Ιστορία | 28.10.2025 07:55

«Αν στην Ελλάδα υπήρχε ένας που αγαπά την Ιταλία, αυτός ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς»! – Ένας Αλβανός παραπλάνησε τον Μουσολίνι για να επιτεθεί

Νίκος Τζιανίδης

Ο Ιωάννης Μεταξάς αγαπούσε την Ιταλία, αλλά… Ένας Αλβανός που δρούσε ως μυστικός πράκτορας στην Ελλάδα φαίνεται ότι πήρε στο λαιμό του τους Ιταλούς… Τα στοιχεία του θέματος που ακολουθεί έχουν αντληθεί από ιταλικά αρχεία.

Οι σχέσεις μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων, ακόμη και πριν από την απόφαση του Ντούτσε να επιτεθεί στην Ελλάδα, δεν ήταν καλές. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και η δολοφονία του στρατηγού Τελίνι (σ.τ.σ. το πρωινό της 27ης Αυγούστου του 1923 κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα άγνωστοι δολοφόνησαν τον ιταλό στρατηγό Ενρίκο Τελίνι ο οποίος συμμετείχε σε διάσκεψη μεταξύ Ιταλίας - Ελλάδας και Αλβανίας) το αποδεικνύουν. Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται όταν, μετά τις νίκες των Ιταλών στην Ισπανία και την Αιθιοπία, το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά έδειξε εκτίμηση για τους Ιταλούς.

Θα μπορούσε [ο Μεταξάς] να θεωρηθεί μαθητής του Μουσολίνι- θιασώτης αναμφίβολα- και, θαυμαστής των Γερμανών, αν κρίνει κάποιος από τις στρατιωτικές σχολές στις οποίες είχε εκπαιδευτεί. Υπό την Κυβέρνησή Μεταξά, υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για συμμαχία μεταξύ των καθεστώτων. Ο Εμανουέλε Γκράτσι, πρεσβευτής στην Αθήνα μεταξύ 1939 και 1940, έγραφε για τον Μεταξά: «Αν σε όλη την Ελλάδα υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος που ένιωθε πραγματικά στοργή για την Ιταλία, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς»… Κι όμως.

Όταν η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ανέμεναν πλήρως την εισβολή και ήταν καλά προετοιμασμένες και εξοπλισμένες, όσο τους επέτρεπε η οικονομική τους κατάσταση. Οι προετοιμασίες της Ιταλίας για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο είχαν αρχίσει ήδη από το 1937. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, μεθυσμένος από την αλαζονεία που του πρόσφερε η νίκη και η υποταγή της Αιθιοπίας, πίστευε ότι (και) η Ελλάδα θα ήταν εύκολος αντίπαλος.

Από μήνες προετοιμαζόταν η Ελλάδα

Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς είχε προβλέψει τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Ιταλίας, καθώς και τη συμμαχία του Μουσολίνι με τον Αδόλφο Χίτλερ και άρχισε από μήνες πριν να προετοιμάζεται για πόλεμο. Ο Μεταξάς είχε δηλώσει ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ιταλία, θα συνεργαζόταν με γαλλικές και βρετανικές δυνάμεις. Από τον Νοέμβριο του 1937 και μετά, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο- γαμπρός του Μουσολίνι- προετοιμαζόταν, επίσης, για πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Στις αρχές του 1939, και ιδιαίτερα μετά την εισβολή στην Αλβανία, οι ιταλοελληνικές σχέσεις είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο έντασης που ο πόλεμος φαινόταν να έρχεται, πεντακάθαρα πια. Ο Τσιάνο κρατούσε ημερολόγιο που βρέθηκε μετά την εκτέλεσή του για προδοσία τον Ιανουάριο του 1944 και το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τους μελετητές ως πολύτιμη ιστορική πηγή. Στις 8 Ιανουαρίου του 1939, ο Τσιάνο έγραψε για τις επιτυχημένες συνομιλίες του με τη Σερβία σχετικά με μια επίθεση στην Ελλάδα: «Σε συμφωνία με το Βελιγράδι για την κατάληψη της Αλβανίας, ενδεχομένως διευκολύνοντας την πορεία των Σέρβων προς τη Θεσσαλονίκη…». Στις συνομιλίες για το ίδιο θέμα μεταξύ Ιταλίας και Βουλγαρίας, στις 26 Ιανουαρίου 1939, συζητήθηκε η πρόσβαση της Βουλγαρίας στο Αιγαίο μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης.

Στις 7 Απριλίου του 1939, η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην Ελλάδα. Στις 9 Απριλίου, ο Έλληνας Πρέσβης στο Λονδίνο είχε ζητήσει κρυφά εγγυήσεις για την Ελλάδα από τις γαλλικές και βρετανικές κυβερνήσεις.
Στις 13 Απριλίου του 1939, η Γαλλία και η Βρετανία ανακοίνωσαν ότι θα εγγυόνταν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και η ελληνική κυβέρνηση δημοσιοποίησε την δέσμευσή τους. Ο Μουσολίνι αντέδρασε δυναμικά: τα οδικά έργα στην Αλβανία έδειξαν ξεκάθαρα ότι η Ιταλία ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Ελλάδα. Στις 25 Μαΐου του 1939, ο Τσιάνο, έπειτα από μακρά συνομιλία με τον Μουσολίνι, τόνισε ότι ο Ντούτσε εκδήλωνε ανοιχτά την εχθρότητά του απέναντι στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία.

«Τους ταΐζουμε δυο φορές την ημέρα»!

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1939, ένα κοινό συμπληρωματικό ανακοινωθέν από τη Ρώμη και την Αθήνα ανέφερε ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών «εξακολουθούν να είναι φιλικές, βασισμένες στην αμοιβαία εμπιστοσύνη»...
Στις 22 Μαΐου του 1940, ο Τσιάνο επισκέφθηκε την Αλβανία, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του: «Άφιξη στο Δυρράχιο και τα Τίρανα. Πολύ θερμή υποδοχή. Οι Αλβανοί θέλουν πραγματικά την επέμβασή μας, επειδή θέλουν το Κόσοβο και την Τσαμουριά. Είναι εύκολο για εμάς να αυξήσουμε τη δημοτικότητά μας εκμεταλλευόμενοι τον αλβανικό εθνικισμό».
Στις 23 Μαΐου, ο Τσιάνο σημείωσε: «Επίσκεψη στη Σκούταρι και το Ρούμπικο, ένα πολλά υποσχόμενο ορυχείο χαλκού. Θερμή υποδοχή παντού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ιταλία έχει κερδίσει τις μάζες...»
»Ο φιλικός αλβανικός λαός, μάς είναι ευγνώμων που τους ταΐζουμε δύο φορές την ημέρα, κάτι που σπάνια έκαναν πριν. Ακόμα και η εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων καταδεικνύει αυτή τη μεγάλη ευημερία.»

Στις 10 Ιουνίου του 1940, η Ιταλία ακολούθησε στον πόλεμο τη Γερμανία. Ο Μουσολίνι προειδοποίησε αμέσως τις ουδέτερες χώρες: «Δηλώνω ότι η Ιταλία δεν σκοπεύει να συγκρουστεί με τους λαούς που συνορεύουμε από ξηράς ή θαλάσσης. Ας λάβουν υπόψη τους αυτά τα λόγια η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αίγυπτος· εξαρτάται από αυτές και μόνο από αυτές». Αλλά αυτά τα λόγια ακούστηκαν ιδιαίτερα υποκριτικά εκείνη την εποχή· τα σύννεφα του πολέμου είχαν ήδη πυκνώσει στην Αλβανία.

Στις 12 Αυγούστου του 1940, ο Μουσολίνι δήλωσε ότι αν η Κέρκυρα και η Τσαμουριά παραχωρούνταν στην Ιταλία «χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα», δεν θα απαιτούσε τίποτα περισσότερο.
Στις αρχές Ιουλίου του 1940, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Πλατής, Α’ Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, συνελήφθη στην Ελλάδα επειδή εξέφρασε την άποψη ότι η χώρα του θα ήταν ασφαλέστερη αν τασσόταν στο πλευρό του Άξονα· αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και μάλιστα στον Πόλεμο του 1940 ήταν επικεφαλής στο Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου.

Ο τορπιλισμός της «Έλλης»

Στις 15 Αυγούστου του 1940, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το ελληνικό καταδρομικό «Έλλη» τορπιλίστηκε στα ανοιχτά της Τήνου από το ιταλικό υποβρύχιο «Δελφίνο» υπό τον Πλοίαρχο Τζουζέπε Αϊκάρντι.

Η επίθεση με τορπίλη, λέγεται ότι, διατάχθηκε από τον Cesare Maria de Vecchi, Κυβερνήτη των (τότε) ιταλικών Δωδεκανήσων. Ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι ωστόσο, την περιέγραψε στα ημερολόγιά του ως πράξη «ντροπής και πειρατείας».
Ανακτώντας τα συντρίμμια των δύο τορπιλών, η Αθήνα εντόπισε αμέσως τον δράστη της προβοκάτσιας, αλλά ο Μεταξάς αποφάσισε να το κρατήσει μυστικό. Η Ιταλία, φυσικά, προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε το περιστατικό.

Ο μοιραίος αλβανός πράκτορας

Εκείνες τις ημέρες, ένας αλβανός σύμβουλος της Ιταλίας και φανατικός φασίστας, ο Νεμπίλ Ντίνο, καταγόμενος από την Τσαμουριά- προσωπικός φίλος του Τσιάνο- διαβεβαίωνε ότι η Ελλάδα θα παραδιδόταν στην Ιταλία αμαχητί! (σ.τ.σ. Ο Nebil Dino, απόγονος πλούσιας και πολιτικά ισχυρής οικογένειας της Αλβανίας και προσωπικός  φίλος τουΤσιάνο, ανεχώρησε τέλη Σεπτεμβρίου του 1939 από τα Τίρανα για την Αθήνα με το ποσό των 5.000.000 ιταλικών λιρετών σε 50 επιταγές «πληρωτέες στον φέροντα» με σκοπό να εξαγοράσει ισχυρούς Έλληνες «φίλους του». Οι Έλληνες «φίλοι» του δεν έδειξαν καμία εμπιστοσύνη). 

Τον Αύγουστο του 1940, ο Ντίνο πραγματοποίησε μυστική προπαγανδιστική αποστολή στην Πρέβεζα και την Αθήνα και μοίρασε χρήματα σε αρκετούς Έλληνες φιλοϊταλούς. Ο αλβανός πράκτορας ισχυρίστηκε ότι, «ο ελληνικός λαός δεν φαίνεται πρόθυμος να πολεμήσει», ότι «η κυβέρνηση Μεταξά μισείται από πολλούς» και ότι «ο Βασιλιάς ούτε εκτιμάται ούτε αγαπιέται». Στις 22 Αυγούστου του 1940, η Ιταλία αποφάσισε τελικά να επιτεθεί στην Ελλάδα. Αρχικά είχε οριστεί ως ημέρα επίθεσης η 10η Οκτωβρίου.

Κάποιοι έβλεπαν καθαρά

Γύρω στις 10 Σεπτεμβρίου, ο ιταλός στρατιωτικός εκπρόσωπος στην Αθήνα, Λουίτζι Μοντίνι, πήγε στη Ρώμη για να αναφέρει στον επικεφαλής της SIM (Υπηρεσίας Στρατιωτικών Πληροφοριών) του ιταλικού στρατού, στρατηγό Τζάκομο Καρμπόνι, τους λόγους για τους οποίους οποιαδήποτε επίθεση στην Ελλάδα θα ήταν καθαρή τρέλα. Στις 28 Σεπτεμβρίου, ο βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, σερ Τσαρλς Μάικλ Πάλερε, ενημέρωσε το Λονδίνο ότι ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, ήταν έτοιμος, εάν χρειαζόταν, να πολεμήσει την Ιταλία.
Η αποφασιστική συνάντηση για την κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε στις 15 Οκτωβρίου, με τη συμμετοχή του Μουσολίνι, του Τσιάνο, του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Πιέτρο Μπαντόλιο και του Στρατηγού Βισκόντι Πράσκα, ενός ευγενή που αναρριχήθηκε στους υψηλότερους στρατιωτικούς βαθμούς αποκλειστικά λόγω καταγωγής του (ήταν γόνος της ευγενούς οικογενείας του Οίκου των Βισκόντι του Μιλάνου με ρίζες στον Μεσαίωνα)

«Σίγουρα δεν τους αρέσει να πολεμούν»...

Η μοιραία συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Παλάτσο Βενέτσια χωρίς να ενημερωθούν οι Γερμανοί. Ο αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, διαβεβαίωσε την φασιστική ηγεσία ότι οι στρατιώτες του ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν, σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι οποίοι δεν είχαν ούτε τεθωρακισμένα οχήματα ούτε μαχητικά αεροσκάφη, και οι οποίοι ήταν «άνθρωποι που σίγουρα δεν τους αρέσει να πολεμούν».
Σύμφωνα με τον Πράσκα, η Ιταλία μπορούσε να βασιστεί άμεσα σε 70.000 στρατιώτες, ενώ οι Έλληνες είχαν μόνο 30.000. Ο Μουσολίνι εκπόνησε το σχέδιο: επίθεση στην Ήπειρο, άσκηση πίεσης στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια προέλαση προς την Αθήνα.
Σύμφωνα με τον Τσιάνο, μόνο ο Αρχηγός του Επιτελείου, ο Στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, ήταν λιγότερο αισιόδοξος για την επίθεση στην Ελλάδα.
Στη μέση της φθινοπωρινής αθηναϊκής νύχτας, στις 03:00 στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ο ιταλός πρέσβης Γκράτσι, φτάνοντας με αυτοκίνητο από μια δεξίωση- την πρεμιέρα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στο Εθνικό Θέατρο Αθηνών- επέδωσε τελεσίγραφο στον Ιωάννη Μεταξά, που εκείνη την ώρα κοιμόταν στο σπίτι του στην Κηφισιά. Το τελεσίγραφο, το οποίο έληγε τρεις ώρες αργότερα, απαιτούσε από την Ελλάδα, η Ιταλία να καταλάβει «συγκεκριμένα στρατηγικά σημεία σε ελληνικό έδαφος, σεβόμενη παράλληλα την ελληνική κυριαρχία επί του υπολοίπου εδάφους».

«Alors, c'est la guerre»

Όταν ο Μεταξάς ρώτησε ποια ήταν αυτά τα στρατηγικά σημεία, ο Γκράτσι δεν μπορούσε να απαντήσει επειδή οι Ιταλοί δεν είχαν ετοιμάσει μια τέτοια λίστα, αλλά και επειδή δεν περίμεναν ότι ο Μεταξάς θα αρνούνταν να υποχωρήσει. Ο Μεταξάς απάντησε ψυχρά, στα γαλλικά, τη γλώσσα των διεθνών συζητήσεων: «Alors, c'est la guerre» (Έχουμε πόλεμο λοιπόν).
«Όχι, δεν είναι απαραίτητο», απαντά ο Γκράτσι. «Ναι, είναι απαραίτητο» είπε κοφτά ο Μεταξάς.
Αμέσως μετά την αποχώρηση του Γκράτσι, ο Μεταξάς ντύθηκε, τηλεφώνησε στον Βασιλιά Γεώργιο Β’ και η Αθήνα ξύπνησε στις 06:00 με το μήνυμα που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο:

«Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Έκτακτον ανακοιωθέν. … Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της 5ης και 30 πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ακολούθησε ο εθνικός ύμνος και λίγο αργότερα η φωνή του πρωθυπουργού Μεταξά: «Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών», είπε.

Απάντηση στους δρόμους της Αθήνας

Η απάντηση του ελληνικού λαού δεν άργησε: χιλιάδες Αθηναίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Όχι» και σε μόλις μια εβδομάδα η κινητοποίηση ολοκληρώθηκε, ενώ δεκάδες χιλιάδες εθελοντές πήραν τα όπλα. Ο Ελληνικός Στρατός όχι μόνο απώθησε δυναμικά τους Ιταλούς στο αλβανικό μέτωπο (Μάχη της Ελαίας-Καλαμά στις αρχές Νοεμβρίου), αλλά εισέβαλε στη γειτονική χώρα και κατέλαβε, τη μία μετά την άλλη, σημαντικές πόλεις στη νότια Αλβανία, όπως τη Χειμάρρα, το Αργυρόκαστρο, την Κορυτσά, την Πρεμετή, τους Αγίους Σαράντα. Τον Απρίλιο, οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν σε απόσταση 16 χιλιόμετρα από την Αυλώνα, το λιμάνι που χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί για τον ανεφοδιασμό τους. Όμως, τα πυρομαχικά είχαν εξαντληθεί και το αίτημα για εξοπλισμό από τον Βρετανικό Στρατό δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί εκείνη την εποχή λόγω υλικοτεχνικών δυσκολιών.

Η πλήρης αποτυχία της Ιταλίας να κατακτήσει την Ελλάδα υποχρέωσε τους Ναζί να εισβάλουν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, κοστίζοντας στον Χίτλερ πολύτιμους άνδρες και υπερπολύτιμο χρόνο που η Γερμανία θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει εναντίον του κύριου στόχου της, της Ρωσίας, γεγονός που άλλαξε αναπόφευκτα την πορεία του πολέμου!
Υ.Γ. Λόγια του Γερμανού Στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ κατά τη Δίκη της Νυρεμβέργης: «Η απροσδόκητη και ισχυρή αντίσταση των Ελλήνων εβράδυνε την επίθεση κατά της Ρωσίας για περισσότερο από δύο μήνες. Αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση αυτή, η εξέλιξη του πολέμου θα ήτο διαφορετική»… Και η Ελλάς εισέπραξε τα εύσημα: οδηγήθηκε σε ανθρωποβόρο εμφύλιο! Ο δε πόλεμος βίαιος διδάσκαλος.

ΕλλάδαΤο έπος του 1940σαν σημεραέπος του '40ειδήσεις τώραΙταλίαΑλβανίαελληνοϊταλός πόλεμος