Φαγητό και γυναικεία εσώρουχα στα βουνά της Αλβανίας: Το Έπος του ’40 δεν ήταν μόνο πόλεμος και θάνατος
Νίκος ΤζιανίδηςΦαγητό και σεξ στα βουνά της Αλβανίας! Το Έπος του ’40 δεν ήταν μόνο πόλεμος και θάνατος...
Οι Αμερικάνοι το συνηθίζουν πολύ, στις ταινίες τους ιδιαίτερα, να επικαλούνται εδάφια από την Αγία Γραφή. Και αυτός ακόμα ο Ταραντίνο, στο εμβληματικό του «Pulp Fiction», κείμενο από την Αγία Γραφή βάζει στο στόμα πρωταγωνιστή του· γιατί να μην το κάνουμε κι’ εμείς;
Στο εδάφιο Ησαΐας ΚΒ' 13 αναφέρεται ότι ο ουρανός θα τρέμει και η γη θα τραντάζεται συθέμελα, όταν θα ξεσπάσει η οργή του Κυρίου του σύμπαντος. Τούτο θα συμβεί την «ημέρα του θυμού» Του, μια ημέρα που θα σημάνει την τιμωρία Του για την κακία και την ανομία του κόσμου. Κι αν δεν είναι ο πόλεμος η ημέρα του θυμού του Θεού, τότε τι είναι;Ο Ησαΐας, όμως, γράφει και κάτι άλλο: «Φαγείν κρέατα και πιείν οίνον λέγοντες: φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».
Ο θάνατος κι ο πόλεμος περπατούν αντάμα. Και το φαγητό και το σεξ περπατούν πλάι πλάι με τον άνθρωπο και όλα τα ζωντανά της Γης…
Ελληνοϊταλικός πόλεμος και οι στρατιώτες μας, εκτός από τους εχθρούς που… καταβρόχθισαν στον πρώτο μήνα της εισβολής, δεν έχασαν την όρεξή τους για φαγητό και πιοτό. Ναι και πιοτό! Είχαν ψυχή και πάθος στη νεφοσκεπή Τρεμπεσίνα, αλλά η κοιλιά προηγείται της ψυχής… Αναζητήσαμε σημειώσεις ημερολογίων φαντάρων μας που πολέμησαν στα βουνά της δυτικής Ελλάδας και της Αλβανίας και αλιεύσαμε ιδιαίτερες προσωπικές καταθέσεις που αφορούσαν τα προς το ζην…
«Όταν τρως παίρνεις θάρρος...»
Διαβάζουμε από το ημερολόγιο επιλοχία υπεύθυνο για τον εφοδιασμό του λόχου: «Άργησα να βγω από τη σκηνή μου, άκουσα πολλά από τον λοχαγό μου, είναι καλός όμως. Έφυγα για τρόφιμα πάλι. Ο δρόμος αυτός με κουράζει πολύ. […] Παράξενο πράγμα, όταν τρως παίρνεις θάρρος, νομίζεις ότι όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Πολύ άσχημο πράγμα η πείνα. Σε απογοητεύει και συγχρόνως αδιαθετείς, ούτε όρεξη να μιλήσεις δεν έχεις. Όταν πίνω δεν θέλω να μου μιλά κανείς, έστω και για υπηρεσία να με ρωτούν, τους αποπαίρνω».
Μην μου μιλάτε, πεινάω. Τροφή και θάρρος πάνε μαζί για τον Επιλοχία…
Κάπου πιο πίσω από την πρώτη γραμμή ο διοικητής Μεραρχίας, Μουτούσης, παροτρύνει τους στρατιώτες να εργαστούν σκληρά για την κατασκευή χαρακωμάτων· υπάρχουν αντιδράσεις: «Δουλειά, δουλειά κύριε στρατηγέ, μα στην κοιλιά παίζουν βιολιά. Ο στρατηγός γίνεται κατακόκκινος.
-Γιατί δεν τρώτε καλά; Ρωτά. Εμείς σας στέλνουμε από όλα. Τι είναι αυτά που ακούω, λέγει σε μένα.
-Μην ξεχνάτε, λέγω εγώ, στρατηγέ, ότι είμαστε Μυτιληνιοί και στο φαγί μας ρίχνουμε πολύ λάδι.
Μια φωνή πάνω από ένα δέντρο φωνάζει: ούτε μισή κουταλιά δεν πέφτει στο συσσίτιο μας.
Οι λοχαγοί που ρωτήθηκαν λέγουν ότι, ό,τι παίρνουν το δίνουν στο σιτιστεί και το μοιράζει στο συσσίτιο. Αυτά έρχονται. Δεν έχουμε αλάτι, το παίρνουν οι ημιονηγοί και παίρνουν αυγά από τους Aρβανίτες».
Ο διοικητής Μουτούσης (σ.τ,σ. Σωτήριος Ν. Μουτούσης, στρατιωτικός από την Αχαΐα, ο οποίος διετέλεσε και υπουργός Συγκοινωνιών και υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, αλλά και συνεργάτης των Ναζί κατά τη Γερμανική Κατοχή) έδωσε εντολή να διενεργηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ώστε να αποδειχθεί πού χάνονται τα τρόφιμα. Ο ανθυπολοχαγός Παρασκευαΐδης που ανέλαβε την έρευνα έγραψε υποψιασμένα: κάτι βρώμικο υπάρχει. Είναι αλήθεια ότι ένας λοχαγός έχει τρεις τενεκέδες λίπος στη σκηνή του και πολλά άρβυλα, ενώ οι στρατιώτες φορούσαν τρύπια άρβυλα». Η έρευνα προχώρησε αλλά το πόρισμα το πρόλαβε η γερμανική εισβολή…
Ένας άλλος στρατιώτης, ο Μαγκιοράκος, συγκρίνει την προετοιμασία, την επιμελητεία και την μαχητικότητα Ελλήνων και Ιταλών: «Οι Ιταλοί έχουν κατάλληλες για το βουνό και το χιόνι αρβύλες. Επίσης είναι ντυμένες με τσόχα και έχουν περίεργα καρφιά. Επίσης φορούν μάλλινα και τρώνε από πάσης απόψεως καλλίτερα. Κουραμάνα άσπρη και άφθονη, φυλαγμένη σε κατάλληλα δοχεία από αλουμίνιον. Κονσέρβες παντός είδους, ποτά διάφορα. Πίνουν φαίνεται και καφέ, γιατί εκτός από μερικά ειδικά μπρίκια, βρήκαμε και αρκετό καφέ καβουρδισμένο και άκοπο». Ο Μαγκιοράκος πονάει που βλέπει τέτοιες διαφορές, αλλά μάχεται με πείσμα…
Τα μουλάρια φέρνουν την άνοιξη…
Και κάποτε αλλάζει η ψυχολογία… «Ένας στρατιώτης που μασουλούσε μια ρίζα και η μισή κρέμονταν έξω από το στόμα του, λιποθύμησε. Όταν συνήλθε κάθισε σε μια πέτρα κάτω από τη βροχή και μας κοίταζε λυπημένος. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Ευτυχώς, ότι φάνηκε το πρώτο μεταγωγικό. Στο ένα του πλευρό είχε φορτωμένο ένα κιβώτιο σφαίρες και στο άλλο του ένα σακί ξερά ρεβίθια. Γεμίσαμε τις τσέπες μας και σκορπίσαμε μέσα στις οξιές. Ακουγόμασταν από παντού, να ροκανίζουμε όπως τα ποντίκια. Ο μεταγωγικός είπε πως την άλλη μέρα θα έρχονταν τα μεταγωγικά με πολλά τρόφιμα. Η ψυχή μας άνοιξε. Μας φαινόταν σαν να ξαστέρωσε ο ουρανός, ενώ εξακολουθούσε να βρέχει. Νιώθαμε σαν να ήταν την άλλη μέρα να έρθει η άνοιξη. Θα την έφερναν τα μουλάρια».
... και οι κυνηγοί το κρέας!
Κι όταν δεν έρχονταν τα μουλάρια φορτωμένα την «άνοιξη», οι φαντάροι, οι πιο έμπειροι την «έπιαναν» με το τουφέκι τους. Από κυνήγι στα βουνά της Ηπείρου, άλλο τίποτα…
«Το κυνήγι τυπικά απαγορεύεται στο μέτωπο, γιατί μπορεί να δώσει στόχο στον εχθρό. Στην πράξη όμως αρκετές φορές οι επιτυχίες των κυνηγών λύνουν το επισιτιστικό πρόβλημα του Λόχου. Έτσι υπάρχει ένα καθεστώς, του οποίου την αστάθεια πληρώνουν κατά περίσταση οι στρατιώτες. Ο στρατιώτης Καράγιωργας αναγγέλλει, χαρούμενος, στον λοχαγό πως πέτυχαν γουρούνι και περιμένει συγχαρητήρια και κονιάκ. Είχε κουραστεί και παγώσει στο βουνό ο δυστυχής. Αντί συγχαρητηρίων συνοφρύωση ο λοχαγός. Από μελαχρινός έγινε μαύρος και βλοσυρός. Του Καράγιωργα του κόπηκε το χαζό χαμόγελο και έκλεισε το φαφούτικο στόμα του και κοιτούσε με απορία και ηλιθιότητα το λοχαγό.
-Ποιος σας είπε να πάτε στο κυνήγι; Δεν ξέρετε ότι απαγορεύεται, όπως και οι πυροβολισμοί;
-Δεν το κάναμε σκοπίμως κύριε λοχαγέ. Δεν το κάναμε από υστεροβουλία!
-Πήγαινε, του λέει ο λοχαγός απότομα, και να μου φωνάξεις τον Μανούσο (τον ανθυπολοχαγό).
Σε λίγο ήρθε ο Μανούσος. Κοίταξε, του λέει, ποιοι ήσαν αυτοί να τους πας στο Στρατοδικείο στη Μεραρχία αφού προηγουμένως φέρουν το γουρούνι εδώ. Κανένας δεν περίμενε ότι θα είχε και Στρατοδικείο η δουλειά. Θρήνος στα παιδιά. Κλαίγαν το γουρούνι που το ‘χάσαν, είχαν τώρα και Στρατοδικείο. Σαν πολλά τα κάνει ο κύριος λοχαγός. Δεν άξιζε βρε αδερφέ τον κόπο. Οι αξιωματικοί τον έφεραν βόλτα να τα συγχωρέσει τα παιδιά. Ούτε μιλούσε.
-Τον αντίθεο του, έβριζε ο Καράγιωργας, ούτε κοψίδι να μη φας και να πας και στο στρατοδικείο, πω κι αν το μάθει ο πατέρας μου...
Το γουρούνι ήρθε. Ωραίο, καμιά 55 οκάδες, μεγάλη δουλειά. Άθλος που θα τσακίζονταν σε ταξίδια και σε έξοδα οι αθηναίοι κυνηγοί και ζήτημα εάν κατάφερναν τίποτα. Το χοντρύτερο κυνήγι βλέπεις».
Και σε άλλο ημερολόγιο διαβάζουμε: «Ο λοχαγός Κρανιάς, μανιώδης κυνηγός, επέστρεψε χαρούμενος και φώναξε:“Γραψε κύριε Κωταντούλα στο ημερολόγιό σου τη χρυσή σελίδα. Έφερα ζαρκάδι”. Γδάρθηκε και ετοιμάστηκε το ωραίο στιφάδο.
Χριστούγεννα με ρέγγες και κουραμάνα
Κι’ έρχονται Χριστούγεννα. Γιορτή ξεχωριστή και ελληνική τότε, όχι σαν και σήμερα αλλοτριωμένη, εμπορευματοποιημένη σαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πού ακούστηκε στολισμοί από τέλος του Οκτώβρη και μοναδικός σκοπός η καταναλωτική μανία. Τότε Χριστούγεννα ήταν Γιορτή ταπεινή με μόνο το «Γ» κεφαλαίο.
Τα Χριστούγεννα, τα περισσότερα τμήματα της πρώτης γραμμής στον κεντρικό τομέα λιμοκτονούσαν. Ο επιλοχίας Λαυρεντιάδης περιγράφει κάτω από ποιες συνθήκες επιχειρούσαν οι Έλληνες στην Κλεισούρα, λίγο πριν αποχαιρετήσει το 1940.
«Βράδιασε χωρίς να φάμε τίποτε, εκτός από μισό κύπελλο καλαμπόκι. Βρήκα τους ημιονηγούς μας να τρώνε κρέας, δεν τους ρώτησα πού το βρήκαν κατάλαβα από πού προήρχετο, ντράπηκαν από εμένα. Θα το γράψω οτιδήποτε και αν συμβεί και αν ακόμη το ημερολόγιό μου αυτό πέσει σε εχθρικά χέρια, έτρωγαν κρέας αλόγου ψόφιου, το ‘ψήναν στη φωτιά, ένας μου είπε: “κύριε επιλοχία την ώρα που έκοβα το κρέας έτρεξε λίγο αίμα”. Ήτο κάποιος Τσαλίμογλου από την Τούμπα, δεν κρατήθηκε και άρχισε να κλαίγη σαν παιδί… Έφαγα και εγώ έτσι για να τους δείξω ότι δεν δίνω σημασία σε τέτοια πράγματα ακόμα δεν είχε καμιά ουσία κρέατος ζήτησα και άλλο τους είπα μερικά αστεία για να γελάσουν, όταν έφυγα προς τα επάνω έκλαψα και εγώ σαν παιδί.Και κάτι ακόμα για τα Χριστούγεννα στο μέτωπο: «Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου 1940. Παραμονή Χριστουγέννων. Μια χύτρα βρέθηκε και ο μάγειρας μεταξύ μας, ένας τσολιάς που είχε δουλέψει σε μαγέρικο της Λαμίας. Μέσα σε μια ώρα και κάτι, είχε ετοιμαστεί μια σούπα-χωρίς αλάτι όπως πάντα-χριστουγεννιάτικη! Οι ρέγγες στα κάρβουνα ψήθηκαν κατά πως έπρεπε και οι κουραμάνες έγιναν καψαλισμένες φέτες πάνω στη χόβολη! Τραπέζι δεν είχαμε· μια κουβέρτα στρώσαμε στο πάτωμα και καθίσαμε όλοι τριγύρω σταυροπόδι! Με επισημότητα που ταίριαζε στη βραδιά».
«Ας έρθουν και οι Γερμανοί»...
Οι στρατιώτες προελαύνουν στα αλβανικά εδάφη, όμως οι υπηρεσίες ανεφοδιασμού συνεχώς υποχωρούν· διαβάζουμε: «Τα μουλάρια μας πάνε στην αποθήκη του εφοδιασμού για τρόφιμα· γυρίζουν άπρακτα διότι δεν υπάρχουν, πηγαίνουν τα μεταγωγικά μας δευτέραν, τρίτην, τετάρτην ημέρα και τρόφιμα δεν παραλαμβάνουν διότι δεν υπάρχουν· την πέμπτη είναι η μέρα που δίδονται τρόφιμα και ο εφοδιασμός έχει και παραπάνω, ο επικεφαλής των μεταγωγικών ζητεί να του δώσουν επιπλέον, μιας και τέσσερις μέρες δεν πήρανε τίποτα. Και ο αποθηκάριος, με ύφος στρατάρχου, προτρέπει: “για διάβασε τη νέα λογιστική να ιδείς τι γράφει”… Η νέα λογιστική λοιπόν, των σοφών της ηγεσίας, τούτα τα περισπούδαστα περιλαμβάνει: όταν ένας λόχος δεν παραλάβει τα τρόφιμα μιας ημέρας δεν δικαιούται να παραλάβει μετά τρόφιμα της επόμενης!»
Κάποιοι όμως- όπως σε κάθε εποχή- απολάμβαναν φαγητό, όταν οι άλλοι πεινούσαν: «Ο Ξενάκης είναι σιτιστής του 10ου λόχου και έχει στο κελάρι του πολλά αγαθά. Θέλει να μας φιλοξενήσει και να τα πούμε. Έχει τηγανίτες, τυρί με αυγά. Έχει και χαλβά. Έχει και κρασί! Τα νεύρα μου καλμάρονται και χώνω το κεφάλι μου στην αυταπάτη της μικροκαλοπέρασης αυτής, σαν τη στρουθοκαμήλα, το δωμάτιο του φαγιού μας είναι η αποθήκη, γύρω κιβώτια με πυρομαχικά κράνη και βαρέλια. Κλείνουμε την πόρτα και βάζουμε μπροστά τις χλαίνες μας, να μη βλέπουν το φως οι Ιταλοί. Έχουμε κερί αναμμένο. Δυο ποντικοί σεργιανίζουν ξεθαρρεμένοι στο πάτωμα και μαζεύουν τα ψίχουλα. Δεν τους πειράζουμε. Πίνουμε πολύ κρασί. Συζητούμε τώρα και τα βλέπουμε όλα ρόδινα. “Ας έρθουν κι οι Γερμανοί. Οι οβίδες τους θα κάνουνε τον ίδιο κρότο που κάνουν και οι ιταλικές. Θα τις αντιμετωπίσουμε». Να λοιπόν που το φαγί και το πιοτί οπλίζουν με θάρρος τους στρατιώτες…
Γυναικεία εσώρουχα και προφυλακτικά!
Φαγητό και γυναίκες… Σεξ στα βουνά που αντάριαζαν από τις οβίδες; Μυαλό για σεξουαλικές πράξεις στο απέραντο νεκροταφείο της Αλβανίας; Κι όμως. Οι Ιταλοί ήταν για όλα προετοιμασμένοι· διαβάζουμε: «Στο χωριό αυτό {Γεροπλάτανος} οι Ιταλοί είχαν δείξει και τα απάνθρωπα ένστικτα τους! Κάτου απ’ τα χαλάσματα ενός απόμερου σπιτιού, αμπαλαρισμένο σε ένα τσουβάλι, βρέθηκε βιασμένο το πτώμα νεαρής χωριατοπούλας. Εδώ ο εχθρός είχε παρατήσει άθικτο, άφθονο πολεμικό υλικό, η σκορπισμένη δε αλληλογραφία και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες δείχνανε την άτακτη φυγή τους. Και έβλεπες, μαζί με τα πεταμένα στρατιωτικά είδη και μαντολίνα και κιθάρες, παρτιτούρες, ερωτικά σκίτσα και άσεμνα καρτ ποστάλ, άθικτα γυναικεία εσώρουχα, κομματιασμένα γυναικεία μεταξωτά υφάσματα, μπουκάλια και αρώματα, κασετίνες μανικιούρ, κορσέδες και καλτσοδέτες γυναικείες, αντρικά εσωτερικά κοστούμια μαύρα ασορτί και τόσα άλλα είδη που καμία σχέση δεν είχαν με πολεμιστές! Προς θεού… πού πήγαιναν αυτοί οι άνθρωποι; Τι σκοπούς είχανε;».
Και τα αρνητικά συναισθήματα των ελλήνων στρατιωτών δεν διογκώνονται μόνο από την απρόκλητη επίθεση των ιταλικών δυνάμεων στα βουνά της Ηπείρου, προκαλούνται απροσδόκητα και από το «ερευνητικό σκάλισμα» που κάνουν οι οπλίτες στα πράγματα που εγκαταλείπουν κατά τη φυγή τους οι Ιταλοί. Η αρχική κατάπληξή τους από το περιεχόμενο των μπαούλων των αξιωματικών μετατρέπεται σε οργή: «και η έρευνα συνεχίζεται με την ίδια βουλιμία· από τα μπαούλα ξεσέρνονται εσώρουχα, μεταξωτά μαντήλια, κάλτσες, κολόνιες, ξυριστικές μηχανές, πούδρες και άλλα παρόμοια. Μα ξαφνικά επικρατεί μια μικρή σιγή και όλοι κοιτάζουν με απορία και φανερή έκπληξη κάτι που κρατάει κάποιος το χέρι του. Είναι ένα κουτί με προφυλακτικά για τη γνωστή χρήση…
-Βρε τους κερατάδες, λέει κάποιος, τι της θέλουν τις καπότες εδώ πάνω;
-Τις είχανε για τις γυναίκες μας, συμπληρώνει άλλος, και τις κοιτάζει με οργισμένα μάτια σαν να τις έβλεπε κιόλας να ‘χουν κάνει τη χρήση τους στη δικιά του γυναίκα…».
Στα βουνά της Αλβανίας, λοιπόν και… «Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
«Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!»…
Τελικά πόλεμος θα υπάρχει όσο υπάρχει ακόρεστη πείνα… για φαγητό και σεξ… Και χρήμα που σου εξασφαλίζει τα δύο προηγούμενα. Τέλος!
*** Τα αποσπάσματα ημερολογίων στρατιωτών του Ελληνοϊταλικού Πολέμου έχουν αντληθεί από την Διδακτορική Διατριβή της κας Ελένης Δημητρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ με τίτλο: Ο πόλεμος ως προσωπικό βίωμα: Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-1941 μέσα από τα προσωπικά ημερολόγια ελλήνων στρατιωτών.
- Επεισόδια με μολότοφ και χημικά στο κέντρο της Αθήνας στην πορεία στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου
- Τραγωδία ανοιχτά της Κρήτης: Ναυάγιο με 18 νεκρούς μετανάστες
- «Η ΕΕ πρέπει να καταργηθεί»: Ο Έλον Μάσκ εκτοξεύει απειλές προς την Ευρώπη μετά το πρόστιμο μαμούθ στο Χ
- Όταν μια cult μπύρα γίνεται ακριβή συνήθεια: Το φαινόμενο Guinness και ο παράγοντας Gen Z