω βραβείο. Πριν από αυτόν µε διεθνείς και όχι ελληνικές ταινίες έφτασαν στην υποψηφιότητα ο Μιχάλης Κακογιάννης («Αλέξης Ζορµπάς») και ο Κώστας Γαβράς («Z»). Ο Λάνθιµος ανήκει κατά κάποιον τρόπο και στην εκλεκτή παρέα των ελληνικής καταγωγής δηµιουργών που έφτασαν ή κέρδισαν το Όσκαρ σκηνοθεσίας, όπως οι Ελία Καζάν και Τζον Κασσαβέτης, o Ελληνοαυστραλός Τζορτζ Μίλερ και o Αλεξάντερ Πέιν.

Οι περιπτώσεις, εξάλλου, των ελληνικής καταγωγής καλλιτεχνών που έχουν τιµηθεί µε Όσκαρ ή έχουν διεκδικήσει το αγαλµατίδιο είναι πολλές αρκεί και µόνο να θυµηθούµε τον Αλεξάντρ Ντεσπλά, βραβευµένο µε δύο Όσκαρ καλύτερης µουσικής, ξανά υποψήφιο σήµερα για το «Νησί των σκύλων», τον βραβευµένο µε Όσκαρ καλύτερου ντοκιµαντέρ Λούι Ψυχογιός, που θα παρευρεθεί στο επικείµενο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιµαντέρ Θεσσαλονίκης, αλλά και την υποψήφια για Οσκαρ σεναρίου Νία Βαρντάλος. Και κάτι ακόµη: στην αίθουσα του Dolby Theatre στο Λος Αντζελες µαζί µε τους Λάνθιµο και Μαυροψαρίδη, τον πρώτο Έλληνα µοντέρ υποψήφιο για Όσκαρ, βραβεία διεκδικούν και οι ελληνικής καταγωγής Μαίρη Ζόφρις, σταθερή συνεργάτις των αδελφών Κοέν, για τα κοστούµια της «Μπαλάντας του Μπάστερ Σκραγκς» (τρίτη οσκαρική υποψηφιότητα για την ίδια), και Μίλντρεντ Ιάτρου Μόργκαν για τα ηχητικά εφέ του «Πρώτου ανθρώπου». Ένας λόγος παραπάνω για να το ξενυχτήσουµε. 

Ακολουθήστε το ethnos.gr στο Instagram

Γιώργος ΛάνθιμοςΚώστας ΓαβράςΌσκαρΌσκαρ 2019