Ελλάδα|26.10.2018 12:16

Η ξεχασµένη «Σύµβαση των Αθηνών»

Ευάγγελος Χεκίμογλου

«Η Θεσσαλονίκη παραδίδεται εις τον ελληνικόν στρατόν µέχρι της υπογραφής ειρήνης» έγραφε το τρίτο άρθρο του πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης. Πράγµατι, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό σαν σήµερα πριν από 105 χρόνια, αλλά επί δώδεκα µήνες η Ελλάδα τη διατήρησε «δικαίω κατοχής», δηλαδή ως κατεχόµενο οθωµανικό έδαφος.

Η ελληνοοθωµανική συνθήκη ειρήνης υπεγράφη µόλις την 1η Νοεµβρίου 1913. Πρόκειται για τη λησµονηµένη «Σύµβαση των Αθηνών», µε την οποία επήλθε αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας σύµφωνα µε το διεθνές δίκαιο. Με τη συνθήκη αυτήν, οι πρεσβευτές των δύο χωρών επανήλθαν στις θέσεις τους, παραχωρήθηκε γενική αµνηστία και αναβίωσαν όλες οι υφιστάµενες ελληνοοθωµανικές συνθήκες. Κυρίως, όµως, καθορίστηκε η κατάσταση όσων κατοικούσαν στις «οθωµανικές χώρες που περιήλθαν στην κυριαρχία της Ελλάδας».

Υπηκοότητα

Οσοι λοιπόν κατοικούσαν σε αυτές τις «χώρες» έγιναν αυτοµάτως Ελληνες υπήκοοι. Τους δόθηκε όµως το δικαίωµα να επιλέξουν την οθωµανική υπηκοότητα. Το δικαίωµα αυτό µπορούσαν να το ασκήσουν µέσα σε µία τριετία. Η σύµβαση δεν έκανε διάκριση θρησκεύµατος, Ετσι, οποιοσδήποτε πρώην Οθωµανός υπήκοος µπορούσε να χρησιµοποιήσει την ελληνική υπηκοότητα µέχρι την 1/11/1916 -ασκώντας όλα τα δικαιώµατα, όπως του εκλέγειν και εκλέγεσθαι- και έπειτα µε απλή δήλωσή του να ανακτήσει την οθωµανική. Σε αυτήν την περίπτωση όµως θα ήταν υποχρεωµένος να µεταφέρει την κατοικία του εκτός Ελλάδας. Επίσης, δεν θα έχανε την ακίνητη περιουσία του. Θα µπορούσε να τα τη νοικιάζει και να τη διαχειρίζεται µέσω τρίτων.

Σε αυτό το τριετές χρονικό διάστηµα οι µουσουλµάνοι δεν υποβάλλονταν σε στρατιωτική υπηρεσία ούτε ήταν υποχρεωµένοι να πληρώνουν στρατιωτικό φόρο. Η εξαίρεση αυτή δεν αφορούσε τις λοιπές θρησκευτικές οµάδες.

Υπήρχε µία ακόµη ενδιαφέρουσα παράγραφος σχετική µε τα ανήλικα παιδιά. Γι’ αυτά η προθεσµία να διαλέξουν υπηκοότητα θα άρχιζε από την ηµέρα της ενηλικίωσης. Ενα παιδί δηλαδή που γεννήθηκε το 1912, µπορούσε να διατηρήσει την ελληνική υπηκοότητα µέχρι το 1936, οπότε σε ηλικία 24 ετών να επιλέξει την οθωµανική και να φύγει από την Ελλάδα.

Οι περιουσίες

Η ρύθµιση των περιουσιών ήταν ένα από τα σηµαντικότερα σηµεία της σύµβασης, ίσως το σηµαντικότερο, διότι καθόρισε το εφαρµοζόµενο δίκαιο στις «πρώην οθωµανικές περιοχές». Τα «κεκτηµένα δικαιώµατα», οι δικαστικές πράξεις και οι επίσηµοι τίτλοι που είχαν εκδώσει οι οθωµανικές Αρχές «έσονται ιερά και απαραβίαστα µέχρις εννόµου περί του εναντίου αποδείξεως». Σηµασία εδώ έχει να αντιδιαστείλουµε τα «κεκτηµένα δικαιώµατα» από εκείνα που καλύπτονταν από «επίσηµους» τίτλους των οθωµανικών Αρχών. Προστατεύονταν δηλαδή δικαιώµατα τα οποία απέρρεαν από το ιερό ισλαµικό δίκαιο και το έθιµο, χωρίς οι ενδιαφερόµενοι να διαθέτουν τίτλους. Απαραβίαστη επίσης θεωρήθηκε η προσωπική περιουσία του σουλτάνου και των µελών της οικογένειάς του, σε αντιδιαστολή προς τη µικρή περιουσία του οθωµανικού ∆ηµοσίου, που το διαδέχθηκε το ελληνικό ∆ηµόσιο.

Οικονοµική Επιτροπή

Υπήρχε µία εξαίρεση στη ρύθµιση των περιουσιών: Αφορούσε τις «αποφάσεις, τας οποίας τυχόν ήθελε λάβει» η Οικονοµική Επιτροπή των Βαλκανικών Υποθέσεων. Η Οικονοµική Επιτροπή συγκλήθηκε στο Παρίσι το 1913 και αντικείµενό της ήταν ο καθορισµός αφενός του τµήµατος του οθωµανικού χρέους που θα βάρυνε τα βαλκανικά κράτη ανάλογα µε τις εδαφικές τους κατακτήσεις, αφετέρου των οικονοµικών υποχρεώσεων και δικαιωµάτων των κρατών αυτών έναντι του οθωµανικού.

Το πρώην βιλαέτι (διοικητική περιφέρεια) της Θεσσαλονίκης χρεώθηκε µε το ποσόν των 848.000 τουρκικών (χρυσών) λιρών, εκ των οποίων 727.000 αντιστοιχούσαν στους καζάδες (νοµούς) που περιήλθαν στην Ελλάδα (το ένα τρίτο στον καζά της Θεσσαλονίκης). Αυτό ήταν το όριο της προστασίας των περιουσιών.

Δηλαδή δεν θα προστατεύονταν δικαιώµατα που τυχόν θα εµπόδιζαν την εξυπηρέτηση του δηµόσιου χρέους της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.

Εκκρεµότητες από τον πόλεµο

Η συνθήκη προέβλεψε συµφωνία ενός µήνα για να ανταλλαγούν οι αιχµάλωτοι πολέµου, αλλά και όλα τα άλλα πρόσωπα που είχαν συλληφθεί «συνεπεία στρατιωτικών µέτρων ή ένεκα δηµοσίας τάξεως».

Μάλιστα, φαίνεται ότι η Ελλάδα κατέβαλε στους αιχµάλωτους αξιωµατικούς κάποια αντιµισθία, διότι η σύµβαση προέβλεψε να της επιστραφεί το σχετικό ποσόν. Η οθωµανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε επίσης να αφήσει ελεύθερα όλα τα υπό ελληνική σηµαία πλοία, τα οποία είχε κατασχέσει προληπτικά ήδη πριν από την έναρξη του πολέµου.

Σκληρό παζάρι για τα ατοµικά και θρησκευτικά δικαιώµατα

Από τον Τύπο της εποχής συνάγεται ότι η συνθήκη αποτέλεσε αντικείµενο σκληρής διαπραγµάτευσης, διότι η οθωµανική πλευρά επιδίωξε να διατηρήσει πάση θυσία τα ισλαµικά βακούφια (κοινωφελή ιδρύµατα) και την κοινοτική οργάνωση των µουσουλµάνων, θέµατα πρακτικώς αλληλένδετα. Φαίνεται λοιπόν ότι το κείµενο γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, µε αποτέλεσµα να προκύψουν αρρυθµίες στη διατύπωση.

Επί παραδείγµατι, ενώ στο κείµενο προηγούνται οι ειδικές ρυθµίσεις για την περιουσία, στις οποίες αναφερθήκαµε (και µάλιστα µία φορά µε γενική διατύπωση και µία φορά µε ειδική), έπεται η γενικότερη πρόβλεψη ότι «η ζωή, η περιουσία, η τιµή, η θρησκεία και τα έθιµα των κατοίκων των εκχωρουµένων τη Ελλάδι χωρών, οίτινες ήθελον µείνει υπό την ελληνικήν διοίκησιν, έσονται επακριβώς σεβαστά» (Και αυτή η διατύπωση ακόµη είναι προβληµατική, ωσάν να επρόκειτο εκχωρούµενες στην Ελλάδα «χώρες» να µην έµεναν υπό ελληνική διοίκηση. Προφανώς σε διαφορετικές χρονικές στιγµές γράφτηκε το «υπό ελληνική διοίκηση» και το «εκχωρούµενες», αλλά λησµόνησαν να σβήσουν το πρώτο).

Κατηγορηµατικά η σύµβαση προβλέπει ότι «ουδαµώς δύνανται να θιγώσιν η αυτονοµία και ιεραρχική οργάνωσις των µουσουλµανικών κοινοτήτων, των υφισταµένων ή τυχόν σχηµατισθησοµένων» (και των µελλοντικών δηλαδή) καθώς και η διοίκηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους. Ακόµη η σύµβαση κατοχύρωνε τη θέση των µουφτήδων και την εκλογή τους από τους µουσουλµάνους της περιοχής. Ο αρχιµουφτής όµως θα διοριζόταν από τον βασιλιά, από τρεις υποψηφίους που θα υποδείκνυε ειδικό εκλεκτορικό σώµα. Οι µουφτήδες, εκτός από τα θρησκευτικά καθήκοντά τους, θα ασκούσαν δικαιοδοσία σε γάµους, διαζύγια, διατροφές, επιτροπείες, κηδεµονίες, χειραφεσίες, διαθήκες κ.λπ. θέµατα αστικού δικαίου. Οι ελληνικές Αρχές υποχρεούνταν να εκτελούν τις αποφάσεις των µουφτήδων.

Ναοί και τέµενος στην Αθήνα

Με ειδικό πρωτόκολλο καθορίσθηκε ότι η οθωµανική κυβέρνηση δεν είχε αξιώσεις σε χριστιανικές εκκλησίες που είχαν γίνει τεµένη και αποδόθηκαν κατά το διάστηµα των εχθροπραξιών στη χριστιανική λατρεία. Οµως οι πρόσοδοι των βακουφικών κτηµάτων των τεµενών αυτών θα περιέρχονταν στις κατά τόπους µουσουλµανικές κοινότητες. Το βακουφικό καθεστώς (δηλαδή το αναπαλλοτρίωτο των βακουφικών κτηµάτων) µόνο έπειτα από αποζηµίωση µπορούσε να τροποποιηθεί. Η διαχείριση και η εποπτεία των βακουφίων θα γινόταν κανονικά από τις µουσουλµανικές κοινότητες, οι οποίες αναγνωρίστηκαν ως νοµικά πρόσωπα. Τα µουσουλµανικά νεκροταφεία αναγνωρίστηκαν ως βακουφικά κτήµατα. Αναγνωρίστηκαν επίσης τα ιδιωτικά µουσουλµανικά σχολεία, συµπεριλαµβανοµένης της Σχολής Καλών Τεχνών και Επαγγελµάτων του Μιδχάτ πασά στη Θεσσαλονίκη, µαζί µε τα προσοδοφόρα κτήµατά της.

Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να οικοδοµήσει µε δικές της δαπάνες τέµενος στην Αθήνα και σε τέσσερα «πτωχά χωρία, όπου υπάρξη η προς τούτο ανάγκη».

Πολλές από τις ρυθµίσεις αυτές δεν τηρήθηκαν από ελληνικής πλευράς. Αλλωστε, επακολούθησε ο Α’ Παγκόσµιος και ο ελληνοτουρκικός πόλεµος και η ανταλλαγή των πληθυσµών που άλλαξαν εντελώς το τοπίο.

Η Σύµβαση των Αθηνών έχει προ πολλού ξεχαστεί, όχι όµως από τους ειδικούς. Αφησε πίσω της ένα σηµάδι: Η αναγνώριση -στο έκτο άρθρο της σύµβασης- των εµπράγµατων δικαιωµάτων µε βάση τον οθωµανικό νόµο εισήγαγε τον τελευταίο στην ελληνική έννοµη τάξη. Ακόµη και σήµερα εµπράγµατα δικαιώµατα στις «Νέες Χώρες» στηρίζονται στον οθωµανικό νόµο περί γαιών του 1858 και στις πολλαπλές τροποποιήσεις του. Κι ας πέρασαν 106 χρόνια.