Σινεμά|08.02.2023 19:50

TAR: Mια σπουδή πάνω στη μεταβαλλόμενη φύση της εξουσίας

Newsroom

Από τον σεναριογράφο, παραγωγό και σκηνοθέτη Τοντ Φιλντ, έρχεται το TAR, με την βραβευμένη με Όσκαρ, Κέιτ Μπλάνσετ στον ρόλο της Λύδια Ταρ, μιας πρωτοποριακής μαέστρου που διευθύνει μια μεγάλη γερμανική ορχήστρα. Συναντάμε την Ταρ στο απόγειο της καριέρας της, ενώ ετοιμάζει ταυτόχρονα την προώθηση ενός βιβλίου και μια πολυαναμενόμενη ζωντανή συναυλία της 5ης συμφωνίας του Μάλερ. Στις εβδομάδες που ακολουθούν η ζωή της ξετυλίγεται με έναν ιδιαίτερα σύγχρονο τρόπο. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στη μεταβαλλόμενη φύση της εξουσίας, τον αντίκτυπό της στην κοινωνία και την ανθεκτικότητα της απέναντι στον σύγχρονο κόσμο.

«Το σενάριο είναι γραμμένο για μια ηθοποιό, την Κέιτ Μπλάνσετ. Αν είχε αρνηθεί, η ταινία δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της ημέρας. Όπως και να έχει είναι μια υπέρτατη αυθεντία. Ακόμα κι έτσι, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, οι υπεράνθρωπες ικανότητες και η αληθοφάνεια της Κέιτ ήταν κάτι πραγματικά αξιοθαύμαστο να το βλέπεις. Από κάθε άποψη, αυτή η ταινία είναι της Κέιτ» λέει ο σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ, για την υποψήφια πλέον για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, πρωταγωνίστριά του.

Η ταινία TAR ξεκινάει με μια συνέντευξη μεταξύ του Άνταμ Γκόπνικ και της Λύντια Ταρ για το New Yorker Festival, που επικεντρώνεται στο επάγγελμά της. Σαν διευθύντρια ορχήστρας ανέβηκε στην ιεραρχία των «Big Five» των αμερικάνικων ορχηστρών, ενώ ταυτόχρονα συνέθετε μουσική, και κατά την διάρκεια της διαδικασίας κέρδισε τέσσερα από τα σημαντικότερα βραβεία: Emmy, Grammy, Oscar, και Tony, που της χάρισαν μια θέση στην πολύ μικρή λίστα των επονομαζόμενων EGOTs. Μετά από μια εμφάνιση σαν guest μαέστρος στο Βερολίνο, η Ταρ έγινε η βασική διευθύντρια της ορχήστρας και παρέμεινε σε αυτή την θέση για επτά χρόνια.

«Για πολύ καιρό σκεφτόμουν μια ηρωίδα που πήρε σοβαρά την παιδική δέσμευση να εκπαιδευτεί μόνη της για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και όταν το καταφέρνει το όνειρο μεταμορφώνεται σε εφιάλτη» λέει ο Φιλντ. «Δεδομένου ότι από την στιγμή που η Ταρ έζησε μια ζωή αφιερωμένη στην μουσική, βρίσκεται τώρα να διοικεί ένα ίδρυμα όπου ξεσκεπάζει τις δικές της αδυναμίες και προτιμήσεις, με παντελή έλλειψη αυτογνωσίας».

«Όπως πολλοί άνθρωποι που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, που αναπνέουν τον εξευγενισμένο αέρα μιας μόνιμης ορχήστρας όπως αυτές στην Γερμανία, η Ταρ είναι αινιγματική» λέει η Μπλάνσετ. «Αυτό ήταν μια πρόκληση για μένα στην προσπάθειά μου να δώσω ζωή στον χαρακτήρα και να βρω τις στιγμές που θα επέτρεπαν στο κοινό να συνδεθεί μαζί της – γιατί αυτή είναι μια γυναίκα που στην πραγματικότητα δεν ξέρει τον εαυτό της».

Κάτω από το πόντιουμ , η ζωή της Ταρ περιλαμβάνει μια μακροχρόνια σχέση με το πρώτο βιολί της ορχήστρας του Βερολίνου, την Σάρον Γκούντνοου (Νίνα Χος) και οι δυο τους μεγαλώνουν την υιοθετημένη Σύρια κόρη τους, την Πέτρα (Μίλα Μπογκόγιεβιτς) σε ένα μοντέρνο βερολινέζικο σπίτι. Η Ταρ έχει πολύ στενή σχέση με τον καθηγητή και μέντορά της Άντρις Ντέιβις (Τζούλιαν Γκλόβερ), που την βοηθάει να διαχειριστεί τις δαιδαλώδεις πολυπλοκότητες της θέσης της. Και αυτή η ίδια είναι η μέντορας της Φραντσέσκα Λεντίνι (Νοέμι Μέρλαντ), της νεαρής βοηθού της, που ελπίζει κάποια μέρα να γίνει και η ίδια διευθύντρια ορχήστρας.

«Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά και έξυπνα σενάρια που είχα διαβάσει» λέει η Χος, «η ένταση παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέχρι το τέλος – βυθίζεσαι στον χαρακτήρα και δεν παίρνεις ανάσα». Η Μέρλαντ συμπληρώνει «το TAR μας παρουσιάζει ένα περιβάλλον που δεν συναντάμε συχνά – τον κόσμο μιας συμφωνικής ορχήστρας και του διευθυντή της – βάζει όμως στον κεντρικό ρόλο μια γυναίκα και βάζει άλλες γυναίκες να μιλήσουν για αυτόν τον κόσμο και να εξερευνήσουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται σε αυτόν. Η ιστορία είναι πολύ σύγχρονη από την άποψη ότι εξετάσει τις δυναμικές της εξουσίας και θέτει ερωτήματα για την πολυπλοκότητα της φύσης τους».

Χτίζοντας ένα χαρακτήρα

Το TAR είναι μια ταινία-πρόβα, μια ταινία σε εξέλιξη και ο Φιλντ ήθελε να προσπαθήσει και να αποδώσει την εντός και εκτός σκηνής μηχανική αυτού. Ήταν λοιπόν σημαντικό η δουλειά της διεύθυνσης της ορχήστρας να έχει πραγματική δράση στην αφήγηση και να μην υπάρχει απλά σαν παρασκήνιο για κάτι άλλο. Για να δημιουργήσει μια αίσθηση αυθεντικότητας, ο Φιλντ μίλησε με αρκετούς μουσικούς σε γερμανικές ορχήστρες, συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης γυναίκας που έπαιξε βιόλα στην ιστορία της φιλαρμονικής του Μονάχου.

«Μοιράστηκε μαζί μας τις προκλήσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει – πράγματα που οι άνδρες συνάδελφοί της δεν χρειάστηκε ποτέ να αντιμετωπίσουν. Μέχρι σήμερα καμία γυναίκα δεν έχει διοριστεί σαν επικεφαλής διεύθυνσης ορχήστρας από αυτούς. Αυτό το γεγονός από μόνο του κάνει την ταινία μας παραμύθι».

«Με την Κέιτ αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί τον Σεπτέμβριο του 2020» λέει ο Φιλντ. «Ενώ προετοιμαζόταν για το TAR έκανε άλλες δύο ταινίες. Τελείωνε τα γυρίσματα της ημέρας και το βράδυ μου τηλεφωνούσε , στην συνέχεια πρόσθεσε πολλές ώρες δουλειάς ακόμα. Έμαθε να μιλάει γερμανικά, να παίζει πιάνο – ναι η ίδια η Κέιτ παίζει κάθε νότα στην ταινία- και έκανε εξαντλητική έρευνα. Έγινε αυτοδίδακτη στην πραγματικότητα και κατάφερε μέσα σε έναν χρόνο περισσότερα από όσα θα είχε καταφέρει η ίδια η Λύντια Ταρ σε 25. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής, δεν κοιμόταν. Έβαλε τον πήχη ψηλά για όλους και έπρεπε να κάνουμε τα αδύνατα – δυνατά για να συμβαδίσουμε μαζί της».

«Με καθήλωσε το πορτραίτο μιας γυναίκας που ξεγυμνώνεται αλλά ανταποκρίθηκα επίσης στο σενάριο σε ρυθμικό επίπεδο μέσα από την μουσική. Η μουσική είναι συχνά ένα κλειδί για μένα σαν ηθοποιό για να ξεκλειδώσω ένα χαρακτήρα ή να νοιώσω την ατμόσφαιρα, να βρω ένα σημείο επαφής με την ιστορία. Αυτή δεν είναι μια ταινία απλά για την διεύθυνση ορχήστρας» λέει η Μπλάνσετ. «Η πραγματική πρόκληση για μένα ήταν να μπω μέσα στο μυαλό κάποιου αποξενωμένου από τον ίδιο του τον εαυτό. Η Ταρ με πολύ αυστηρή αυτοκριτική, υποσυνείδητα οδηγείται στην ιδέα ότι αν είσαι τέλειος, δεν μπορεί να σε ακουμπήσει κανείς. Όμως στην τέχνη δεν υπάρχει τελειότητα».

Οι άλλοι παίκτες

Ο κόσμος της συμφωνικής μουσικής είναι ιστορικά ανδροκρατούμενος. Ωστόσο, το TAR βάζει στο επίκεντρο τις γυναίκες: την Λύντια με τη σύντροφό της Σάρον, που μοιράζονται την κηδεμονία της θετής τους κόρης, την υπάκουη βοηθό Φραντσέσκα, τη νεαρή τσελίστρια Όλγα Μέτκινα της οποίας τα νιάτα και η αυτοπεποίθηση τροφοδοτούν την δημιουργική ενέργεια της Ταρ. Για να μπει στον ρόλο της η Χος μελέτησε τα έργα των Έλγκαρ και Μάλερ με την δασκάλα της στο βιολί. «Η δύναμή της είναι διαφορετική από αυτή της Λύντια, πρέπει να αποδεικνύεις κάθε μέρα γιατί είσαι το πρώτο βιολί της γιατί όλοι στην ορχήστρα θέλουν την θέση σου – δεν είσαι ποτέ ασφαλής» λέει ο Χος. «Η Σάρον είναι η συνοχή της ορχήστρας, βοηθάει να βρεθεί ο τόνος με την πρακτική έννοια και μεταφράζει αυτό  που θέλει η Ταρ να βγάλει η ομάδα».

Η σχέση της με την Ταρ μέσα και έξω από την ορχήστρα έχει την μορφή συναλλαγής. Θέλει η Ταρ να είναι το μεγάλο αστέρι ώστε να μπορούν για διατηρούν το στάτους τους σαν ζευγάρι με δύναμη, και παραβλέπει την συμπεριφορά της συντρόφου της παραμένοντας σιωπηλή. Η ιστορία αφορά στην εξουσία, την αξία της και τον τρόπο που αυτή η αξία εξαργυρώνεται και αποταμιεύεται και από τις δύο. Το ίδιο περίπλοκη είναι η δυναμική ανάμεσα στην Ταρ και την βοηθό της Φραντσέσκα Λεντίνι. Η Φραντσέσκα είναι ένας χαρακτήρας σε μετάβαση.

Σε αντίθεση με την Ταρ, η Φραντσέσκα κατάγεται από μια μορφωμένη αστική οικογένεια. Η σχέση τους ήταν στενή κατά καιρούς και τώρα είναι πλέον ξεκάθαρα μια συναλλαγή. Η Ταρ κάλεσε την Φραντσέσκα να την βοηθήσει στο Βερολίνο. Ήταν ξεκάθαρο και για τις δύο ότι αυτό ήταν ένα σκαλοπάτι για να γίνει ενδεχομένως βοηθός διευθύντρια της ορχήστρας. Η Φραντσέσκα γνωρίζει τις μηχανορραφίες και τις κινήσεις του αφεντικού της. Γι’ αυτό έχει κάθε λόγο να μην την εμπιστεύεται και σιωπηλά προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο.

Η νεαρή Ρωσίδα τσελίστρια, Όλγα Μέτκινα είναι ένας χαρακτήρας με απόλυτη αυτοπεποίθηση στις ικανότητές και την ταυτότητά της που δεν ζητά τίποτα και με αυτό τον τρόπο γεμίζει ένα κενό για την Ταρ. Ο Μαρκ Στρονγκ υποδύεται τον Έλιοτ Κάπλαν, έναν από τους σπουδαιότερους τραπεζίτες στον κόσμο, με το αληθινό πάθος του να είναι η κλασική μουσική. Σαν ερασιτέχνης μαέστρος, ο Κάπλαν, εξαγόρασε μια θέση στο πόντιουμ μέσα από τις διασυνδέσεις του και ειδικότερα μέσα από την επαγγελματική του σχέση με τη Λύντια Ταρ. Μια ακόμα σχέση βασισμένη στη συναλλαγή. Ο Στρονγκ λέει πως ανυπομονούσε να παίξει αυτό τον ρόλο γιατί «μου έδωσε την ευκαιρία να υποδυθώ έναν χαρακτήρα πολύ μακριά από μένα, κάτι που πάντα θέλω να κάνω».

Backstage

Καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο βοήθησαν να ζωντανέψει οπτικά και ακουστικά ο κόσμος της Ταρ, μέσα από τον σχεδιασμό παραγωγής, την φωτογραφία, τα κοστούμια, το μοντάζ και την μουσική επένδυση. Σε τοποθεσίες από το Βερολίνο μέχρι την Νέα Υόρκη και την Νοτιοανατολική Ασία. Ο Φιλντ και η ομάδα του δημιούργησαν ένα συγκεκριμένο κόσμο για αυτόν τον χαρακτήρα, έναν κόσμο εκλεπτυσμένο και μοναδικό, ο οποίος στην διάρκεια της ταινίας περικυκλώνει και απομονώνει την Ταρ καθώς μάχεται για την επιβίωση.

Για μια παραγωγή που χρειαζόταν τόση ευελιξία, ο Φιλντ απευθύνθηκε στον διευθυντή φωτογραφίας Φλοριάν Χοφμάιστερ να φωτίσει την ταινία. Ο Φιλντ είχε συναντηθεί με την μοντέρ Μόνικα Γουίλι: «Όταν αρχίσαμε το μοντάζ του TAR , το Λονδίνο μπήκε ξανά σε lockdown, ώστε αναγκαστήκαμε να κλειστούμε σε ένα μοναστήρι του δέκατου πέμπτου αιώνα έξω από το Εδιμβούργο» λέει ο Φιλντ. «Δεν είχε και πολλά να κάνει εκεί από το να μοντάρει και να περπατάει στα μονοπάτια και φράχτες, ώστε επτά μέρες την εβδομάδα έκανε αυτό ακριβώς».

Η βραβευμένη με Όσκαρ (Τζόκερ) συνθέτης Χίλντουρ Γκουδναντόττιρ ανέλαβε να φέρει εις πέρας την δύσκολη αποστολή να γράψει μουσική για μια ταινία που δεν αφορά μόνο στην μουσική και την δημιουργία της αλλά περιλαμβάνει ζωντανές ερμηνείες πολλών κλασσικών έργων. Η προσέγγισή της για το TAR ήταν να μην υπογραμμίσει.

Ο Τοντ Φιλντ έκανε το ντεμπούτο του στο φεστιβάλ του Sundance με την μεγάλου μήκους ταινία «Μυστικά της κρεββατοκάμαρας». Η ταινία πήρε εξαιρετικές κριτικές διεθνώς και συνέχισε κερδίζοντας πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ συμπεριλαμβανομένου αυτού της καλύτερης ταινίας. Η επόμενη ταινία του Φιλντ, «Κρυφές επιθυμίες», κέρδισε τρείς υποψηφιότητες για Όσκαρ.

Η ταινία έχει 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων αυτό της Καλύτερης Ταινίας, Ά Γυναικείου Ρόλου, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερης Φωτογραφίας, Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και Καλύτερου Μοντάζ.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Κέιτ Μπλάνσετειδήσεις τώραMaestroΌσκαρ