Ιστορία|11.06.2022 07:55

Ένας αδίστακτος απατεώνας: Πούλησε τον Πύργο του Άιφελ για παλιοσίδερα και εξαπάτησε τον Αλ Καπόνε – Πώς τον συνέλαβαν και πέθανε στο Αλκατράζ

Newsroom

Μια μέρα σαν σήμερα, 11 Ιουνίου του 1925 ο Βίκτορ Λούστιγκ είχε ανάψει το πούρο του, είχε ξαπλώσει στον καναπέ του και σκεπτόταν: «Δεν μπορεί τόσα κορόιδα να μην μπορούν να ζήσουν έναν έξυπνο;»… Σκέφτηκε αρκετά και κάποια στιγμή η απάτη έλαμψε στο νου του: Θα πουλούσε τον Πύργο του Άιφελ!

Ήταν η θρυλική περίοδος του Μεσοπολέμου. Ξεγνοιασιά, σπατάλη χρήματος και κεφιού, χορός και επικαλυμμένη σεξουαλικότητα με μια επίφαση σεμνοτυφίας. Ο Μεγάλος Πόλεμος μόλις είχε τελειώσει, οι νεκροί είχαν αρχίσει να λιώνουν σιγά σιγά στις μνήμες κι ένας άλλος πόλεμος, πιο μεγάλος από τον πρώτο, ήταν ακόμα κάπως μακριά…

Εκεί στη δεκαετία του ‘20 το Παρίσι απολάμβανε - εκτός από το φως του - πλήρη οικονομική άνθηση. Τα καμπαρέ έσφιζαν από ζωή και η τζαζ έκανε τα πρώτα της ευρωπαϊκά βήματα στο Καρτιέ Λατέν και στο Σεν Ζερμέν ντε Πρε.
Σε αυτήν την ατμόσφαιρα της χλιδής και του γλεντιού, ο Βίκτορ Λούστιγκ πήγε να ξοδέψει τα χρήματα που είχε κερδίσει - με δόλιους τρόπους - πέρα από τον Ατλαντικό. Όμως το κόστος της ζωής στη μεγαλούπολη της Ευρώπης ήταν υψηλότερο από όσο είχε φανταστεί και κάπως έτσι βρέθηκε γρήγορα χωρίς δεκάρα στην τσέπη!
Ήταν λοιπόν αραχτός στο πολυτελές δωμάτιό του, στο Hotel de Crillon, στην Place de la Concorde, όταν το μάτι του έπεσε σε μια γαλλική εφημερίδα και σ’ ένα άρθρο όπου αναλύονταν οι δυσκολίες του γαλλικού κράτους για τη συντήρηση του Πύργου του Άιφελ. Ο διάσημος Πύργος είχε γλυτώσει την αποσυναρμολόγηση το 1909 στο παραπέντε και μόνο η χρησιμότητά του στο στρατό τον έσωσε από το να γίνει ένας σωρός από σίδερα. Όμως δεν αναμενόταν να μείνει στητός κι ολόρθος για πολύ αφού χρειαζόταν επειγόντως ανακαίνιση. Ο δημοσιογράφος ολοκλήρωνε το άρθρο του με έναν χιουμοριστικό επίλογο: «Θα πουλήσουμε τον Πύργο του Άιφελ, λοιπόν;». Χωρίς να το ξέρει, ο συντάκτης του άρθρου, μόλις είχε στήσει μια απάτη.

Βρήκε εύκολα τα θύματά του 

Ο Βίκτορ Λούστιγκ αυτοαποκαλέστηκε «κυβερνητικός αξιωματούχος» και έκανε τις πρώτες νύξεις για την πώληση του Πύργου του Άιφελ! Έστειλε στις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες ανακύκλωσης μετάλλων προσκλήσεις για τη διαπραγμάτευση της πώλησης. Στο Hotel de Crillon έγινε η πρώτη εμπιστευτική συνάντηση. Ένα τέτοιο ξενοδοχείο παρείχε την τέλεια κάλυψη, καθώς ήταν το πλέον δημοφιλές σημείο συνάντησης για διπλωμάτες και πολιτικούς.

Την προγραμματισμένη ημερομηνία ήταν παρόντες οι πέντε επιχειρηματίες που διαχειρίζονταν το εμπόριο παλιοσίδερων. Ο Βίκτορ Λούστιγκ παρουσιάστηκε ως Γενικός Διευθυντής, εκπρόσωπος του υπουργείου Επικοινωνιών. Εξήγησε στους ενδιαφερόμενους ότι είχαν επιλεγεί επειδή ήταν γνωστή η αξιοπιστία τους ως επιχειρηματίες. Στη συνέχεια, εξήγησε ότι ο Πύργος του Άιφελ έπρεπε να κατεδαφιστεί και να πουληθεί σαν παλιοσίδερα. Στη συνέχεια οδήγησε τους ενδιαφερόμενους στον Πύργο για να διερευνήσει τη συμπεριφορά τους και κατά πόσο ενδιαφέρονταν. Εκεί παίχτηκαν όλα. Πήγε κατευθείαν στην είσοδο του Πύργου και με μια πλαστογραφημένη ταυτότητα υπουργού, πέρασε χωρίς πρόβλημα. Κοίταξε αυστηρά τους επίδοξους αγοραστές και τους ενημέρωσε ότι θα περίμενε προτάσεις μέχρι την επόμενη μέρα.

Ο Λούστιγκ είχε ήδη επιλέξει τον στόχο του στο Hotel de Crillon: τον Αντρέ Πουαζόν, έναν ανασφαλή άνθρωπο που ευελπιστούσε να βρει μια θέση στον επιχειρηματικό κόσμο του Παρισιού χάρη σε αυτή την αγορά. Για να τον πείσει, ο Λούστιγκ, κανόνισε να τον ξανασυναντήσει. Τότε άλλαξε τρόπο προσέγγισης: εκμυστηρεύτηκε στον Πουαζόν ότι αμείβονταν ανεπαρκώς και θα ήθελε να «συμπληρώσει» το εισόδημά του. Ο Πουαζόν γνώριζε τη διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων, οπότε κατάλαβε αμέσως ότι ο Λούστιγκ ζητούσε δωροδοκία. Δεν χρειάστηκε πολύ για να τον πείσει για την πώληση!
Μόλις ολοκληρώθηκε η συμφωνία, ο Λούστιγκ έφυγε με 100.000 φράγκα – όπως λέγεται - στη Βιέννη, ενώ ο Πουαζόν όταν συνειδητοποίησε το πάθημά του, το φυσούσε και δεν κρύωνε. Ο Τύπος δεν έγραψε λέξη για αυτήν την ιστορία και ο ταπεινωμένος Πουαζόν δεν τόλμησε να καταγγείλει την απάτη στην αστυνομία.
Ένα μήνα αργότερα, ο Λούστιγκ, αφού γλυκάθηκε την πρώτη φορά, επέστρεψε στο Παρίσι για να επαναλάβει ακριβώς το ίδιο σχέδιο· ο δεύτερος αγοραστής, όμως, λιγότερο εύπιστος, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Ο Λούστιγκ τράπηκε σε φυγή!

Άλλος πιο πανούργος απατεώνας... 

Να πούμε ότι ο Λούστιγκ ίσως και να εμπνεύστηκε την απάτη του από τον Σκωτσέζο Άρθουρ Φέργκιουσον, ο οποίος το 1923 κατάφερε να «πουλήσει» διαδοχικά το άγαλμα του ναυάρχου Νέλσονα στην πλατεία Τραφάλγκαρ, το Μπιγκ Μπεν και μετά τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ! Την ίδια χρονιά που ο Λούστιγκ πούλησε τον Πύργο του Άιφελ, ο Φέργκιουσον κατάφερε να νοικιάσει τον Λευκό Οίκο και στη συνέχεια προσπάθησε - ανεπιτυχώς - να πουλήσει το Άγαλμα της Ελευθερίας σε έναν μεγιστάνα Αυστραλό.

Ο Βίκτορ Λούστιγκ επέστρεψε γρήγορα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ασχολήθηκε με την παραχάραξη και την παραγωγή πλαστών δολαρίων. Στην Οκλαχόμα συνελήφθη και φυλακίστηκε, αλλά κατάφερε να πείσει τον σερίφη Ρίτσαρντ να τον απελευθερώσει με αντάλλαγμα ένα τυπογραφείο δολαρίων σε καλή τιμή! Ο σερίφης Ρίτσαρντ συνελήφθη γρήγορα, αλλά ο Λούστινγκ είχε γίνει καπνός…

Το 1934 ο Λούστιγκ συνελήφθη με 51.000 πλαστά δολάρια πάνω του.
Σύμφωνα με έναν αστικό μύθο, ακόμα και ο Αλ Καπόνε είχε εξαπατηθεί από τον Λούστιγκ! Έπεισε τον Καπόνε να επενδύσει σε ένα επιχειρηματικό εγχείρημα, υποσχόμενος να διπλασιάσει την επένδυσή του των 50.000 δολαρίων σε 60 ημέρες. Φυσικά ο Καπόνε ποτέ δεν πήρε τα χρήματά του πίσω. Τώρα πώς τη γλύτωσε ο Λούστιγκ, αυτή είναι άλλη ιστορία…

Και δραπέτης!

Ο Λούστιγκ φυλακίστηκε στη Νέα Υόρκη. Μια ημέρα πριν από τη δίκη του, κατάφερε να δραπετεύσει φτιάχνοντας ένα σχοινί με το σεντόνι του, όμως 27 ημέρες μετά συνελήφθη ξανά στο Πίτσμπουργκ. Ο Λούστιγκ καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης και οδηγήθηκε στο Αλκατράζ. Τον Μάρτιο του 1947 προσβλήθηκε από πνευμονία και πέθανε δύο μέρες αργότερα. Κρίμα τέτοιο μυαλό να χαθεί…

Ο Βίκτορ Λούσινγκ είχε γεννηθεί στην Τσεχία το 1890 και από τα 16 του χρόνια είχε δείξει την κλίση του στις απάτες· μιλούσε άπταιστα 6 γλώσσες, έπαιζε σκάκι σε επίπεδο πρωταθλητή και μπορούσε να παρουσιαστεί τη μια μέρα σαν Ευρωπαίος Κόμης, την επομένη σαν υπουργός της Γαλλίας ή Βρετανός τζέντλμαν. Η Αστυνομία τον περιέγραφε ως «Αδίστακτο εγκληματία, χωρίς ηθικούς φραγμούς και οίκτο! Εξαιτίας του καταστράφηκε η καριέρα ανδρών, ενώ γυναίκες είχαν αυτοκτονήσει». Ας πρόσεχαν…

απατεώναςΠύργος του Άιφελειδήσεις τώραΠαρίσι