Ελλάδα|07.08.2022 07:19

Η «επανένταξη» του ανθρώπου στο δάσος κρίσιμη και για την προστασία του - Η εγκατάλειψη της οικονομίας του και οι συνέπειές της

Μαρία Λιλιοπούλου

Κρίσιμο ρόλο και στη δασοπροστασία μπορεί να επιτελέσει η «επανένταξη» του ανθρώπου στο δάσος, καθώς η σταδιακή απομάκρυνσή του και η εγκατάλειψη των επαγγελματικών ενασχολήσεων που σχετίζονται με αυτό φαίνεται ότι κοστίζουν πολύ στην προστασία των δασών από τις δασικές πυρκαγιές.

Την ίδια στιγμή η δραματική μείωση του κτηνοτροφικού τομέα φαίνεται ότι δεν έχει συνέπειες μόνο στη φυσική διαχείριση των πυκνών δασών μέσω της βόσκησης, αλλά συν τω χρόνω, θα μπορούσε να επιφέρει παράπλευρές απώλειες ακόμα και για το εθνικό μας προιόν, τη φέτα.

Και όλα αυτά ενώ η χώρα μας μένει πίσω σε επικερδείς δραστηριότητες που σχετίζονται με την οικονομία του δάσους και σε χώρες του εξωτερικού θεωρούνται πολύτιμες, όπως συμβαίνει με την ξυλεία.

Η πρόσφατη εμπειρία της καταστροφικής πυρκαγιάς στο δάσος της Δαδιάς φανέρωσε μεταξύ πολλών άλλων ελλείψεων και τη μεγάλη απουσία της κτηνοτροφίας, των μεγάλων κοπαδιών που σε προηγούμενες δεκαετίες μέσω της βόσκησης δημιουργούσαν διάκενα ικανά να συγκρατήσουν σε ενα βαθμό την εξάπλωση μιας πυρκαγιάς και σε κάθε περίπτωση να διευκολύνουν την πρόσβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων.

Από το σύνολο των κτηνοτρόφων έχουν μείνει αυτή τη στιγμή 1 – 2 κυρίως μεγάλης ηλικίας σε κάθε χωριό και με κοπάδια σαφώς μικρότερα συγκριτικά με το παρελθόν. Η κτηνοτροφία στην Ελλάδα γερνά μαζί με τον πληθυσμό, ενώ χρόνο με το χρόνο συμφέρει όλο και λιγότερο όσους ασχολούνται με αυτήν. Ολοένα αυξανόμενα κόστη, αλλά και το πλήγμα του πολέμου σε ό,τι αφορά τις ζωοτροφές προμηνύουν ένα ακόμα πιο δυσάρεστο μέλλον εφόσον δεν υπάρξει ενίσχυση από την Πολιτεία.

Κι όσο κι αν στο παρελθόν κτηνοτρόφοι και δασικές υπηρεσίες δεν είχαν και τις πιο θερμές σχέσεις, η σύγχρονη αντίληψη λέει ότι οι πρώτοι θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κάποιους από τους μεγαλύτερους συμμάχους του δάσους μαζί με τους ρητινοπαραγωγούς, τους μελισσοκόμους ή τους δασεργάτες.

Αυτό επισημαίνει στο ethnos.gr και ο Πέτρος Κακούρος, δασολόγος – περιβαλλοντολόγος: «Αν κερδίσουμε αυτούς τους ανθρώπους θα έχουμε γνώστες στο πεδίο, ανθρώπους που ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλον την περιοχή και διαθέτουν οχήματα και κάποιες υποδομές για να βοηθήσουν τα πρώτα κρίσιμα λεπτά μιας πυρκαγιάς», εξηγεί.

Να σημειωθεί ότι παλαιότερα οι Δασικές Υπηρεσίες έχοντας στη δικαιοδοσία τους τη διαχείριση περιοχών όπως τα λιβάδια, φρόντιζαν και για κάποια μικρά έργα που όμως βοηθούσαν πολύ τους κτηνοτρόφους, όπως το να υπάρχουν ποτίστρες για τα ζώα ή να βελτιώνουν τη βλάστηση σε ορισμένα σημεία ή να κατασκευάζουν σταβλους σε ορεινές περιοχές. Ωστόσο η αποψίλωση των υπηρεσιών τις τελευταίες δεκαετίες δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες ενέργειες και όλα εγκαταλείφθηκαν.

«Δε θέλουμε ανθρώπους γενικώς στο δάσος, αλλά έχουμε ανάγκη αυτούς που διαχειρίζονται το δάσος, το γνωρίζουν και παράγουν προιόντα», εξηγεί ο κ. Κακούρος υπενθυμίζοντας ότι οι πολιτικές εδώ και χρόνια δεν ευνόησαν αυτήν την πρακτική.

«Η κτηνοτροφία σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αλλαγών προτεραιοτήτων ενός πλέγματος πολιτικών και υπηρεσιών και του γεγονότος ότι οι ΚΑΠ οδήγησαν κυρίως σε δραστηριότητες που ήταν άμεσα παραγωγικές. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τσοπάνους, αναγκάζει και τους εναπομείναντες κτηνοτρόφους να αλλάξουν αντικείμενο και να στραφούν από τα μικρότερα αιγοπρόβατα στις αγελάδες. Έχουν λιγότερες ανάγκες επίβλεψης σε ημερήσια βάση, είναι πιο μεγάλα ζώα και δίνουν πιο γρήγορα κέρδος ανά μονάδα, αλλά δεν είναι τα ζώα που έτρωγαν τη βλάστηση και σε ένα βαθμό βοηθούσαν και στον έλεγχο των πυρκαγιών», τονίζει προσθέτοντας ότι τα μεγαλύτερα ζώα επιβαρύνουν περισσότερο ορισμένα σημεία ορεινών περιοχών συμπιέζοντας το έδαφος και προκαλώντας διάβρωση.

Ωστόσο και ο ίδιος γνωρίζει ότι κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τους κτηνοτρόφους για αυτή τη στροφή: «Συμμετείχα σε ένα πρόγραμμα Life στις Πρέσπες όπου προσπαθήσαμε να βάλουμε κατσίκια να βοσκήσουν στο δάσος και για λόγους αντιπυρικής προστασίας μεταξύ άλλων. Οι κτηνοτρόφοι μας είπαν πολύ απλά ότι «δεν έβγαιναν» να το κάνουν και θα χρειάζονταν οικονομική στήριξη».

Η ενίσχυση της κτηνοτροφίας των αιγοπροβάτων είναι, πάντως, κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρά την Πολιτεία εάν θέλει να... διασώσει το εθνικό μας προιόν, τη φέτα, η οποία μαζί με το γιαούρτι αποφέρουν σε επίπεδο εξαγωγών 561 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

«Οσο μικραίνουν τα κοπάδια και μειώνεται ο αριθμός προβάτων και αιγών, θα μειώνεται και η παραγωγή του γάλακτος. Ισως έρθει η στιγμή που θα έχουμε πρόβλημα να παράξουμε την κατάλληλη ποσότητα για φέτα. Και να είστε βέβαιη ότι άλλες χώρες μας έχουν ήδη στο μικροσκόπιο γι΄αυτό και παρακολουθούν εάν η ποσότητα γάλακτος δικαιολογεί την ποσότητα φέτας. Δεν είμαστε πια στη δεκαετία του ΄80, μια χώρα στην άκρη της Ευρώπης» τονίζει.

Σε πρόσφατη αρθρογραφία του ο κ. Κακούρος είχε αναφέρει πως «εδώ και επτά χρόνια δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία για τη διαχείριση των βοσκόμενων εκτάσεων (N. 4315/ΦΕΚ Α164, 2015) που θα έβαζε τάξη στη διαχείριση των λιβαδιών και κυρίως θα βοηθούσε την εκτατική κτηνοτροφία να αναπτυχθεί ορθολογικά. Ρύθμιση της βοσκής σημαίνει και έλεγχο της βλάστησης σε ζώνες επικίνδυνες για πυρκαγιές, σημαίνει επίσης και ελεγχόμενο αριθμό αιγών στη Δαδιά και σε άλλα ευάλωτα δάση. Έτσι στο δάσος διατηρείται χαμηλότερο ύψος υπόροφου και περισσότερα διάκενα, οπότε είναι λιγότερο ευάλωτο στις επικόρυφες πυρκαγιές. Αντίθετα, έχουν θεσμοθετηθεί και θεσμοθετούνται συνέχεια (π.χ ο νόμος 4964/ΦΕΚ Α 150 που ψηφίστηκε πρόσφατα) κάθε είδους διευκολύνσεις και χρηματοδοτήσεις για την κατάληψη λιβαδιών για την εγκατάσταση ΑΠΕ».

Η ξυλεία

Σε σημείο εξαφάνισης έχουν φτάσει και οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την ξυλεία. Όπως περιγράφει ο κ. Κακούρος, παλαιότερα στα ελληνικά δάση υπήρχαν πολλές μικρές μεταποιητικές μονάδες ξύλου. Μετά την είσοδο στην τότε ΕΟΚ και αργότερα Ε.Ε. με τα πολύ πιο ανταγωνιστικά προιόντα, οι μικρές επιπλοιιίες έκλεισαν με αποτέλεσμα το ξύλο να έχει μικρότερη ζήτηση. «Εκείνη τη στιγμή και αργότερα στο ελληνικό κράτος δεν υπήρξε μια ενιαία πολιτική για το ξύλο, την οποία διαθέτουν ακόμα και τα πιο φιλελεύθερα ευρωπαϊκά οικονομικά συστήματα. Και φτάσαμε στο σημείο η Ελλάδα να προσπαθεί να υιοθετήσει σήμερα ένα σύστημα πιστοποίησης καθώς αυτή τη στιγμή δεν μπορείς να πουλήσεις στην Ευρώπη ούτε ένα μικροέπιπλο χωρίς πιστοποίηση».

Κι αυτό την ώρα που τα ξύλινα προιόντα υψηλής ποιότητας κερδίζουν συνεχώς έδαφος: «Ποιος θα το έλεγε ότι σήμερα δοκιμάζουν τις κατασκευές ακόμα και πολυόροφων κτιρίων από ξύλο, το οποίο έχει χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες μορφές μέχρι το τέλος της ζωής του χωρίς για παράδειγμα να χρειαστεί να ξαναλιώσει όπως το μέταλλο κάτι που αυξάνει το αποτύπωμα άνθρακα».

Την ίδια στιγμή στη χώρα μας αναγκαζόμαστε ουσιαστικά να καταστρέφουμε προιόντα υψηλότατης αξίας: «Υπάρχουν Δασαρχεία που λένε με παράπονο ότι κόβουν 10μετρα κομμάτια ξύλου και δεν μπορούν να τα πουλήσουν. Δεν υπάρχει αγορά. Αναγκάζονται να τα κάνουν 2μετρα για καυσόξυλα ή μοριοσανίδες. Εχεις ένα πολύτιμο υλικό και στην ουσία το πετάς», λέει ο κ. Κακούρος.

Αντίστοιχα μη οργανωμένη είναι και η οικονομία γύρω από τα μη ξυλώδη δασικά προιόντα, όπως τα μανιτάρια. Αλλά και για τα αρωματικά φυτά και τα βότανα δεν έχουν οργανωθεί σωστά συστήματα πιστοποιησης με αποτέλεσμα συχνά να υπάρχουν κρούσματα λαθραίας συλλογής. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ποσότητα που θα ληφθεί, αλλά και η ποιότητα: «Το σοβαρό είναι να πάρουν αναπαραγωγικό υλικό και να το παράξουν σε μεγάλη κλίμακα σε άλλες χώρες, κάτι που απαγορεύεται για δικό μας γενετικό υλικό σύμφωνα με το πρωτόκολλο Ναγκόγια, αλλά ο τομέας δεν παρακολουθείται επαρκώς καθώς θα απαιτούσε σημαντικό αριθμό δασοφυλάκων που θα κινούνταν στις περιοχές αυτές γι΄αυτό το σκοπό».

Αντίστοιχα και με τη ρητίνη, η οποία ήρθε ξανά στο προσκήνιο στη χώρα μας ύστερα από την καταστροφική πυρκαγιά στη Βόρεια Εύβοια. Στην Ελλάδα παρέμενε απαξιωμένη για χρόνια, ενώ στο εξωτερικό επανέρχεται ως υλικό για πολλές χρήσεις.

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας

Αποψιλωμένες παραμένουν οι Δασικές Υπηρεσίες στην Ελλάδα παρά το γεγονός ότι από πέρυσι και μετά τις καταστροφικές φωτιές ελήφθη η απόφαση να επανέλθουν ως ενιαία υπηρεσία στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Ωστόσο για να γίνουν ξανά αποτελεσματικές και να εισέλθουν στη μάχη κατά των δασικών πυρκαγιών, από τις οποίες είχαν αποκοπεί βίαια το 1998, θα πρέπει να ενισχυθούν σημαντικά.

Τα αποτελέσματα από την έως πρότινος υπαγωγή τους στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ήταν πολύ φτωχά και η κεντρική διοίκηση της υπηρεσιας ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Ταυτόχρονα σε όλη την περίοδο των μνημονίων η «αιμορραγία» του προσωπικού συνεχιζόταν καθώς οι συνταξιοδοτήσεις στερούσαν πολύτιμες ειδικότητες και ανθρώπους από το δάσος, οι οποίοι δεν αντικαταστάθηκαν ποτέ.

Αλλά ακόμα και η κατασταση των Δασικών Υπηρεσιών δεν είναι ίδια σε όλη την Ελλάδα με τα κενά να είναι ακόμα πιο μεγάλα στο νότιο κομμάτι της χώρας, το οποίο όμως είναι και το πιο ευάλωτο σε πυρκαγιές.

Παρά το γεγονός ότι δασική υπηρεσία και πυροσβεστικό σώμα δεν είχαν και τις καλυτερες σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίες, πλέον έχει γίνει αντιληπτή η ανάγκη της συνεργασίας: «Χρειάζεται όμως να βρεθεί ένας βηματισμός. Το πυροσβεστικό σώμα έχει μια "στρατηγική", δεν κινειται αυτόνομα χωρίς να λάβει κεντρικές εντολές. Κι αυτοί που τις δίνουν δε σημαίνει ότι γνωρίζουν και την περιοχή. Στις δασικές πυρκαγιές όμως είναι κρίσιμα τα πρώτα λεπτά. Είναι σημαντικό να φτάνει πρώτος αυτός που είναι πιο κοντά με ό,τι μέσα διαθέτει. Ακόμα και αν δεν μπορέσει να ελέγξει τη φωτιά, θα αναγνωρίσει την κατάσταση και θα μεταδώσει τη σωστή πληροφορία», λέει ο κ. Κακούρος.

Η κλιματική κρίση κάνει δυσκολότερη μια ήδη δύσκολη κατάσταση

Δεν είναι όλες οι πυρκαγιές αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης, εξηγεί ο δασολόγος προσθέτοντας ότι στη Μεσόγειο υπήρχαν πάντα μεγάλες δασικές πυρκαγιές.

«Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η κλιματική κρίση κάνει δυσκολότερη μία ήδη δύσκολη κατάσταση. Επίσης συντείνει σημαντικά στο να ξεσπούν πιο εύκολα φωτιές καθώς οι περιοχές πλέον είναι λιγότερο υγρές και λιγότερο ψυχρές εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας και της μείωσης των βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, παράμετροι που αυξάνουν το επίπεδο κινδύνου. Μια φωτιά από κεραυνό στα 1.800 μ, που παλιά θα μπορούσε να σβήσει και μόνη της, σήμερα δε θα σβήσει», εξηγεί.

Ξεκαθαρίζει ότι είναι μάλλον ανέφικτο να μειώσουμε τον αριθμό των πυρκαγιών που ξεσπούν. Ωστόσο, αυτό που μπορεί να κάνει η Πολιτεία είναι να τις διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά ώστε να μην καίνε τόσο μεγάλες εκτάσεις ή να μην είναι επίκορφες, να περιορίζονται στην εδαφική βλάστηση και να μην αποτεφρώνουν τα δέντρα μεχρι την κόμη τους.

Ο κ. Κακούρος υπενθυμίζει και τη χρήση της φωτιάς στη γεωργία σε παλαιότερες εποχές, όπως π.χ. στην ελαιοκομία όταν οι γεωργοί έκαιγαν τα κλαδιά που είχαν κοπεί κατά τη διάρκεια του μαζέματος της ελιάς και χρησιμοποιούσαν τη στάχτη ως ένα είδος λιπάσματος, ενώ παράλληλα με αυτόν τον τρόπο έλεγχαν και την υποβλάστηση σε ένα κτήμα. Διαχωρίζει βέβαια και κάποιες κακές χρήσεις, όπως την καύση των καλαμιών, η οποία είναι επικίνδυνη.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

πυροπροστασίαδάσοςΔάσος Δαδιάςκτηνοτροφίαπυρκαγιάειδήσεις τώρα