Εκκλησία|01.03.2019 21:55

Ολοκληρώθηκε η διημερίδα του ΥΠΕΞ για τη Θρησκευτική και Εκκλησιαστική Διπλωματία

Μαρίνα Ζιώζιου

Ολοκληρώθηκαν σήμερα οι εργασίες της διημερίδας του υπουργείου Εξωτερικών με θέμα «Θρησκευτική-Εκκλησιαστική διπλωματία στον 21ο αιώνα» που υλοποιήθηκε με πρωτοβουλία του υφυπουργού Εξωτερικών, αρμοδίου επί Θρησκευτικών Θεμάτων, Μάρκου Μπόλαρη.

Η αποτύπωση των Αρχών Πολιτικής και η χάραξη Στρατηγικής για την άσκηση Θρησκευτικής και Εκκλησιαστικής Διπλωματίας είναι ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο του υπουργείου Εξωτερικών τα τελευταία χρόνια. 

Πάνω από 40 ομιλητές, εκπρόσωποι όλων των θρησκειών και ομολογιών στην Ελλάδα (Ιουδαϊσμός, Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, Κοινωνία Ευαγγελικών Εκκλησιών, Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία, Ορθόδοξοι Αρμένιοι, Αιγύπτιοι Κοπτορθόδοξοι, Ισλάμ, Ασσύριοι Χριστιανοί), εκπρόσωποι των Πατριαρχείων μας, εμπειρογνώμονες και καθηγητές πανεπιστημίου κάθισαν στο ίδιο τραπέζι και μοιράστηκαν κοινές ανησυχίες για ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα, όπως τον ρόλο της Εκκλησίας στη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής και την αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος, την άσκηση της μορφωτικής διπλωματίας κ.ά. 

Για την στρατηγική της Πολιτείας έναντι εκκλησιαστικών θεμάτων εκτός της Ελλάδος μίλησε σήμερα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος. Όπως τόνισε, μεταξύ άλλων, στην εισήγησή του όταν γίνεται λόγος για εκκλησιαστική διπλωματία πρέπει να διευκρινιστεί ποιο είναι το υποκείμενο, δηλαδή ποιος ασκεί την διπλωματία αυτήν στα θεολογικά και εκκλησιαστικά πράγματα.

Ο ιεράρχης έθεσε εύστοχα το ερώτημα:«Η Εκκλησία χρησιμοποιεί το κράτος για να περάσει την θεολογία της ή το κράτος χρησιμοποιεί την Εκκλησία για να ασκήσει την πολιτική του;».

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη και τα δύο είναι προβληματικά. Κι αυτό γιατί, όπως εξήγησε, «στα θεολογικά και εκκλησιαστικά πράγματα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται η διπλωματία, μάλιστα όταν γίνεται σε βάρος της θεολογίας και της ζωής της Εκκλησίας. Ωστόσο, η λεγόμενη εκκλησιαστική “στρατηγική” με κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί να έχει αγαθά αποτελέσματα».

Τα προσωπικά του βιώματα και οι εμπειρίες, εξήγησε, «τον δίδαξαν ότι μέσα από τον ρωμαίικο πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη θεολογία μπορούμε να διεισδύσουμε σε διάφορες “περιοχές”, χωρίς να ασκούμε κρατική, πολιτική ή εκκλησιαστική διπλωματία, αλλά να μεταδίδουμε την μεγάλη δύναμη του πολιτιστικού μας DNA.

Μέσα απ' αυτή την προοπτική το ελληνικό κράτος μπορεί να προσφέρει οικονομικές ενισχύσεις και έτσι θα αποκτήσουμε φίλους και ισχυρούς πολιτιστικούς πρεσβευτές. Είναι λάθος να χρησιμοποιείται η Εκκλησία ως όχημα για καθαρά εθνικούς και πολιτικούς σκοπούς, όπως θα είναι λάθος για την Εκκλησία να ασχολείται με τα διοικητικά και τα εσωτερικά τους ζητήματα».

Ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μίλησε για τις «Σχέσεις Εθναρχούσας Εκκλησίας και Έθνους (μεταξύ 19ου και 2ού αιώνα)».

«Ο όρος εθναρχούσα Εκκλησία συνδέεται άμεσα με την εθναρχική συνείδηση και την εθναρχία. Με την χρήση αυτών των όρων προσδιορίζουμε τη νέα θρησκευτική, πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική και πνευματική πραγματικότητα, που διαμορφώνεται με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, στο σύνολο των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ορθοδόξων στις σχέσεις τους με την Υψηλή Πύλη» σημείωσε.

Ο ιεράρχης τόνισε ότι η θρησκευτική και πολιτική οργάνωση και ευθύνη όλων των ορθοδόξων χριστιανών, ελληνόφωνων, σλαβόφωνων, βλαχόφωνων, αραβαντινόφωνων, τουρκόφωνων, περιέρχεται, μετά την άλωση, το 1453 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην πυραμίδα της ρωμιοσύνης ενσωματώνεται και ο τελευταίος ορθόδοξος Ρωμιός. Άλλωστε, υπογράμμισε, «οι όροι Ρωμιός και ορθόδοξος είναι ταυτόσημοι».

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ήταν και η εισήγηση του π. Νικόλαου Γουρδούπη, Διευθυντή της Θρησκευτικής Υπηρεσίας του ΓΕΕΘΑ, ο οποίος αναφέρθηκε στη σχέση της Θρησκευτικής υπηρεσίας των ενόπλων δυνάμεων με την διπλωματία.

Ο ίδιος επισήμανε ότι η πολιτική που ακολουθεί η Ελλάδα στο εξωτερικό είναι πολύπλευρη, αλλά και πολυσχιδής. Εκτείνεται από την παραδοσιακή διπλωματία και την καλλιέργεια διμερών σχέσεων της Ελλάδας με άλλες χώρες, μέχρι την περιφερειακή πολιτική που ακολουθεί, τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στους Διεθνείς Οργανισμούς, καθώς επίσης και στη διακριτική άσκηση εκκλησιαστικής και πολιτιστικής διπλωματίας.

«Η εκκλησιαστική διπλωματία θεωρείται μεγάλης σπουδαιότητας και καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπως η ενσωμάτωση των μεταναστευτικών ροών στην ελληνική κοινωνία, όσο και το φάσμα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων».

Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ταξίαρχος, επίσης, είπε ότι στις μέρες μας είναι πλέον σαφές, ότι η ήπια πολιτική είναι μια έκφανση διπλωματίας, η οποία ανοίγει δρόμους επικοινωνίας ανάμεσα σε λαούς, σε χώρες, σε κράτη και διευκολύνει τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς να αντιμετωπίσουν με περισσότερη ευκολία τα σκληρά ζητήματα, τον σκληρό πυρήνα των πολιτικών και των προβλημάτων που υπάρχουν ανάμεσα στις χώρες.

Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ μίλησε για το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελβετία και την συμβολή του στην εκκλησιαστική διπλωματία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Ορθόδοξο Κέντρο ιδρύθηκε το 1966 με απόφαση του αείμνηστου Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η διορθόδοξη αποστολή του, όπως εξήγησε ο Μητροπολίτης, «βεβαιώνεται τόσο από τις επίσημες διορθόδοξες συναντήσεις εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσο και από την ήδη από το 1975 προγραμματισθείσα ίδρυση “επιστημονικού θεολογικού φυτωρίου”, στο οποίο θα φοιτούν νεαρά πρόσωπα από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και θα καταρτίζονται ‘’μεταπτυχιακώς’’ στελέχη που θα εμφορούνται από Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και θα καλλιεργούν συνείδηση του οικουμενικού χρέους της Ορθοδοξίας».

Καταλήγοντας στην ομιλία του, ο ιεράρχης σημείωσε ότι «το Πατριαρχικό Κέντρο της Γενεύης αποδεικνύει ότι η Ορθοδοξία μπορεί να έχει ζωτική παρουσία και ουσιαστικό λόγο τόσο μέσα σε παραδοσιακά δυτικά περιβάλλοντα, όσο και μέσα στον συγχυσμένο κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσμο. 

Η κ. Μαρίνα Κολοβοπούλου, καθηγήτρια της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ ανέπτυξε στην εισήγησή της ποια είναι η συμβολή της Παιδείας στη θρησκευτική και εκκλησιαστική διπλωματία. Όπως είπε, «υπαρκτικό ιδίωμα της διπλωματίας είναι η πολλαπλότητα, η οποία πηγάζει από την συνύπαρξη ενός πλήθους ανεξάρτητων Πολιτειών σ’ ένα αλληλοεξαρτώμενο κόσμο. Σ’ αυτή την πολυδιάστατη σχέση, η διπλωματία συμφιλιώνει τις διεκδικήσεις της πολιτικής βούλησης των ανεξάρτητων πολιτειακών οντοτήτων με ότι τις περιβάλλει. Επιδιωκόμενοι στόχοι της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής διπλωματίας οφείλουν να είναι η κοινοποίηση της πολιτισμικής κληρονομιάς, της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της γλώσσας, καθώς και η ανάπτυξη κατάλληλων συνθηκών για την κατανόηση της υπαρξιακής ταυτότητας και της καλλιέργειας του σεβασμού σε ιδιαιτέρως ευαίσθητα ζητήματα, καθοριστικά όμως της συνύπαρξης των λαών όπως αυτά των εκκλησιαστικών σχέσεων».

Ξεχωριστό ενδιαφέρον στη διημερίδα είχε η ενότητα για τον ρόλο της Εκκλησίας στη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής και στην αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος. Ο Μητροπολίτης Ζάμπιας Ιωάννης τόνισε στην ομιλία του ότι οι περισσότερες δυτικές χώρες επιδίωξαν και επιδιώκουν τον διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους. «Οι δυτικές νομοθεσίες ενίσχυσαν και ενισχύουν τον θρησκευτικό πλουραλισμό και τηρούν ουδέτερη στάση απέναντι στο φαινόμενο της θρησκευτικής εκκοσμίκευσης. Ωστόσο, η Δύση αγνόησε σε μεγάλο βαθμό αυτά που συμβαίνουν στον υπόλοιπο κόσμο. Ορισμένα γεγονότα, όπως η κατάληψη της Πρεσβείας των ΗΠΑ από εξτρεμιστές στην Τεχεράνη το 1979 ανάγκασαν τη Δύση να επανεκτιμήσει τον σημαίνοντα ρόλο των θρησκειών στο δημόσιο πολιτικό βίο. Οι δυτικές κρατικές νομοθεσίες εξακολούθησαν να επιχειρούν να θέσουν τις θρησκείες στο περιθώριο. Προφανώς γιατί η θρησκευτικώς πλουραλιστική Δύση αντιμετώπισε το θρησκευτικό φαινόμενο περισσότερο ως παράγοντα διακινδύνευσης της κοινωνικής ειρήνης παρά ως ενοποιητικό στοιχείο της.

Η 11η Σεπτεμβρίου του 2001 αποτελεί την ιστορική επαλήθευση της εθελοτυφλίας του δυτικού κόσμου απέναντι στα ισχύοντα στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και της εσφαλμένης εκτίμησης του θρησκευτικού φαινομένου ως στοιχείο αντίθεσης και σύγκρουσης» εξήγησε.

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη αυτό το γεγονός σήμανε και στην έναρξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση της λεγόμενης θρησκευτικής τρομοκρατίας. Ως αντιστάθμισμα σ’ αυτό τον σκληρό πόλεμο γεννήθηκε η ιδέα ότι οι θρησκείες μπορούν να συμβάλλουν θετικά στην πρόληψη και επίλυση των συγκρούσεων και στην οικοδόμηση της ειρήνης.

Ο Αρχιμανδρίτης Αρίσταρχος Γκρέκας, καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών μίλησε για την συμβολή της Θρησκείας στην πρόληψη των πολεμικών συγκρούσεων. «Η κατανόηση της επιρροής της θρησκείας», όπως εξήγησε, «είναι κρίσιμη για τρεις λόγους:την ταυτότητα και τα κίνητρα των ανθρώπων που βρίσκονται σε σύγκρουση, το εύρος και την ένταση των πολιτικών ή οικονομικών στόχων μιας θρησκευτικής ομάδας, αλλά και τη διακρατική φύση των θρησκευτικών κοινοτήτων».

Σύμφωνα με τον ιερέα- καθηγητή τα θρησκευτικά κείμενα και οι παραδόσεις συμβάλλουν στη μελέτη πρόληψης συγκρούσεων. Οι θεολογικές ερμηνείες σε μια συγκεκριμένη κουλτούρα μπορούν να παράσχουν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για την εκκλησιαστική ανάπτυξη της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας ή την αιτιολόγηση της βίας.

Οι θρησκευτικές έννοιες της λύτρωσης και της συγχώρεσης στηρίζουν τις βασικές προσπάθειες συμφιλίωσης πριν ή μετά τη σύγκρουση, με την παροχή πόρων για να βοηθήσουν τις κοινωνίες να θεραπεύσουν τις καταστροφικές συνέπειες της βίας.

Και πρόσθεσε: «Σε αυτή την εποχή των προκλήσεων δημιουργούνται δίκτυα θρησκευτικών ηγετών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας. Η διασύνδεση των θρησκευτικών ηγετών και φορέων με την εφαρμογή καλών πρακτικών οικοδομούν συνθήκες για την πρόληψή της σε παγκόσμιο επίπεδο».

Στη διημερίδα υπήρξαν και ενδιαφέρουσες τοποθετήσεις των συμμετεχόντων και για άλλα ζητήματα, όπως για την συμβολή των θεολογικών σχολών, αλλά και άλλων φορέων και δικτύων στην εξωτερική πολιτική, για το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας, την μαρτυρία του μοναχισμού στη διορθόδοξη, διαχριστιανική και διαθρησκευτική πραγματικότητα, την ομογένεια κ.ά.   

Όπως σημείωσε ο τ. Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής και καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας του Πανεπιστημίου Αθηνών ο διάλογος δεν είναι «παζάρι» της αγοράς ούτε «διπλωματία» των πολιτικών. Δεν πρόκειται για μια αγοραία συναλλαγή «δώσε μου να σου δώσω» ούτε είναι καμιά εμπορική διαπραγμάτευση «χάνω-κερδίζω».

«Ο θεολογικός οικουμενικός διάλογος δεν έχει τίποτε κοινό με την διπλωματία που είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Βεβαίως δεν έχει καμιά σχέση με την προσποίηση των δημοσίων σχέσεων ούτε με την φαρισαϊκή υποκρισία της “επίθεσης φιλίας” σε καιρό ανακωχής ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ο θεολογικός διάλογος δεν είναι υπόθεση πολιτική ούτε οικονομική.

Ο διάλογος είναι θεολογική εντολή και ανθρωπιστική αποστολή. Ανταποκρίνεται στην πεμπτουσία της Εκκλησίας η οποία ορίζεται ως η σχέση του ανθρώπου με το θείο. Αφού καθεμιά χριστιανική ομολογία χωριστά και με τον δικό της τρόπο σχετίζει τον άνθρωπο προς τον Θεό, τότε όλες οι ποικιλώνυμες χριστιανικές παραδόσεις μαζί και από κοινού οφείλουν να σχετίζονται μεταξύ τους έχοντας ως μέσο τον θεολογικό διάλογο. Δεν είναι ποτέ δυνατόν να κηρύττουν την ενότητα εντός των ορίων τους και ταυτόχρονα να εφαρμόζουν τον διχασμό εκτός των συνόρων τους απέναντι στους γείτονές τους. Ο οικουμενικός διάλογος είναι η συνέπεια και η συνέχεια της ουσίας της εκκλησίας που είναι ένας διάλογος Θεού-ανθρώπου».

Ο Αρχιμανδρίτης Ελισαίος, Καθηγούμενος της Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους, μίλησε για τη μαρτυρία του μοναχισμού στην διορθόδοξη, διαχριστιανική και διαθρησκειακή πραγματικότητα.

Όπως τόνισε ο Καθηγούμενος της Μονής ο μοναχισμός εύλογα συμπεριλαμβάνεται στην θεματική και τον προβληματισμό της διημερίδας, διότι αείποτε έχει μερίδιο κληρονομίας και ζωής σε κάθε πτυχή της εκκλησιαστικής, κοινωνικής και πνευματικής ιστορίας και παραδόσεως σχεδόν σε όλες τις Ηπείρους.

«Ο μοναχισμός είναι στάση, τρόπος και δράση, θα λέγαμε, που απαντά στις πραγματικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου στην καθημερινότητά του (ηθικές αξίες, προβλήματα πάσης φύσεως, ιδεολογικά και πρακτικά) και οδηγεί σε αλληλοκατανόηση και, τελικά, ειρήνευση. Είναι δράση που στοχεύει στην αληθινή ζωή, πέρα από σκοπιμότητες και αντιπαραθέσεις και, για να εκφρασθούμε πιο ουσιαστικά, είναι στάση και τρόπος που έχει αφετηρία την αρχαία εμπειρία ‘’μέτρον πάντων χρημάτων άνθρωπος’’ και οδηγεί με την χριστιανική σύνθεση ‘’μέτρον πάντων Θεάνθρωπος’’, στην αποκατάσταση της ενότητος του ανθρωπίνου προσώπου με τον εαυτό του και μετά του Θεού» υπογράμμισε.

Και συνέχισε: «Από της εμφανίσεως του μοναχισμού, η οικουμένη γέμισε μοναστήρια και ιερά κέντρα ζωής και φωταυγίας, ενώ οι γενεές των μοναχών επόλισαν την έρημο, κυριολεκτικά την μετέτρεψαν σε χωριά και πόλεις, ιδιαίτερα στην Δύση τον 5ο και 6ο αιώνα».

Ωστόσο, όπως είπε ο Καθηγούμενος, και σήμερα παραμένει αναμμένη και αναζωπυρούται η φλόγα της μαρτυρίας του μοναχισμού στην διασπορά του Ελληνισμού, δημιουργώντας μικρές οάσεις, παρηγορίας και ελπίδος, πνευματικής ανασυγκροτήσεως και ανακαλύψεως της ταυτότητος, της προσωπικής και της συλλογικής. Στην Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελβετία, στην Ολλανδία, στην Αγγλία λειτουργούν ορθόδοξα μοναστήρια. Μάλιστα στην Γαλλία είκοσι (20) ορθόδοξα μοναστήρια, άλλα ως μετόχια του Αγίου Όρους, άλλα ως Ιερές Μονές των Μητροπόλεων της διασποράς. Επίσης στην Αμερική υφίστανται είκοσι σχεδόν μοναστήρια. Στην Αφρική, στην Ινδία, στην Κορέα και ίσως και αλλού. Είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε οργανωμένες μονάδες ή μεμονωμένα πρόσωπα, η μαρτυρία του μοναχισμού κυκλώνει την οικουμένη και οι μικρές ή μεγαλύτερες μοναστικές κοινότητες αποτελούν νησίδες στην θάλασσα της υφηλίου.

«Ο μοναχισμός διά ποικίλων δυσκολιών θα συνεχίσει, έστω και μόνος του, την μαρτυρία του περί της αληθινής και αιωνίου ζωής. Έχει γερά θεμέλια και μακροβιότητα όση και ο κόσμος. Ο αληθινός μοναχισμός έχει μέλλον, είναι αρωγός στην Εκκλησία και στον λαό, απαντά στα εσώτερα ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου και διατηρεί τις οικουμενικές αξίες του ανθρώπινου προσώπου, διακρίνοντας με ευκρίνεια τι είναι πράγματι παγκόσμιο και τι παγκοσμιοποιημένο» πρόσθεσε.

Τέλος, ο Επίσκοπος Φαναρίου Αγαθάγγελος, Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος μίλησε για το έργο της Αποστολικής Διακονίας στην Οικουμένη. Όπως τόνισε ο Θεοφιλέστατος η Εκκλησία ποτέ δεν ξεχώρισε την αλήθεια της από τη ζωή της.

«Η κάθε φάση του εκκλησιαστικού βίου, η διοίκηση, η τέχνη, η φιλανθρωπία, ο μοναχισμός, είναι βιωματικές φανερώσεις της καθολικής αλήθειας. Η μοναδική ανάγκη που συνέστησε δομές ή θεσμούς, κείμενα, δόγματα, κανόνες μέσα στην Εκκλησία ήταν η εσωτερική αναγκαιότητα πραγματώσεως της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού, ενώσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Μέσα σε αυτό το θεολογικό πλαίσιο λειτουργεί η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος που ιδρύθηκε πριν 82 χρόνια».

Το έργο της, πραγματικά, σπουδαίο και περιλαμβάνει σημαντικές δράσεις σε όλο τον κόσμο: ιεραποστολή, κατήχηση, διδασκαλία, πολιτισμό, Φοιτητικό Οικοτροφείο με το δυναμικό του, κοινωνικές δράσεις και η λίστα δεν έχει τελειωμό.

Ο διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας υπογράμμισε ότι «ζούμε σε μια πατρίδα όπου οι διακριτοί ρόλοι Πολιτείας και Εκκλησίας επιτρέπουν ελεύθερα να συνεργασθούμε και να συνδέσουμε τη μαρτυρία της πίστης και τον διάλογο με την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία με το χάρισμα της διακρίσεως. Και οφείλουμε να το κάνουμε. Διότι, αν ο κόσμος σήμερα μας χρειάζεται, είναι γιατί είμαστε κληρονόμοι μιας άλλης προτάσεως ζωής.

Η συνεργασία των Εκκλησιών, των Θρησκειών και των Δημοκρατικών Κρατών απαιτεί να αγωνισθούμε για την ιερότητα του ανθρωπίνου προσώπου και να δούμε τον άνθρωπο ως αδελφό».

Τι συνέβη στην πρώτη μέρα της διημερίδας

Στις εργασίες της πρώτης μέρας της διημερίδας απηύθυνε χαιρετισμό ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, καθώς και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, που λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων απουσίαζε, αλλά το μήνυμά του διαβάστηκε από τον υπουργό Εξωτερικών κ. Γιώργο Κατρούγκαλο.  

Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός στο μήνυμά του, έχει αποδειχθεί πως οι θρησκείες έχουν τη δυνατότητα να ενθαρρύνουν τον διεθνή διάλογο και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ κρατών, πολιτικοκοινωνικών ομάδων και περιφερειακών οργανισμών, υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρηνικής συμβίωσης. 

Από την πλευρά του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σημείωσε πως η Ορθόδοξη θεολογία και πράξη προβάλλει ως απαραίτητο μέσο διπλωματίας τον διάλογο. 

Ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας υπογράμμισε ότι είναι όντως καίριας σημασίας το πλαίσιο μέσα από το οποίο περιγράφεται και ασκείται η λεγόμενη εκκλησιαστική διπλωματία. Ωστόσο, επισήμανε ότι «ο ρόλος της Πολιτείας είναι απαραίτητος και χρήσιμος. Φτάνει μόνο να κινείται στα όρια των διακριτών σχέσεων και να μην επεμβαίνει στην ελεύθερη άσκηση των πνευματικών σκοπών εκάστης Εκκλησίας και θρησκείας, γεγονός το οποίο μόνο θλιβερά παραδείγματα μας έχει αφήσει τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν». 

Τη βούληση της Ελλάδας να είναι «μία χώρα-παράδειγμα και πρότυπο στην ευρύτερη περιοχή μας, σ' αυτό το τρίγωνο της αστάθειας, που έχει ως κορυφές την Ουκρανία, τη Λιβύη και τη Συρία» με εργαλείο και τη θρησκευτική-εκκλησιαστική διπλωματία, τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Κατρούγκαλος, 

Ο κ. Μπόλαρης έκανε μνεία στα «μαύρα, απειλητικά σύννεφα που εγείρονται σήμερα στην Ευρώπη και παραπέμπουν σε τέρατα που τη μάτωσαν με εκατομμύρια νεκρούς», ενώ ανέδειξε τη σημασία που έχει το μέτρο με επίκεντρο «τον άνθρωπο που αναπτύσσεται μέσα σε περιβάλλον δημοκρατίας, κατανόησης, ειρήνης, συμφιλίωσης». 

Ο Αιδ. Δρ. Ioan Sauca, Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στο οποίο συμμετέχουν 350 μέλη Εκκλησιών που βρίσκονται σε όλο τον κόσμο, ανέφερε στην ομιλία του ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει αποτελέσει παράδειγμα τα τελευταία χρόνια για την αντοχή και την επιμονή της, όπως επίσης και για την συμπόνια για τον «γείτονα», το άνοιγμα προς τους εταίρους και την προθυμία όχι απλώς να ζητήσει, αλλά και να προσφέρει βοήθεια. «Δεν υπάρχει χώρα, έθνος, λαός που να μπορεί αυτό να το καταφέρει από μόνος τους. Οι ανάγκες είναι υπερβολικά μεγάλες, οι πόροι σπανίζουν, ο χρόνος πιέζει και πρέπει όλοι να λειτουργήσουμε με βάση τις κοπιώδεις προσπάθειες της πραγματικής διπλωματίας» τόνισε. Ωστόσο, όπως εξήγησε, «το έργο μας δεν είναι μόνο να φέρουμε αρωγή, όσο πολύτιμη κι αν είναι αυτή ή  ελεημοσύνη και συμπόνια. Η εποχή ζητά να δοκιμαστεί η αφοσίωσή μας στην ίδια τη Δημοκρατία προς το όραμα και την πραγματικότητα μιας ανοιχτής κοινωνίας που όχι μόνο ανέχεται, αλλά και θεωρεί τους άλλους ευπρόσδεκτους. Μόνο η αγάπη θα τροφοδοτήσει την εμπιστοσύνη, την καλή θέληση και την δημιουργικότητα που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπιστούν τα υπόλοιπα προβλήματα». 

Τέλος, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εκκλησιών, χαιρετισμό απηύθυνε ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου, ο Μητροπολίτης Σουηδίας Κλεόπας, ο οποίος επισήμανε ότι «υπάρχουν τεράστιες αλλαγές στον πλανήτη, τεράστιες απειλές προς την ανθρωπότητα και ότι οι Εκκλησίες μπορούν να κάνουν μια ουσιαστική συνδρομή αν δράσουν όλες μαζί, οικουμενικά».

Θρησκευτική και Εκκλησιαστική Διπλωματίαυπουργείο ΕξωτερικώνΜάρκος Μπόλαρης