Σινεμά|23.11.2025 11:03

Γιάννης Οικονομίδης στο ethnos.gr: «Δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου διασκεδαστή»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Πέντε χρόνια μετά την εκρηκτική επιτυχία της «Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς», ο Γιάννης Οικονομίδης επιστρέφει δυναμικά με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, τη «Σπασμένη Φλέβα» που κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους, Πέμπτη 27 Νοεμβρίου, σε διανομή της Tanweer. Ένα καθαρόαιμο αστικό δράμα, σύγχρονο και κοφτερό, σε σενάριο του ίδιου και του Βαγγέλη Μουρίκη, όπως είχε συμβεί και στο «Μικρό Ψάρι».

Ο Γιάννης Οικονομίδης, ένας από τους πιο συνεπείς και τολμηρούς δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, παραμένει ένας άνθρωπος προσιτός, ευδιάθετος, «έξω καρδιά», που παρά τον θρύλο γύρω από τ' όνομά του συνεχίζει να μιλά με την απλότητα και τη ζεστασιά του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Και ίσως αυτός να είναι ένας ακόμη λόγος που κάθε νέα του δουλειά σπάει ρεκόρ, συζητιέται, ξεχωρίζει και αγαπιέται από κοινό και κριτικούς.

«Όταν ξεκινάω μια νέα ταινία, νιώθω πάντα και χαρά και τρόμο μαζί» λέει ο ίδιος στο ethnos.gr. «Το άγχος είναι να σου βγει η ταινία, να κάνεις μια καλή δουλειά, να πάνε όλα κατ’ ευχήν. Και βέβαια να τιμήσεις τους ανθρώπους που σε εμπιστεύτηκαν με τα χρήματα και τον χρόνο τους. Αυτά δεν είναι αστεία πράγματα» προσθέτει. Τον ρωτάω αν, ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της χώρας –μ' έργο που το αποδεικνύουν οι πωλήσεις εισιτηρίων και η διαχρονική απήχηση κάθε ταινίας του– αισθάνεται την πίεση η κάθε νέα δημιουργία να ξεπερνά την προηγούμενη. «Δεν το έχω τόσο εγκεφαλικά στο μυαλό μου, αλλά υποσυνείδητα… ναι. Όχι να την ξεπερνά, αλλά να είναι μια εξέλιξη με κάποιον τρόπο. Αυτό πιο πολύ», εξηγεί.

Η υπόθεση της «Σπασμένης Φλέβας» περιστρέφεται γύρω από τον Θωμά Αλεξόπουλο, έναν μεσήλικα επιχειρηματία που πνίγεται στα λάθη και τις επιπολαιότητές του. Όταν η κόντρα του με τον τοκογλύφο της περιοχής ξεφύγει από κάθε έλεγχο και ο χρόνος για να σώσει το οικογενειακό σπίτι λιγοστεύει δραματικά, ο Θωμάς ωθείται στα άκρα. Κι εκεί, στο χείλος της απόγνωσης, εμφανίζεται ένα απλό, σχεδόν αφελές σχέδιο της τελευταίας στιγμής, μια ύστατη ευκαιρία ν' ανατρέψει τα πάντα και να σταθεί ξανά όρθιος. Η ταινία φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα σκοτεινό, ρεαλιστικό αστικό δράμα, γεμάτο ένταση, νεύρο, ρυθμό και συνεχείς ανατροπές. Ένα έργο που επιχειρεί να φωτίσει το «θαυμαστό ον» που λέγεται άνθρωπος: τον αθώο, τον ένοχο, τον χαμένο και τον νικητή της ίδιας του της ζωής. 

Ο Θωμάς μοιάζει με έναν σύγχρονο τραγικό ήρωα. Τον βλέπετε ως αντιήρωα ή ως καθρέφτη του μέσου ανθρώπου;

Είναι και τα δύο μαζί. Η περσόνα του Θωμά Αλεξόπουλου είναι ταυτόχρονα ηρωική και αντιηρωική. Κι αυτό που τον κάνει πραγματικά γοητευτικό είναι ότι εκφράζει τον μέσο άνθρωπο. Δεν είναι ούτε βασιλιάς, ούτε παράνομος, ούτε κάποιο εξωτικό ή εξεζητημένο πρόσωπο. Είναι ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Όλοι μας γνωρίζουμε έναν Θωμά και, σε μεγάλο βαθμό, όλοι κουβαλάμε κομμάτια του μέσα μας. Αυτή η αλήθεια του είναι που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την αγωνία και την πορεία του, τη δική του οδύσσεια.

Για να αποφασίσω να βάλω έναν χαρακτήρα στο κέντρο μιας ιστορίας, πρέπει να αξίζει τον κόπο. Πρέπει να διαθέτει κάτι—σε εισαγωγικά—ηρωικό. Αυτά είναι βασικά στοιχεία της μυθοπλασίας: τι είναι αυτό που κάνει κάποιον ήρωα; Αντέχει να κουβαλήσει μια ιστορία; Έχει τον μαγνητισμό, την αύρα, το ειδικό βάρος; Για ν' αναλάβει το βάρος μιας αφήγησης, πρέπει αναγκαστικά να τον διακρίνεις, να του προσδώσεις κάποια ηρωικά χαρακτηριστικά, ώστε να μπορέσει να σηκώσει πάνω του ένα ολόκληρο παραμύθι, μια ολόκληρη κινηματογραφική διαδρομή. 

Τον Θωμά υποδύεται ο Βασίλης Μπισμπίκης. Τι είναι αυτό που βρίσκετε σε εκείνον και σας τραβά σαν μαγνήτης; Τι είναι αυτό το «κάτι» πέρα από τη φιλία που σας συνδέει;

Αυτή είναι η δεύτερη συνεργασία μας και ο Βασίλης καλύπτει όλες τις προϋποθέσεις που ανέφερα πριν. Είναι μια περσόνα πάνω στην οποία μπορείς να «ακουμπήσεις» μια ολόκληρη γενιά, ακόμη κι πριν μπει στον ρόλο. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός, πραγματικά σπουδαίος. Έχει αντίληψη, έχει αυτοσαρκασμό, διορατικότητα, θάρρος και τόλμη στο παίξιμό του. Είναι μεγαλόψυχος με τους συμπρωταγωνιστές του και πολύ γενναιόδωρος ως συνεργάτης. Και στην ταινία έχει αποδώσει φοβερά, εντυπωσιακά. Είμαστε, βέβαια, και φίλοι. Αλλά πέρα από αυτό, ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος γεμάτος εμπειρίες, που έχει παλέψει πολλά στη ζωή του και βγήκε νικητής. Αυτό για έναν καλλιτέχνη είναι πλούτος, από εκεί αντλείς.

Επιπλέον, είναι ένας άνθρωπος δημοκρατικός, με αγωνίες, με άποψη. Παίρνει θέση στα πράγματα και ιδεολογικά είμαστε κοντά. Αυτή η κοινή βάση και η φιλία μάς επιτρέπουν να επικοινωνούμε με ευκολία, να «κόβουμε δρόμο» στη δουλειά. Με δυο κουβέντες να καταλαβαινόμαστε, χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά να ξεκινάμε από το μηδέν. Και, τέλος, είναι τρομερά πειθαρχημένος. Κάτι πολύτιμο για έναν σκηνοθέτη και για ένα απαιτητικό κινηματογραφικό σύμπαν όπως αυτό που προσπαθώ κάθε φορά να στήσω.

Εκτός από επαγγελματίες, χρησιμοποιείτε συχνά και ερασιτέχνες ηθοποιούς. Πώς δουλεύετε μαζί τους; Επιτρέπετε αυτοσχεδιασμό στα γυρίσματα;

Και στις δύο περιπτώσεις –είτε πρόκειται για επαγγελματίες είτε για ερασιτέχνες– η μέθοδός μου βασίζεται σ' ένα πράγμα: πολύμηνες πρόβες. Πρόβες, πρόβες, πρόβες. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Στις πρόβες συμβαίνουν δύο βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι ότι δοκιμάζεται η πιστότητα του σεναρίου. Το σενάριο είναι λόγος γραμμένος σε χαρτί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα «κάτσει» αυτομάτως στο στόμα του ηθοποιού ή ότι θα λειτουργήσει στη ζωντανή δράση. Οπότε στις πρόβες βλέπουμε αν οι σκηνές αναπνέουν, αν ο διάλογος έχει αλήθεια, αν δουλεύει.

Το δεύτερο είναι ότι γίνεται, ουσιαστικά, μάθημα υποκριτικής. Όταν περνούν πέντε-έξι μήνες δουλειάς μέσα σε μια ομάδα, φτάνουμε σιγά - σιγά σ' ένα αποτέλεσμα που με κάνει να πω: «Είμαστε έτοιμοι. Πάμε γύρισμα». Φυσικά, υπάρχει περιθώριο αυτοσχεδιασμού, αλλά πάντα ελεγχόμενο από εμένα. Δεν είναι «ό,τι να ’ναι». Είναι μέρος της μεθόδου, όχι αντικατάστασή της.

Ο Γιάννης Οικονομίδης υπάρχει στους ήρωές του;

Ναι, παντού. Φυσικά!

Είναι κάτι που επιδιώκετε συνειδητά ή απλώς συμβαίνει επειδή είναι δικά σας δημιουργήματα;

Υπάρχει, γιατί φτιάχνω χαρακτήρες που, με κάποιον τρόπο, τους ξέρω. Μπορώ να μιλήσω γι' αυτούς και να είμαι ακριβής. Με αυτή την έννοια, υπάρχω μέσα σε όλους τους ήρωες, από τον τελευταίο ρόλο μέχρι τον πρώτο. Έχει να κάνει με το διακύβευμα της αλήθειας. Ξέρεις για τι μιλάς. Και με την αγάπη προς τον άνθρωπο. Εγώ δεν ηθικολογώ στις ταινίες μου, ούτε παίρνω τη στάση του «καθηγητή» απέναντι στους χαρακτήρες και τις ιδέες μου. Δεν τους κοιτάζω αφ’ υψηλού. Κατεβαίνω στο ύψος τους. Τους αγαπώ με τα λάθη, τα κουσούρια, την ωμότητα, την τρυφερότητα, τα καλά και τα κακά τους. Αυτό προσπαθώ να φωτίσω. Και για να το κάνεις αυτό, πρέπει να αγαπάς πραγματικά τον άνθρωπο.

Ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου από πού διαμορφώνεται;

Ο χαρακτήρας αποτελείται από ένα εκατομμύριο πράγματα. Τα πάντα παίζουν ρόλο στη διαμόρφωσή του. Φυσικά, τα βασικά είναι η οικογένεια, η παιδική ηλικία, οι κοινωνικές συναναστροφές, όσα έχει βιώσει κανείς. Αυτά είναι η αφετηρία. Από εκεί και πέρα, όμως, υπάρχουν αμέτρητοι άλλοι παράγοντες, όπως οι δυσκολίες που έχει περάσει, οι ήττες, οι κατραπακιές της ζωής. Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει «ζάχαρη» θα διαμορφωθεί διαφορετικά από κάποιον που έχει περάσει μέσα από δυσκολίες. Όλα αφήνουν ίχνη, όλα παίζουν ρόλο.

Ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου αλλάζει με τα χρόνια ή παραμένει ο ίδιος;

Πιστεύω ότι ο άνθρωπος αλλάζει. Βέβαια, υπάρχει η άποψη ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει ποτέ – εξού και η παροιμία «η ουρά του σκύλου δεν ισιώνει». Αλλά εγώ είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν στο αντίθετο. Για μένα, αυτό είναι και το πραγματικό νόημα της ζωής. Όχι να βρει ο άνθρωπος τον Θεό ή να κάνει λεφτά, αλλά ν' αλλάξει. Να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Η ζωή είναι μια διαδρομή, ένα ταξίδι αλλαγής. Κάπου πάει...

Ποια είναι για εσάς η «σπασμένη φλέβα» του σύγχρονου ανθρώπου;

Είναι πολλά: Οι σπασμένες σχέσεις, τα τσακισμένα συναισθήματα, οι διαψεύσεις, οι απογοητεύσεις, οι προδοσίες, οι οικογενειακές πληγές. Ολα αυτά είναι σπασμένες φλέβες.

Πώς φτάσαμε εδώ σήμερα; Ευθύνεται η απώλεια των παλιών αξιών; Η τεχνολογία; Η αποξένωση;

Η απάντηση είναι απλή. Ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος. Στη μεγάλη του πλειοψηφία, ένα σκοτεινό ον. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη αίμα, προδοσίες και καταστροφές. Δεν έχει αλλάξει. Δυστυχώς δεν έχει προχωρήσει καθόλου. Μιλάω για τον κανόνα, όχι για τις εξαιρέσεις. Φυσικά υπάρχουν άνθρωποι που εξανθρωπίζονται, που παλεύουν να γίνουν καλύτεροι. Αλλά ο κανόνας είναι ότι ο άνθρωπος παραμένει αυτό που ήταν πάντα. Ενα ον ικανό να παράγει δυστυχία.

Φεύγοντας από την ταινία, με ποιες σκέψεις ή συναισθήματα θέλετε να φύγει ο θεατής;

Θα ήθελα να φύγει κυρίως με συναισθήματα. Να νιώσει. Η σκέψη μπορεί να έρθει μετά. Αυτό είναι και ο στόχος μου σε όλες τις ταινίες μου. Δεν κάνω διανοουμενίστικο ή δοκιμιακό σινεμά, όπου ο θεατής πρέπει να σπάει το κεφάλι του για να λύσει γρίφους. Ποντάρω στο συναίσθημα, εκεί στοχεύω. Με το συναίσθημα και με την ψυχή δουλεύω.

Είναι δύσκολο κάποιος σήμερα να κάνει σινεμά στην Ελλάδα; Πραγματική βοήθεια από την πολιτεία υπάρχει;

Ως έναν βαθμό, ναι. Τα λεφτά πάντα δεν φτάνουν, πάντα είναι λίγα. Πρέπει να προσπαθήσει πολύ κάποιος για να καταφέρει να βρει τα απαραίτητα χρήματα, ώστε να κάνει την ταινία του σαν άνθρωπος, κάπως με αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η μία πλευρά, για ταινίες που έχουν ένα μεγαλύτερο μπάτζετ ή γενικά απαιτήσεις. Η άλλη πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου, με λίγα λεφτά, μπορείς να μαζέψεις την παρέα σου — αν είναι να κάνεις τις πρώτες σου ταινίες — και όντως να δημιουργηθεί μια ώσμωση ανάμεσα σε φίλους, με αλληλεγγύη, και να πας να φτιάξεις μια μικρή low budget ταινία. Έτσι ξεκίνησα κι εγώ. Η πρώτη και η δεύτερη ταινία μου έτσι πορεύτηκαν. Σε άλλες χώρες ακόμη κι αυτό είναι απαγορευτικό. Εδώ τουλάχιστον κρατάει αυτή η έννοια της παρέας και της αλληλεγγύης στις μικρές, ανεξάρτητες παραγωγές.

Από κανάλια σας έχουν προσεγγίσει για κάποια τηλεοπτική σειρά;

Κατά καιρούς, ναι, αλλά δεν μ' ενδιαφέρει η τηλεόραση. Στο σινεμά έχω την ελευθερία μου. Θεωρώ ότι το να κάνεις μια ταινία έχει πολύ μεγαλύτερο νόημα. Δεν έχω λόγο να κάνω τηλεόραση. Ειδικά έτσι όπως είναι σήμερα. 

Το «Σπιρτόκουτο» είχε ανέβει στη Στέγη ως μιούζικαλ. Πώς ξεκίνησε ως ιδέα;

Ήταν μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα φάση. Όλοι διασκεδάσαμε, και ήταν και πολύ τιμητικό να ξαναγράφεται ένα έργο σε μια άλλη φόρμα. Ήταν δική μου ιδέα. Στην αρχή το σκεφτόμουν ως ροκ όπερα, μια πανκ–ροκ όπερα. Συζητώντας με την Αφροδίτη Παναγιωτάτου το είδαμε αλλιώς. Είπαμε ότι ταιριάζει καλύτερα να πάει ως προς τα εκεί που πήγε, και το τολμήσαμε. Βρέθηκε στην αρχή ο Γιάννης Νιάρρος, μετά ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνο, και με την αμέριστη υποστήριξη της Στέγης το πράγμα πήρε τον δρόμο του χωρίς κανένα πρόσκομμα. Μια μεγάλη υποστήριξη. Και είχε τεράστια επιτυχία. Δεν είμαι από αυτούς που βάζουν όλα αυτά κάτω από μικροσκόπιο και τα κρίνουν αυστηρά. Μου αρέσει να συνδιαλέγονται οι τέχνες. Ήταν ένα εγχείρημα χωρίς προηγούμενο στα ελληνικά χρονικά και θεωρώ ότι, σε μεγάλο βαθμό, πέτυχε.

Τη «Σπασμένη Φλέβα» την αφιερώνεται σε δύο πρόσωπα, στον πατέρα σας και σε μία φίλη σας.... 

Για τον πατέρα μου ο λόγος είναι προφανής. Είχα μια πολύ όμορφη σχέση μαζί του και δεν πρόλαβε να δει την ταινία — μια ταινία για την οποία είμαι πάρα πολύ περήφανος. Η Ιουλία Σταυρίδου, η αγαπημένη μου φίλη και συνεργάτης, ήταν σκηνογράφος και ενδυματολόγος σε όλες μου τις ταινίες. Ήταν σαν αδελφή μου, σαν οικογένεια. Έφυγε πολύ άδικα, ξαφνικά, με τον κορονοϊό. Ήταν σοκ. Της το όφειλα. Η Ιουλία ήταν ο άνθρωπός μου.

Χωρίς να θέλω να κάνω spoiler, αλλά η ταινία τελειώνει απότομα και μάλιστα σε κρίσιμο σημείο. Σαν να περιμένει κανείς ένα δεύτερο μέρος ή σαν ν' αφήνεται στον θεατή να συνεχίσει με το μυαλό του. Γιατί επιλέξατε αυτή την εκδοχή; 

Ισχύει η δεύτερη εκδοχή σου. Είναι πολύ σοφό — εκ των πραγμάτων — ότι η ταινία τελειώνει έτσι, γιατί στην πραγματικότητα και για μένα το «μετά» είναι πολύ δύσκολο να το διανοηθώ. Δεν μπορούσα να το κάνω εικόνα, για να καταλάβεις. Και θεωρώ ότι εκεί βρίσκεται όλη η ουσία. Το μετά είναι σημαντικό να το πάρει ο καθένας μαζί του και να το επεξεργαστεί όπως θέλει. Να κάνει το δικό του σενάριο. Που, στην ουσία, ένα είναι — δεν υπάρχει δεύτερο. Ένα πράγμα θα συμβεί. Αλλά το πώς θα το οπτικοποιήσει ο καθένας μέσα του… καλό είναι να παραμείνει προσωπική υπόθεση.

Είστε από τους δημιουργούς που πιστεύουν ότι παίρνουν ένα κομμάτι από τη ζωή των ανθρώπων και το παρουσιάζουν όπως είναι; Ή πιστεύετε στο happy end; Στο «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»;

Κοίτα… εγώ δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου διασκεδαστή. Θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη. Δηλαδή αυτά που έχω να πω είναι πράγματα που με εκφράζουν: ιδέες, απόψεις, το βλέμμα μου πάνω στον κόσμο, πάνω στους ανθρώπους, πάνω στην Ελλάδα, στον Έλληνα, στην οικογένεια… και πάει λέγοντας. Και, ξέρεις, θεωρώ ότι η συντριπτική πλειοψηφία της μεγάλης τέχνης — και της μικρής τέχνης — από τον Σαίξπηρ μέχρι τα νουάρ μυθιστορήματα του προηγούμενου αιώνα… όλα έχουν ένα μαύρο θέμα. Όλα. Είναι μινόρε. Έχουν μέσα τον θάνατο. Έχουν τον σκοτεινό άνθρωπο. Το αίμα, το ψέμα, την προδοσία. Εκεί είναι το μεγάλο ζήτημα προς διερεύνηση. Τα σκοτάδια του ανθρώπου.

Και αυτό — στην πλειονότητά του — εκφράζεται μέσα από τα δραματικά έργα. Ακόμη και οι καλές κωμωδίες, με τον τρόπο τους, πιάνουν αυτά τα θέματα. Αλλά η μεγάλη τέχνη, αυτή που μεγαλώσαμε όλοι, που διαβάζουμε, που ακούμε, από τον Μπαχ μέχρι τον Μάρκες… είναι σκοτεινή. Είναι δράματα. Έχουν αίμα, έχουν αιματοχυσία, έχουν ζητήματα, έχουν προδοσίες. Στρίντμπεργκ, Ίψεν… ο ένας τον άλλον. Όλοι αυτοί οι τραγικοί. Και μου κάνει εντύπωση που οι άνθρωποι έχουν τόσο εθιστεί στα χαμόγελα, στις φτηνές τηλεοπτικές κωμωδίες, στα χαπι εντ… στα παραθυράκια που περιμένουν να μπει μια αχτίδα φωτός για να φυτρώσει λίγη ελπίδα ή μια νουθεσία για να νιώσουν καλύτερα. 

Στην ταινία συνεργάζεστε και με τον ΛΕΞ. Πώς προέκυψε αυτό;

Ήμασταν φίλοι από παλιά. Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να κάνει αυτό το κομμάτι. Και λόγω του εκτοπίσματός του και λόγω του ταλέντου του. Και όντως έκανε ένα φανταστικό κομμάτι, το οποίο στην ουσία συνοψίζει όλη την ταινία,  τουλάχιστον όσον αφορά τους χαρακτήρες. Είναι συγκλονιστικό τραγούδι.

Έχετε άγχος για τα πρώτα σχόλια της ταινίας τώρα που βγαίνει στους κινηματογράφους;

Δεν ξέρω… όχι ιδιαίτερο. Στις πρώτες μου ταινίες είχα περισσότερο άγχος και ταραχή. Σήμερα νιώθω πολύ πιο σίγουρος για αυτό που έχω κάνει. Εντάξει, βέβαια, στην Ελλάδα είμαστε, σίγουρα θα υπάρχουν και ανθρωποφάγοι. Αλλά έχω μια βεβαιότητα μέσα μου ότι αυτή είναι μια καλή ταινία. Μια πολύ καλή ταινία, ειλικρινής και έντιμη. Όπου όλα είναι στη θέση τους. Όλα δουλεμένα. Όλα έχουν ψυχή. Έχω κάνει μια ταινία που νομίζω ότι αφορά πάρα πολλούς. Και, επίσης, αυτός που θα τη δει, δεν θα κλαίει τα λεφτά του. Κι αυτό για μένα είναι μεγάλο θέμα. Να δικαιώσω τον άνθρωπο που πάει στο σινεμά και, ενδεχομένως από το υστέρημά του, βάζει το χέρι στην τσέπη του για να δει την ταινία μου.

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έκανε πρεμιέρα η ταινία «Μάχη» του Ηλία Γιαννακάκη, όπου υποδύεστε έναν ακροδεξιό. Τι σκεφτήκατε όταν σας προτάθηκε ο ρόλος;

Είναι κάτι που το έχω ξαναδοκιμάσει στο παρελθόν και συγκεκριμένα σε ταινία του Φατίχ Ακίν. Ακολουθείς το όραμα του σκηνοθέτη — αυτό είναι. Απλά εδώ ταλαιπωρήθηκα δύο μέρες ακίνητος, στα γυρίσματα, στο κρεβάτι του πόνου (Γέλια). Το σκέφτομαι σαν εφιάλτη. Δεν δίστασα ούτε στιγμή όταν μου το πρότεινε ο Ηλίας. Είναι χαρά μου να βοηθήσω και να υποστηρίξω μια ελληνική ταινία να γίνει και να πάει καλά . Ειδικά έναν σκηνοθέτη που τον εκτιμώ. Δεν τίθεται θέμα. Ελπίζω να τα κατάφερα ως ένα βαθμό.

Όταν σας σταματάει ο κόσμος στον δρόμο, τι σας λέει;

Ότι αγαπούν τις ταινίες μου και ότι θέλουν να συνεχίσουμε. Αυτό είναι που μας δίνει κουράγιο. Μετά ζητούν κι μια σέλφι, κι είναι πραγματικά όμορφο όλο αυτό που συμβαίνει. Χαίρομαι γιατί νιώθω πως δικαίωσα όλον εκείνον τον κόσμο που με εμπιστεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιοι έμειναν, με κάποιους άλλους χώρισαν οι δρόμοι μας. Το σινεμά είναι συλλογική υπόθεση. Ίσως οι ταινίες μου να μπορούσαν να είναι δεκαέξι αντί για έξι, αλλά η ποσότητα δεν έχει σημασία. Για αυτές τις έξι είμαι βαθιά περήφανος. Δεν θα άλλαζα ούτε λέξη. Είναι μια διαδρομή, μια πορεία που χτίστηκε μαζί με όλους.

Θα θέλατε οι ταινίες σας να ενταχθούν σε κάποια ψηφιακή πλατφόρμα του εξωτερικού ή να συνεργαστείτε μαζί τους για μία νέα; 

Οι προηγούμενες ταινίες μου παίζονται ήδη στο Cinobo. Μακάρι να βγουν και στο εξωτερικό. Και μακάρι το Netflix, για παράδειγμα, να χρηματοδοτήσει κάποια επόμενή μου ταινία. Θα είχε ενδιαφέρον μια τέτοια συνεργασία.

Τι εύχεστε για το μέλλον;

Θα ήθελα να κυκλοφορήσει η ταινία και να δημιουργήσει έναν μικρό σεισμό. Μια καταιγίδα. Κάτι να γίνει, ρε παιδί μου. Να κουνηθεί λίγο το πράγμα σε κοινωνικό επίπεδο. Δηλαδή, αυτό που γίνεται κάθε φορά με τις ταινίες μου, απλώς γίνεται ετεροχρονισμένα. Ελπίζω αυτή τη φορά να γίνει στο σινεμά, δηλαδή όσο παίζεται στη μεγάλη οθόνη. Το σίγουρο πάντως είναι ότι τα μπαρ των κινηματογράφων θα δουλέψουν. Και θα δουλέψουν πολύ.

Γιάννης ΟικονομίδηςTanweerΒασίλης ΜπισμπίκηςΛΕΞ