Σινεμά|11.11.2018 17:55

Θοδωρής Αθερίδης: «Ζούμε σε μια εποχή που πρέπει να είμαστε στα όπλα»

Άντα Δαλιάκα

Ο Θοδωρής Αθερίδης των πολλαπλών κωµικών ρόλων στην τηλεόραση, το θέατρο και το σινεµά είναι ένα από τα πιο οικεία και δηµοφιλή καλλιτεχνικά πρόσωπα που διαθέτει εδώ και χρόνια η Ελλάδα. Σταθερά δηµιουργικός, σταθερά ανοιχτός στις απόψεις του, φέτος επανέρχεται ως πρωταγωνιστής στο σινεµά µε το «Αιγαίο SOS» του Πιέρρου Ανδρακάκου που βγαίνει στις αίθουσες στις 15 Νοεµβρίου από την Odeon, µια επίκαιρη εµπορική σάτιρα στα χνάρια της «Λούφας και παραλλαγής», που αποτελεί αισίως τη δέκατη κινηµατογραφική του εµφάνιση και τον τοποθετεί στρατιωτικό σε... κρίση πάνω σε βραχονησίδα

Η φιλµική διαδροµή του Θοδωρή Αθερίδη άρχισε το '89 µε το «Μ’ αγαπάς;» του Γιώργου Πανουσόπουλου, συνεχίστηκε µε έναν µικρό ρόλο στο «Μετέωρο βήµα του πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, για να γίνει ολοένα και πιο «πυκνή» τα τελευταία χρόνια και µέσα από το µεράκι της συγγραφής και της σκηνοθεσίας να αποδώσει τρεις ταινίες («Μια µέλισσα τον Αύγουστο», «Από έρωτα», «Τέλειοι ξένοι»).

Εχοντας έτοιµο το σενάριο της νέας του ταινίας που θέλει να γυρίσει το επόµενο καλοκαίρι και ενώ στο θέατρο συµπορεύεται µε τους Αλκι Κούρκουλο και Γιώργο Πυρπασόπουλο στο «ART» (Μικρό Παλλάς) της Γιασµίνα Ρεζά σε µετάφραση του Σταµάτη Φασουλή, µας µιλάει για την Ελλάδα που εκπέµπει SOS και τη σωτήρια επίδραση της κωµωδίας.

Χρειάζεται άλλη µία στρατιωτική κωµωδία το σύγχρονο ελληνικό σινεµά σαν το «Αιγαίο SOS»;

Φυσικά και χρειάζεται. Η στρατιωτική κωµωδία έχει και συµβολική αξία, µε την έννοια ότι ζούµε σε µια εποχή που πρέπει να είµαστε στα όπλα. Και δεν εννοώ ότι πρέπει να είµαστε στα όπλα για να κάνουµε πόλεµο, αλλά ότι οφείλουµε να βρισκόµαστε σε εγρήγορση γιατί οι καιροί είναι σκοτεινοί και δύσκολοι. Πρέπει να είµαστε έτοιµοι για να αντιµετωπίσουµε και να διαχειριστούµε κρίσεις.

Εξακολουθεί να εκπέµπει SOS η Ελλάδα σήµερα;

Νοµίζω, ναι. Ολη αυτή η συζήτηση για το αν θα κοπούν ή όχι οι συντάξεις, αν είναι δικό µας θέµα ή των έξωθεν παραγόντων, δείχνει µια κοινωνία που ετεροκαθορίζεται 100%. Αν δεν είναι SOS αυτό, τότε τι είναι; ∆εν θα δούµε επιτέλους φως στο τούνελ; ∆εν ξέρω τι πρέπει να περιµένουµε για να ωριµάσουµε ως λαός και να αλλάξουµε βασικά τη νοοτροπία µας. Από εκεί θα ξεκινήσουν όλα. Μέχρι να συµβεί αυτό, θα διαχειριζόµαστε τις εξάρσεις και τις υφέσεις των κρίσεων τις οποίες θα βιώνουµε. Κατά τα άλλα, καλλιτεχνικά µιλώντας, όσο υπάρχει άνθρωπος θα υπάρχει τέχνη. Αλλοτε υψηλή, άλλοτε µέτρια και κακή. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει και δεν έχει καµία σχέση µε την κρίση.

Για να επανέλθουµε στο θέµα της νέας «Λούφας και παραλλαγής», τι το καινούργιο προσφέρει η κωµωδία του Πιέρρου Ανδρακάκου, η οποία εµπνέεται από µια κλασική σάτιρα του ελληνικού κινηµατογράφου;

Σίγουρα δεν υποστηρίζουµε ότι η ταινία αυτή δεν έχει οµοιότητες µε το «Λούφα και παραλλαγή». Οµως η κεντρική ιδέα εδώ είναι πολύ «brilliant»: όπως πριν από κάποιον καιρό ένας σεισµός έγινε η αιτία για να εξαφανιστεί παραλία στη Λευκάδα, έτσι κι εδώ ένας σεισµός φέρνει στην επιφάνεια µια βραχονησίδα στο Αιγαίο για την κατάληψη της οποίας Τούρκοι και Ελληνες στρατιώτες επιδεικνύουν γρηγορότερα αντανακλαστικά από τις ηγεσίες των δύο γειτονικών χωρών. Το ευφυές αυτό εύρηµα οδηγεί αβίαστα σε κωµικές καταστάσεις, και σε συνδυασµό µε τη χαρακτηρολογία και τα όσα διαδραµατίζονται θεωρώ ότι κάνει την ταινία να διαφοροποιείται πολύ από τα κεφάλαια της «Λούφας...» που έχουµε δει στο παρελθόν. Το «Αιγαίο SOS» πιάνει περισσότερο τον παλµό της επικαιρότητας.

Ποιος ο δικός σας ρόλος σε αυτή την κωµωδία;

Υποδύοµαι τον διοικητή του τάγµατος των ΟΥΚάδων και περνάω προσωπική κρίση στον γάµο µου, γεγονός που προσδίδει χιουµοριστική διάσταση στο ηγετικό πρόσωπο της ιστορίας. Ως χαρακτήρας είναι κάποιος που αγαπάει τους άντρες του, τους φροντίζει, είναι παρών όταν τον καλεί η πατρίδα, είναι δυναµικός και αστείος.

Από τον Ζορµπά που υποδυθήκατε στον «Καζαντζάκη» του Γιάννη Σµαραγδή, στον διοικητή Κλεάνθη Χάρισµα του «Αιγαίο SOS». Λαµβάνετε υπόψη την κριτική στις καλλιτεχνικές σας επιλογές;

∆εν δίνω ιδιαίτερη σηµασία ούτε στη θετική ούτε στην αρνητική κριτική. Με ενδιαφέρει η γενική αίσθηση που δηµιουργεί µια δουλειά που κάνω. Οταν η αίσθηση είναι καλή, την ακολουθώ. Οταν εισπράττω ότι κάτι είναι καλό υπό όρους, προβληµατίζοµαι. Η προσωπική κριτική του καθενός, πάντως, δεν έχει ιδιαίτερη σηµασία και αφορά µονάχα αυτόν.

Και ο θόρυβος που προκλήθηκε πέρυσι µε τις αρνητικές κριτικές για τον «Καζαντζάκη»;

Δεν ασχολήθηκα καθόλου. Βλέπω τους κριτικούς ως µονάδες και όχι ως σύνολο. Ως σύνολο ορίζεται πάντα ο αποδέκτης, ο οποίος δεν είναι άλλος από το κοινό. Κάθε θεατής από το κοινό έχει τη δική του ξεχωριστή γνώµη. ∆εν διαφέρει η γνώµη του κριτικού από τη γνώµη κάποιου θεατή από το κοινό. Αρα οι προσωπικές κριτικές δεν µε επηρεάζουν ιδιαίτερα, διότι περί ορέξεως ουδείς λόγος. Είναι φιλοσοφηµένη στάση ζωής αυτό και δεν την ακολουθώ για να πετύχω κάτι. Θα σας το πω αλλιώς: σε έναν κριτικό που αρέσει η δουλειά που κάνεις έναντι ενός άλλου που δεν του αρέσει, τι θα κάνεις; Στον έναν απευθύνθηκες, στον άλλον όχι. Θέλει γενικά µια χαλαρότητα και ψυχραιµία το πράγµα, ειδικά µε την τέχνη. Αν κάποιος δεν µε γουστάρει, µπορεί να αλλάξει κανάλι ή να µην έρθει στο θέατρο όπου παίζω. ∆εν χρωστάω εξηγήσεις και δεν είµαι υπόλογος απέναντι σε κανέναν.

Θεωρείτε ότι η εµπορική κωµωδία είναι ένας όρος που εξακολουθεί να υφίσταται στο ελληνικό σινεµά ή έχει πια παρέλθει η εποχή της;

Το πρόβληµα µε την προσέλευση του κοινού στον κινηµατογράφο δεν έχει να κάνει µε το είδος της «κωµωδίας», αλλά µε το αν κάτι µπορεί να είναι εµπορικό ή όχι. Το πρόβληµα είναι ότι δεν πηγαίνει ο κόσµος σινεµά. ∆εν έχει πια σηµασία αν θα είναι κωµωδία ή δράµα αυτό που θα κάνεις όσο το πώς θα πάνε οι θεατές στο σινεµά, που σε αυτήν τη φάση είναι κολληµένοι στο ∆ιαδίκτυο. Και δεν νοµίζω ότι το πρόβληµα αυτό αφορά µόνο το ελληνικό σινεµά. Το σινεµά γενικά δεν είναι πια εµπορικό, και µιλάµε πια για σχετικά µεγέθη επιτυχίας. Το ίδιο συνέβη και µε τη δισκογραφία – δεν γίνονται πια «χρυσοί δίσκοι». Η τεχνολογία και η πειρατεία έχουν δηµιουργήσει αµηχανία στην αγορά. Ευτυχώς, το θέατρο δεν ανήκει στην κατηγορία του κινηµατογράφου. Εχει βρει τους δικούς του κώδικες και καλύπτει τις ανάγκες του κόσµου ως κάτι ζωντανό που προτιµάει το κοινό – ευτυχώς για εµάς, που από κάπου πρέπει να ζούµε. Φέτος προοιωνίζεται µια καλή χρονιά.

Εσείς επιλέξατε να σκηνοθετήσετε το «ART» της Γιασµίνα Ρεζά στο οποίο και παίζετε.

Πρωτοείδα το έργο στα τέλη της δεκαετίας του '90 σε σκηνοθεσία του Σταµάτη Φασουλή. Από τότε ζήλευα που δεν το είχα γράψει. Υπήρχε, λοιπόν, στη σκέψη µου, και όταν άρχισα να αναζητώ ένα θεατρικό για να ανεβάσω τη φετινή σεζόν, διαπίστωσα ότι είναι ελεύθερα τα δικαιώµατα και αµέσως πήρα τον Αλκη τηλέφωνο και τον ρώτησα αν γουστάρει να συµµετάσχει. Μετά συναποφασίσαµε ότι ο τρίτος έπρεπε να είναι ο Γιώργος Πυρπασόπουλος και έτσι προχωρήσαµε. Είναι µια κωµωδία για τη φιλία, την τέχνη, τις ανθρώπινες σχέσεις. Ενα έργο διαχρονικό για την ανθρώπινη φύση που κινείται αναλλοίωτη µέσα στους αιώνες. Και σε 100 χρόνια, το ART, παρότι γράφτηκε το 1995, θα παραµένει ένα σπουδαίο έργο, γιατί ασχολείται µε θέµατα οικεία.

Ο,τι και να γίνει, δεν λοξοδροµείτε από την πορεία σας ως κωµικός. Ποια είναι τα υλικά που συνθέτουν µια επιτυχηµένη κωµωδία;

Δεν είµαι φύσει κωµικός, αλλά θέσει. Ακολούθησα την κωµωδία από απόφαση ως βασανισµένο παιδί στην εφηβεία µου. Οταν είδα το «Ενας προφήτης, µα τι προφήτης» µε τους Μόντι Πάιθονς να τραγουδούν το «Πάντα να ψάχνεις τη φωτεινή πλευρά της ζωής» («Always Look at the Bright Side of Life»), κατάλαβα ότι αυτό είναι το νόηµα της ζωής. Η κωµωδία είναι επιτυχηµένη όταν είναι όσο πιο κοντά γίνεται στα προβλήµατα που αντιµετωπίζει ο κόσµος. Οταν είναι αληθινή και περνάει ένα µήνυµα αισιοδοξίας. Κατά τη δική µου ηθική αξίωση, δεν έχει νόηµα να κάνεις τέχνη αν δεν έχεις να περάσεις ένα µήνυµα λύτρωσης και αποφυγής του αδιεξόδου.

Θοδωρής Αθερίδης