Ελλάδα|28.01.2021 17:31

1821: Πόσο... κρυφά ήταν τελικά τα σχολεία

Γεώργιος Σαρρής

Μόναχο, 1885. Εχει περάσει µία ολόκληρη δεκαετία από τότε που ο ζωγράφος Νικόλαος Γύζης έχει εγκαταλείψει απογοητευµένος την Ελλάδα, προκειµένου να ζήσει µια καλύτερη ζωή στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας. Είναι πλέον 43 ετών και καταξιωµένος καλλιτέχνης. Σε µια στιγµή έµπνευσης στήνει το καβαλέτο και αρχίζει να δίνει χρώµα στο λευκό µέχρι εκείνη τη στιγµή τελάρο. Σχεδιάζει ένα ηµισκοτεινό δωµάτιο µε έναν ιεροµόναχο να µαθαίνει γράµµατα στα παιδιά, την περίοδο της τουρκοκρατίας. Η ελαιογραφία, διαστάσεων 58 επί 73 εκατοστά, θα ολοκληρωθεί τον επόµενο χρόνο. Εκείνη τη στιγµή, ο βραβευµένος Τηνιακός καλλιτέχνης αδυνατούσε προφανώς να φανταστεί την απήχηση που θα είχε το συγκεκριµένο έργο στις επόµενες γενιές. Θα το ονοµάσει «Κρυφό Σχολειό». Ο πίνακας έµελλε να συµβάλει καταλυτικά στη διαιώνιση του θρύλου περί ύπαρξης κρυφών νυχτερινών σχολείων επειδή κατά την παράδοση η οθωµανική αυτοκρατορία απαγόρευε την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων, ώστε να διαιωνίζεται η αµάθεια και συνεπακόλουθα η δουλοφροσύνη των υπηκόων. Η εικόνα που φιλοτέχνησε ο Γύζης βρίσκεται έκτοτε αδιαλείπτως στα σχολικά βιβλία και εντυπώνεται στη µνήµη σχεδόν όλων των γενιών Ελλήνων του 20ού αιώνα, σε σηµείο που να πιστεύουν ότι έτσι µορφώνονταν οι πρόγονοί µας για περίπου 400 χρόνια.

Ο πίνακας θα αποτελέσει µια µορφή εθνικού θησαυρού. Οταν το 1993 ο οίκος Christie’s θα βγάλει τον πίνακα σε δηµοπρασία, το γεγονός θα αντιµετωπιστεί ως µείζον εθνικό θέµα. Υπήρχε πάνδηµο αίτηµα να περάσει σε «καλά ελληνικά χέρια», ικανά να τον διαχειριστούν εθνοφελώς. Η αγορά του από τον επιχειρηµατία και εργολάβο δηµοσίων έργων Πρόδροµο Εµφιετζόγλου έναντι 187,5 εκατοµµυρίων δραχµών θα ανακουφίσει την κοινή γνώµη. Η τότε υπουργός Πολιτισµού, Μελίνα Μερκούρη, θα δηλώσει ότι δυστυχώς η πολιτεία δεν µπορούσε να διαθέσει τόσα χρήµατα για να αγοράσει τον πίνακα, αλλά ήταν ικανοποιηµένη που τον πήρε γηγενής, ενώ τρία χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει χαρτονόµισµα των 200 δραχµών που στη µια πλευρά θα έχει αποτυπωµένο τον πίνακα. Ο ίδιος ο Εµφιετζόγλου θα πει ότι «εγώ το “Κρυφό Σχολειό” θα το ’παιρνα ακόµα κι αν έπρεπε να ξεπουλήσω ό,τι είχα και δεν είχα». Ο εθνικός µύθος είχε µετατραπεί σε σύµβολο και διαιωνιζόταν.

Μυθεύματα του '21

Η ιστορική µελέτη όµως έρχεται να καταρρίψει την ύπαρξη κρυφών σχολειών στην τουρκοκρατούµενη Ελλάδα, θεωρώντας ότι αποτελεί απλώς µέρος της παράδοσης του τόπου. Τα πρώτα ίχνη της µυθοπλασίας εντοπίζονται στην περίοδο της Επανάστασης του 1821 και ερµηνεύονται ως µια προσπάθεια κάποιων λογίων να κινήσουν το ενδιαφέρον της φωτισµένης ευρωπαϊκής κοινής γνώµης υπέρ των καταδιωκόµενων και φιλοµαθών Ελλήνων. Σε αυτό βέβαια θα συµβάλει και ένα γνωστότατο παιδικό δηµοτικό τραγούδι: «Φεγγαράκι µου λαµπρό, φέγγε µου να περπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό, να µαθαίνω γράµµατα, γράµµατα σπουδάγµατα, του Θεού τα πράµατα» – στην εκδοχή που παραθέτει ο ιστορικός Ιωάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), καθώς υπάρχουν και πολλές παραπλήσιες.

Ο Βλαχογιάννης ήταν ο ερευνητής που οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους ταξινοµώντας πλειάδα ντοκουµέντων του εθνικοαπελευθερωτικού µας Αγώνα. Οπως έχει επισηµάνει, «όσες διατριβές και να διάβασα, µέσα στον αµέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού, δεν απάντησα καµία ιστορική µαρτυρία που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σχολείου», διδασκαλείου δηλαδή που να διωκόταν από την κεντρική εξουσία ως ανεπιθύµητος θεσµός. «Ερχεται λοιπόν η απορία πρώτα, υπογραµµίζει, πώς του κρυφού σχολειού τα µαθητούδια πηγαίνανε νύχτα στο σχολειό που θα βρισκόταν έξω από το χωριό, είτε σε µοναστήρι είτε σε ρηµοκλήσι, πώς τ’ ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές και γέλια και τραγούδια στο δρόµο τους, θα ξέφευγαν της προσοχής των Τούρκων. Αλλά νύχτα στην ερηµιά ήτανε και λύκοι... Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόµο τους κανένα φύλακα µισθωτό του χωριού; Ολο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεµέλιο κτίσµα πέφτει σε µια στιγµή σωρός µ’ ένα λόγο µοναχά. Ποτέ ο Τούρκος ο αγράµµατος δεν εµπόδισε το χριστιανό γράµµατα να µαθαίνει...».

Αλλωστε δεν θα πρέπει να λησµονούµε ότι ορισµένα από τα µεγαλύτερα εκπαιδευτήρια του υπόδουλου ελληνισµού λειτουργούσαν ανεµπόδιστα, όπως η Ευαγγελική Σχολή της Σµύρνης και βέβαια η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, το πιο λαµπρό εκπαιδευτικό ίδρυµα των Βαλκανίων, που ξεκίνησε τα µαθήµατά του ήδη από την πατριαρχεία του Γενναδίου, ελάχιστα δηλαδή χρόνια µετά την Αλωση της Πόλης. Ανεµπόδιστα λειτουργούσαν και εκατοντάδες άλλα κατώτερα σχολεία ανά την επικράτεια. Ηδη από το µακρινό 1584 ΜΥΘΟΣ 'Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ; ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ «ΚΡΥ ΦΕΣ» ΙΣΤΟΡΙΕΣ ο Γερµανός ελληνιστής Μαρτίνος Κρούσιος ανέφερε στο έργο του «Turcograecia» την παρουσία κοινών σχολείων, όπου τα παιδιά διδάσκονταν ανάγνωση µε χρήση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων. Αρκεί να αναλογιστεί επίσης κανείς ότι µόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805, ιδρύθηκαν και λειτούργησαν τουλάχιστον πέντε ονοµαστές σχολές, ενώ λίγο πριν από την Επανάσταση υπήρχαν περίπου 2.000 σχολεία διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο.

Από την πλευρά του, ο εκκλησιαστικός λόγιος και µέγας Χαρτοφύλακας του Οικουµενικού Πατριαρχείου Μανουήλ Γεδεών (1851 - 1943) αποφαίνεται πως η οθωµανική εξουσία «ουδέποτε εν οµαλή καταστάσει πραγµάτων εµπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν», σηµειώνοντας ότι «µέχρι σήµερον ουδαµού ανέγνων εν οµαλή καταστάσει πραγµάτων βεζίρην ή αγιάνην ή σουλτάνον εµποδίσαντα σχολείου σύστασιν ή οικοδοµήν»!

Τοπικοί περιορισμοί

Ισως εδώ να βρίσκεται και το κλειδί των υποστηρικτών της άποψης περί ύπαρξης κρυφών σχολειών: στη φράση του Γεδεών πως δεν εµποδίστηκε η εκπαίδευση «εν οµαλή καταστάσει». Η τουρκοκρατία εκτείνεται σε µια τεράστια περίοδο, που αρχίζει συµβατικά µε την Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και τελειώνει τυπικά µε την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1832. Μιλάµε για µια τεράστια περίοδο 379 χρόνων, σχεδόν τεσσάρων αιώνων!

Συνεπώς δεν µπορεί να γίνεται λόγος για µια ενιαία και αδιάλειπτη αντιµετώπιση των Ρωµιών στον χώρο και τον χρόνο. Οι διαφοροποιήσεις ήταν πολυκύµαντες. Σε περιόδους και περιοχές που υπήρχαν εξεγέρσεις ή προσπάθεια εξάπλωσης απελευθερωτικών κινηµάτων, η τοπική οθωµανική εξουσία των πασάδων αντιδρούσε έντονα, απαγορεύοντας για κάποιες περιόδους ακόµη και τη διδασκαλία. Επ’ ουδενί όµως αυτό δεν γινόταν κεντρικά από τον σουλτάνο της Υψηλής Πύλης. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα µοναστήρια αποτελούσαν όντως καταφύγια λογίων και φιλοµαθών

Υπό την αιγίδα της Εκκλησίας

Στις αρχές του 16ου αιώνα η επιρροή των φανατικών µουσουλµάνων προς τον σουλτάνο περιόριζε ποικιλοτρόπως τα προνόµια των χριστιανών. Από τα µέσα του 17ου αιώνα όµως η κατάσταση βελτιώνεται και οι υπόδουλοι Ελληνες αρχίζουν να ιδρύουν σηµαντικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και µε την οικονοµική συνδροµή ευεργετών. «Πολλές φορές η ίδρυση ενός σχολείου εξαρτάτο από τα συµφέροντα, τη διάθεση και τον χαρακτήρα του τοπικού οθωµανικού ηγέτη» υποστηρίζει ο ιστορικός Νίκος Γιαννόπουλος. Χαρακτηριστικά, τον 18ο αιώνα, σε µια εποχή που οι Οθωµανοί γενικά είχαν επιτρέψει ή ανεχθεί τη δηµόσια λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων, ο τοπικός ηγεµόνας της Αιγύπτου απαγόρευε τη χρήση της ελληνικής, επί ποινή αποκοπής της γλώσσας.

Ακόµη και το 1832 ο ιεροδιάκονος διαφωτιστής Γρηγόριος Κωνσταντάς γράφει από τις τουρκοκρατούµενες Μηλιές Πηλίου απευθυνόµενος εµµέσως προς τον Οικουµενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο Α’: «Επιθυµώ να επιστρέψω εις την πατρίδα µου, να ανοίξω και πάλιν το σχολείον µου. Φοβούµαι όµως [...] και τους περιοικούντας οθωµανούς, οι οποίοι µπορούν να εκλάβουν το πράγµα αλλέως, παρά εγώ το µεταχειρίζοµαι. Οθεν παρακαλώ [...] αν είναι δυνατόν να µοι δοθή βασιλικόν φιρµάνι υπερασπίζον το σχολείον τούτο από [...] των περιοίκων αλλογενών ενδεχοµένας καταδροµάς». Η κεντρική διοίκηση δεν απαγόρευε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και εκκλησιών, αλλά αυτή η ανοχή θα έπρεπε να εξαγοραστεί. Οπως έλεγε και ο ακαδηµαϊκός Νεοκλής Σαρρής, για να διατηρήσουν οι χριστιανοί τους θρησκευτικούς τους θεσµούς θα έπρεπε να ρέει σταθερά νόµιµο και παράνοµο χρήµα προς τους Οθωµανούς, ακόµα και προς τον ίδιο τον σουλτάνο.

Επιστροφή στο αφιέρωμα

1821