Ελλάδα|02.04.2024 07:55

Ευθανασία: Ένας άνθρωπος που δεν «έφυγε» όπως θα ήθελε κι ένας άλλος που ο ίδιος όρισε τον θάνατό του

Νίκος Τζιανίδης

Ευθανασία, μια λέξη βαρυσήμαντη, με φορτίο επαχθές... Από τη μια ένας άνθρωπος που δεν «φεύγει» όπως θα ήθελε κι από την άλλη ένας άλλος που ο ίδιος ορίζει τον θάνατό του, Ποιος αποχωρησε ευτυχής;

Ήταν απόβραδο Τσικνοπέμπτης, όταν περάσαμε τη πύλη του νοσοκομείου. Έξω, η κνίσα τύλιγε σαν παθιασμένος εραστής την Αθήνα. Μέσα, όμως, η οσμή του αντισηπτικού και η εικόνα από τις σκόρπιες σκοραμίδες σε ταξίδευαν σε μονοπάτια θανάτου…

Ο φίλος μου ο Σαράντος, έσερνε τον σταυρό του σε Γολγοθά δύσβατο χρόνια τρία: πρώτα βήματα με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη, χειρουργεία, χημειοθεραπείες, αγωνία, απαντοχή... Και μετά: «τα χέρια μου τα νοιώθω βαριά»… «Η χημειοθεραπεία θα ‘ναι»… Ήταν πλαγία αμυοτροφική σκλήρυνση ή, με τρία γράμματα, που όσοι γνωρίζουν κατεβάζουν το κεφάλι και δήθεν σκέπτονται ενώ μέσα τους θρηνούν: ALS! Η νόσος του κινητικού νευρώνα, που σημάδεψε τον αστροφυσικό Στίβεν Χόκινγκ! Βαρύς ο σταυρός!
Ρωτήσαμε γιατρούς, αναζητήσαμε αχτίδες αισιοδοξίας και μια απάντηση, από όλες, μας είχε σφηνωθεί στο νου: «Είναι η μοναδική ασθένεια που επιτρέπεται η ευθανασία δίχως πολλές διαδικασίες σε χώρες της Ευρώπης· δεν έχει επιστροφή και συνεχώς επιδεινώνεται»! Κι έτσι ακριβώς έγινε. Όχι ευθανασία, αλλά ραγδαία επιδείνωση. Και στα τελευταία μέτρα του ακανθώδους Γολγοθά ο καρκίνος ξαναγύρισε δριμύς και μάλιστα σχεδόν καθολικός!

«Αν είχα χρόνο...»

Ήταν Τσικνοπέμπτη. Πλάι στον Σαράντο ένα παγωμένο μπέργκερ, έτσι για την ημέρα…
«Αν είχα χρόνο θα έγραφα τρία βιβλία…» μας ψιθύρισέ με σβησμένη φωνή, «… ένα για τους επισκέπτες των νοσοκομείων, που για να σου απαλύνουν τον πόνο σου λένε ένα σωρό ανοησίες, ένα για τις αποκλειστικές νοσοκόμες, που μαθαίνεις τη ζωή τους μέσα σε μια νύχτα κι ένα για την ευθανασία… Έπρεπε να επιτρέπεται! Θα είχα φύγει αξιοπρεπώς και δίχως να κοιμάμαι έντρομος για το τι μου ξημερώνει»…

Ο Σαράντος, κάποια στιγμή, μας ζήτησε συγγνώμη που δεν μπορούσε να μιλήσει περισσότερο, φόρεσε τη μάσκα του οξυγόνου και αποκοιμήθηκε για να μην ξυπνήσει ποτέ πια. Επί έναν χρόνο σχεδόν δεν όριζε τα χέρια του, οι πόνοι από τον καρκίνο στα οστά σκοτείνιαζαν το νου του και τα πόδια του μέρα με τη μέρα ατροφούσαν.
«Κουράστηκα» ήταν η τελευταία λέξη που μας είπε. «Κουράστηκα»… Κι αν το βράδυ της Τσικνοπέμπτης τον βρήκε σταυρωμένο, το επόμενο ξημέρωμα είχε αναστηθεί: πετούσε στη μνήμη όλων μας!

Πολυσύνθετο και ακανθώδες ζήτημα

Η ευθανασία είναι ένα πολυσύνθετο και ακανθώδες ζήτημα. Και δεν έχει να κάνει με την Ιατρική μόνο, αλλά αγγίζει λεπτές χορδές της Θρησκείας, της Κοινωνίας, της Ηθικής, του Νόμου.
Όταν, πολλά χρόνια πριν, έσβηνε ο πατέρας μου από καρκίνο στο πάγκρεας, μας επισκέφτηκε η καθηγήτρια μαθηματικών γειτόνισσα να μας στηρίξει: «Να τον πάτε στην Ελβετία, μας είπε, σε κλινική ευθανασίας· μην τον ταλαιπωρείτε…». Παγώσαμε. «Τι άνθρωποι υπάρχουν;» αναρωτηθήκαμε, αφελώς. «Ορθολογιστές», μήπως, τώρα που το ξανασκεφτόμαστε;

Αν επιτρεπόταν η ευθανασία, ο Σαράντος δεν θα είχε βιώσει την επώδυνη ανάβαση στον Κρανίου Τόπο! Από την άλλη, η Ιατρική που ευαγγελίστηκε ο Ιπποκράτης έχει στόχο να καταπραΰνει ή να εξαλείφει τον πόνο και να επιβραδύνει το θάνατο…
Όταν όμως ο θάνατος είναι το αναπόδραστο μιας επώδυνης ζωής, γιατί να μην τον επιταχύνουμε; Όχι, δεν παίρνουμε θέση, απλά σκέψεις κάνουμε. Και συνεχίζουμε.

Πήρε το φάρμακο μόνη της!

Έχει δημοσιευτεί στον Guardian: Η μητέρα της Ρενάτε φαν ντερ Ζεε, Τζάνετ, είχε περάσει πια τα 90 όταν έβαλε τέλος στη ζωή της με υποβοηθούμενο θάνατο. Η υπέργηρη γυναίκα, επί χρόνια υπέφερε από σοβαρές και επώδυνες ασθένειες και δεν μπορούσε κάποιος να πει ότι ζούσε· απλά βασανιζόταν! Η αγωνία της μέχρι τέλους ήταν το τι θα την περίμενε την επόμενη μέρα: περισσότερος πόνος, περισσότερη ανάγκη βοήθειας από τους άλλους, περισσότερη ταλαιπωρία, άφατη απόγνωση!

Ήταν 20 Ιουνίου του 2022, δυο ώρες μετά το μεσημέρι, όταν ένας γιατρός και μια νοσηλεύτρια επισκέφθηκαν την 90χρονη. Συνομίλησαν μαζί της και ο γιατρός τη ρώτησε αν επέμενε ακόμα για την ευθανασία. Η απάντηση ήταν «ασφαλώς και ναι»! Η πονεμένη γυναίκα, μάλιστα, είχε ήδη αποφασίσει ότι θα έπαιρνε το φάρμακο μόνη της αντί να της κάνουν ένεση· δεν ήθελε να επιβαρύνει ψυχολογικά τον γιατρό περισσότερο.
Η κόρη της γηραιάς κυρίας, Ρενάτε φαν ντερ Ζεε , θυμόταν μετά: «Μου είχε κάνει εντύπωση το θάρρος της μητέρας μου μπροστά στον θάνατο. Ήταν ήρεμη και σχεδόν ευδιάθετη. Πριν ακόμα αρχίσει η διαδικασία μιλούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα σε εμένα και στις άλλες δύο αδελφές μου. Μας είχε πει πόσο σημαντικό ήταν να φροντίζουμε τον πλανήτη μας με σύνεση, να ανακυκλώνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο και να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον. Έπειτα ήπιε το φάρμακο μέσα από το μικρό φλυτζάνι με μια γουλιά. Αποκοιμήθηκε πάρα πολύ γρήγορα και 15 λεπτά μετά ο γιατρός μας ενημέρωσε ότι η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπάει. Μια μακρά και βασανισμένη ζωή είχε φτάσει στο τέλος της».

Δεν είναι απλή διαδικασία

Η Ολλανδία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που νομιμοποίησε την ευθανασία για συγκεκριμένες περιπτώσεις· αυτό έγινε το 2001. Ο υποβοηθούμενος θάνατος είναι γενικά αποδεκτός στη χώρα της τουλίπας και συζητείται ανοιχτά χωρίς ταμπού, ενώ εξετάζονται όλα τα ενδεχόμενα όταν εκεί οδηγούν οι καταστάσεις.

«Είμαστε ευγνώμονες που υπάρχει αυτή η επιλογή, γιατί αποτρέπει άσκοπο βασανισμό», λέει ή κόρη της 90χρονης.
Να σημειωθεί ότι το θέμα δεν εξετάζεται ποτέ επιπόλαια. Ο υποβοηθούμενος θάνατος παραμένει πάντα κάτι σοβαρό στο οποίο δεν καταφεύγει κάποιος με ελαφρότητα. Στην πραγματικότητα δεν είναι ο εύκολος τρόπος διαφυγής από τις ταλαιπωρίες και το βάσανο για όλους. Ο ασθενής καταλήγει με υποβοηθούμενο θάνατο όταν πληρείται ένα ολόκληρο φάσμα προαπαιτούμενων: βασικό και κύριο όλων είναι ο ασθενής να το ζητήσει ο ίδιος κάτι που προϋποθέτει ότι πρέπει να είναι διανοητικά ικανός. Επίσης, ο γιατρός πρέπει να είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι το αίτημα για υποβοηθούμενο θάνατο είναι εθελοντικό και ότι ο ασθενής το έχει σκεφτεί σοβαρά. Ο γιατρός, ακόμα, πρέπει να είναι πλήρως πεπεισμένος ότι η ταλαιπωρία του ασθενούς είναι απελπιστική και αφόρητη και σίγουρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος εκτός του θανάτου. Ο γιατρός θα συζητήσει την όλη κατάσταση και τη διαδικασία με τον ασθενή και θα σχηματίσει τη δική του άποψη.

Ο υποβοηθούμενος θάνατος επιτρέπεται μόνο αν ένας ασθενής υποφέρει λόγω προβλημάτων υγείας και όχι αν κάποιος έχει κουραστεί απλώς από τη ζωή ή νιώθει ότι έχει κλείσει τον κύκλο του.

«Η μητέρα μου δεν ένιωθε ότι η ζωή της έχει ολοκληρωθεί. Υπήρχαν ακόμα πράγματα που την έκαναν να είναι χαρούμενη. Αγαπούσε τα λουλούδια και τα φυτά. Αγαπούσε να μαθαίνει τα νέα της πολιτικής κατάστασης από τα δελτία των ειδήσεων. Όμως, ένα ένα τα προβλήματά της την απομόνωσαν κοινωνικά. Οι επισκέψεις φίλων άρχισαν να φθίνουν και κάποια στιγμή ακόμα και η επαφή με το τηλέφωνο ήταν σχεδόν αδύνατη. Το βάδισμα της άρχισε να δυσκολεύει και φοβόταν να βγει έξω από το σπίτι. Οι ασθένειες της και η έλλειψη ψυχικής αντοχής για να τις αντιμετωπίσει της καθιστούσαν αφόρητη την καθημερινότητα· δεν υπήρχε ουδεμία προοπτική βελτίωσης», θυμάται η κόρη της 90χρονης ασθενούς.

Τι δώρο να κάνεις σε έναν μελλοθάνατο;

Η υπόθεση της ευθανασίας είναι μια μακρά διαδικασία. Η 90χρονη, πέντε χρόνια πριν από τον θάνατό της, εκμυστηρεύτηκε στον γιατρό ότι η ευθανασία ήταν αυτό που επιθυμούσε αν η ζωή της γινόταν αφόρητη· συζήτησε το θέμα με τις κόρες της και η μεγαλύτερη από αυτές ανέλαβε όλες τις διαδικασίες για να δοθεί η άδεια.
«Η μητέρα μου ήθελε να γιορτάσει τα 90 της χρόνια πριν φύγει από τη ζωή, όμως τι δώρο θα μπορούσες να κάνεις σε έναν άνθρωπο που σύντομα θα έφευγε;». Μία από τις κόρες της είχε την ιδέα να φτιάξει ένα βιβλίο, κάτι σαν λεύκωμα, στο οποίο όλοι οι φίλοι της και οι αγαπημένοι της άνθρωποι θα έγραφαν τι σήμαινε εκείνη για αυτούς.

«Καθόμασταν πλάι της πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Η μικρότερη αδερφή μου, πήρε το χέρι της μητέρας και το κρατούσε σφιχτά. Η άλλη αδελφή μου της ψιθύρισε με απαλή φωνή: “μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου τώρα μητέρα” και αυτό έκανε. Κάθισα βουβή για πολύ ώρα προσπαθώντας να μην κλάψω. Δεν είναι εύκολο να βλέπεις τη μητέρα σου να πίνει ένα θανατηφόρο υγρό και να πεθαίνει έπειτα από 15 λεπτά».
Η επόμενη μέρα ήταν η πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Ο ήλιος έλαμπε, η θέρμη κάλπαζε. Οι τρεις αδελφές ξύπνησαν με τον πόνο της απώλειας. Αλλά και με ένα συναίσθημα ανακούφισης και βαθιάς ευγνωμοσύνης, που μετά μια τόσο απίστευτα δύσκολη ζωή, απόλαυσε έναν ανώδυνο και αξιοπρεπή θάνατο.
«Της είχαμε κάνει ένα υπέροχο δώρο»!

Ο Λόρδος Βύρων έχει γράψει ένα υπέροχο ποίημα που σε κάποια στροφή του λέει: «Λοιπόν, ας μείνω, την ύστατη μον’ ώρα μόνος, δίχως θλιμμένους δίπλα μου που να στενάζουν, χιλιάδες πια, απ’ το Θάνατο, δε σκυθρωπιάζουν κι είναι περαστικός ή κι άγνωστος ο πόνος»… Και καταλήγει: «Τις μέρες μέτρησε που ‘σουν ευτυχισμένος κι αυτές που από την αγωνία λεύτερος ήσουν, θα ‘τανε πιο καλά αν δεν ήσουν γεννημένος».

Ο Σαράντος μέτρησε πολλές ευτυχισμένες μέρες και σίγουρα δεν σκέφτηκε ποτέ πως «θα 'ταν πιο καλά να μην ήταν γεννημένος», όμως τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του με θάνατο έμοιαζαν. Χρόνια φαρμάκι, ώρες φαρμάκι... Έναν θάνατο που θα ‘θελε να τον ορίσει εκείνος, αλλά ο Νόμος και η Θρησκεία και η Ηθική του έδεσαν τον νου, γιατί τα χέρια και τα πόδια του τα είχε δέσει μια σκληρή ανίατη ασθένεια· έφυγε με σκοτάδι στα μάτια. Και έφυγε, δίχως να μας αποκαλύψει ποτέ τι θα περιέγραφε στο τελευταίο της ζωής του αντίτυπο...
Τώρα, στάχτη ηφαιστειακή που πλανιέται στον αέρα, ο Σαράντος ποσώς τον νοιάζουν οι Νόμοι, ο βουβός θρήνος των φίλων, το ζοφερό μέλλον. Ο Σαράντος τώρα πετάει!

θάνατοςΕλλάδαευθανασίαΝόσος ALSειδήσεις τώρα