Απόψεις|15.07.2020 13:45

Η αιώνια λιακάδα του μυαλού τους - Αιωνόβιοι έφηβοι από τα Κουφονήσια δίνουν μάθημα ζωής

Σεμίνα Διγενή

Γεννήθηκε στην Κάλυµνο, τη χρονιά της µεγάλης εθνικής ψευδαίσθησης. Τότε που όλοι µιλούσαν για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», εκεί λίγο µετά το ξεκίνηµα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Τη χρονιά που στην Αθήνα γεννιόταν η Μελίνα, ερχόταν και το κοριτσάκι της ιστορίας µας, εκεί στην άκρη των Κυκλάδων, στην Ελλάδα του 1920, για να ζήσει µια ζωή σαν παραµύθι. Το βγάζουν Ασπασία και είναι ζωηρό και χαρούµενο µωρό, που κάποτε οι σφουγγαράδες γονείς του, κυνηγώντας το όνειρο µιας καλύτερης ζωής, το βάζουν σε ένα καΐκι, µαζί µε τα 7 αδέλφια του, µε προορισµό τον Πειραιά. Η φουρτούνα, όµως, στο ταξίδι τούς αναγκάζει να σταµατήσουν για λίγο, στο Κουφονήσι, όπου ζουν συγγενείς τους. Επειδή η κακοκαιρία συνεχίζεται, αφήνουν το µωρό στη θεία του -µε την υπόσχεση να επιστρέψουν σύντοµα- και συνεχίζουν την Οδύσσεια µέχρι τον Πειραιά. Από εκείνο το ταξίδι πέρασαν 100 χρόνια και η Ασπασία είναι ακόµη εκεί. ∆εν θέλησε να φύγει ποτέ, ρίζωσε, έκανε 5 παιδιά, 6 εγγόνια κι 6 δισέγγονα.

Τη συνάντησα στο χωριό, περνώντας έξω από το σπίτι της. Ρέµβαζε χαµογελαστή από την µπλε µισάνοιχτη πόρτα της. Οταν της είπα πόσο θα ’θελα να τη γνωρίσω και να µιλήσουµε, γέλασε και µε ρώτησε σχεδόν ναζιάρικα: «Τι να µε κάνεις εµένα, παιδάκι µου;».

Κι αµέσως µετά: «Αντε έλα, για πες, τι θες να µάθεις κι αν ξέρω θα σου πω».

-Ψάχνω να µάθω για το νόηµα της ζωής, κυρία Ασπασία, και σκέφτηκα πως µέσα σε 100 χρόνια εσείς κάτι θα έχετε καταλάβει. Θα µου πείτε;

«Αµα δουλεύεις και κινείσαι πολύ, τραγουδάς, χορεύεις και γελάς, άµα δεν κρατάς µέσα σου κακίες και άγχος, πας και παραπάνω από 100 χρονώ».

-Και πώς γίνεται να µην κρατάς µέσα σου άγχος και στεναχώριες;

«Γίνεται. Να τις σβήνεις, να είσαι καθαρός µέσα σου και να µη βασανίζεσαι από κακά πράγµατα. Κι ύστερα, άµα έχεις πολλές δουλειές, δεν προλαβαίνεις να είσαι κακός άνθρωπος».

Οι συγγενείς της µου έλεγαν ότι, πράγµατι, σε όλη της τη ζωή δεν σταµάτησε στιγµή να δουλεύει σκληρά, στο σπίτι, στο χωράφι, στη βάρκα του ψαρά και βιολιτζή άντρα της, να φροντίζει τις κότες και τα κατσίκια τους, να σηκώνεται στις 3 τα ξηµερώµατα, να κουβαλήσει νερό απ’ το πηγάδι κι ύστερα να πάει το κριθάρι και το σιτάρι στο µύλο, για να έχει αλεύρι για ψωµί και πίτες. Η ζωή της ήταν ασφυκτικά γεµάτη από 24ωρα που ξεχείλιζαν δουλειές, υποχρεώσεις και τρεξίµατα. Καλλιέργειες, θέρισµα, φροντίδα του λαχανόκηπου, ψάρεµα µε το καΐκι, την «Ευρύκλεια», µαγείρεµα για 7 άτοµα, πλύσιµο, ζύµωµα, σιγύρισµα, παραγάδια, ράψιµο, σιδέρωµα, άσπρισµα και ποιος ξέρει πόσα ακόµη.

Με παρατηρεί που κοιτάζω τις φωτογραφίες στους τοίχους και αρχίζει να µου εξηγεί: «Με τον άντρα µου αγαπηθήκαµε πολύ. Ηταν από Θεσσαλονίκη, µερακλής, έπαιζε όµορφο βιολί και τραγουδούσε. Τραγουδούσα κι εγώ µαζί του στα γλέντια. Ηµασταν έξω καρδιά. ∆εν τσακωθήκαµε ποτέ µεταξύ µας, ούτε µε άλλους».

-∆εν σκεφθήκατε ποτέ να φύγετε; «Εδώ είναι ο τόπος µου, γιατί να φύγω;».

-Παρακολουθείτε τι συµβαίνει σήµερα στην Ελλάδα; «Αµέ, κάθε βράδυ βλέπω ειδήσεις. Βλέπω και αυτόν τον κακοθάνατο τον Τούρκο, πώς πάει να µας τη φέρει, πρέπει να τον προσέχουµε!».

-∆ιαβάζετε καθόλου; «Αµέ! Μ’ αρέσουν όµως πιο πολύ απ’ όλα τα καουµπόικα! Παλιά διάβαζα και “Πεπίτο”, τον ξέρεις; Α... και Καζαµία διαβάζω. Οπωσδήποτε».

-Νοσοκοµείο πήγατε ποτέ; «Οχι, ποτέ, γιατί να πάω;». -Πόσες ώρες κοιµάστε; «Τρεις το βράδυ και δύο το µεσηµέρι».

-Θα µου πείτε τα µυστικά της διατροφής σας; Τι τρώγατε παλιά και τι τώρα; «Ο,τι τρώει όλος ο κόσµος. Εκτός από τηγανητά. Ποτέ δεν τα έβαλα στο στόµα µου. Ούτε ποτό. Το πρωί πίνω το γάλα µου, ένα αβγό µελάτο, για να κρατάει τις βιταµίνες, δύο φέτες ψωµί µε βούτυρο και µέλι και κάνα φρούτο».

-∆ηλαδή, τρώτε 7 αβγά την εβδοµάδα; «Οχι. Τρώω 8 και 9 πολύ συχνά. Τρώω και δεκατιανό και µια καλή µερίδα φαγητό µε ψωµί το µεσηµέρι, οπωσδήποτε ένα γλυκό το απόγευµα και το κανονικό µου φαγητό το βράδυ. Οχι τίποτα λειψές µερίδες εστιατορίου, µέχρι πάνω γεµάτο το πιάτο. Ισως και καµιά σοκολάτα!». Πρέπει να έχω µείνει µε το στόµα ανοιχτό, γιατί την πιάνουν τα γέλια. «Τι, πολλά είναι;».

-Και οι εξετάσεις σας είναι καλές; «Σαν µωρού παιδιού!». Η κυρία Ασπασία Ρουµελιώτου πάντα πεινούσε και διψούσε για ζωή. Την αγαπούσε και την αγαπάει. ∆εν τη χορταίνει. Και η ζωή τής χαρίζει τα πιο σπουδαία δώρα: Χρόνο, χαµόγελο και υγεία. Και επειδή ξέρει να «σβήνει» από µέσα της τα τοξικά συναισθήµατα και µνήµες, γιορτάζει αυτόν το µήνα την αιώνια λιακάδα των εκατόχρονών της. Χιλιόχρονη!

«Μόνο δουλειά, αγάπη και γέλιο»

Ο κ. Στέφανος Σιγάλας από τη Δονούσα πάσχει από ασυγκράτητη εφηβεία. ∆εν έχει την παραµικρή σηµασία για εκείνον ότι γεννήθηκε το 1926, νιώθει παλικαράκι! Οταν τον συνάντησα, έσκαβε και φύτευε τον κήπο του σπιτιού του στο Κουφονήσι, µε δύναµη 20χρονου. Βέβαια η µαµά του και ο αδελφός του έφυγαν νεότατοι, στα 92 τους χρόνια, αλλά εκείνος δεν ξεχνάει πως ζει σε ένα νησί που δεν αποτελεί είδηση να είναι κάποιος αιωνόβιος – τις προάλλες η συγχωριανή του Μαρία Ψαρρού, όταν έφυγε, είχε ξεπεράσει τα 110 χρόνια της. Σήµερα, ανάµεσα στους 300 συγχωριανούς του, τουλάχιστον οι 10 είναι πάνω από 90 χρόνων.

Ορεξη για αστεία

Τα µάτια του κ. Στέφανου πετάνε φωτιές, γελάει συνέχεια, µαστορεύει στη στιγµή ό,τι χαλάει, έχει όρεξη για συζήτηση και αστεία, πειράζει συνέχεια τη γυναίκα του και φροντίζει µε µεγάλη τρυφερότητα τα σκυλιά τους. Οι γονείς του ήταν φτωχοί γεωργοί και εκείνος ξενιτεύεται νεαρός, στην Αθήνα για να βρει την τύχη του. Τελικά µένει εκεί 40 χρόνια. Κάνει τρεις δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Στα χρώµατα, στις οικοδοµές, στους κήπους, όπου βρίσκει µεροκάµατο. Στην Αθήνα συναντάει και τη γυναίκα της ζωής του, που είναι µάλιστα και από τα µέρη του. Ερωτας σφοδρός και κεραυνοβόλος. Ακόµη και σήµερα κοιτάζει το κορίτσι του, τη Σταυρούλα, µε λατρεία, όπως τότε.

-Κύριε Στέφανε, ποιος από τους δυο σας αγάπησε πιο πολύ τον άλλο; «Εγώ!» µου απαντάει πριν καν τελειώσω τη φράση µου. Και η γυναίκα του σπεύδει να µου εξηγήσει: «Ο Στέφανος µε αγάπησε πιο πολύ, απ’ όσο εγώ αυτόν. Ασχετα αν δεν µου είπε ποτέ, σ’ όλη µας τη ζωή, “σ’ αγαπώ”. Έδειχνε την αγάπη του µόνο µε πράξεις, ποτέ δεν µου έλειψε τίποτε µαζί του, µε είχε και µε έχει βασίλισσα, µε νοιαζόταν και µε προστάτευε, δούλευε µέρα-νύχτα, µην επιθυµήσω κάτι και δεν µπορούσε να µου το προσφέρει». Οση ώρα µιλάει, εκείνος την παρακολουθεί χαµογελώντας, όταν όµως τον ρωτάω αν την απάτησε όλα αυτά τα χρόνια, ψιθυρίζει πονηρά και σιβυλλικά: «Μέτζο µέτζο!». Εκείνη σηκώνει τους ώµους, σαν να λέει «και τι µε νοιάζει;», οπότε επανέρχοµαι:

-Η σύζυγος, τι λέτε, απίστησε ποτέ; «∆εν ξέρω κι ούτε θέλω να µάθω», µε αποστοµώνει. «Οχι, ήρθε η ώρα να µάθεις», τον κεραυνοβολεί η κυρία Σταυρούλα. «Είµαι εδώ και καιρό ερωτευµένη µε έναν που κάνει τον γιατρό στην τηλεόραση». Είναι απίστευτο, γελούν και παίζουν σαν µικρά παιδιά. Τι νόηµα έχει να τον ρωτήσω πώς έφτασε µέχρι εδώ… Φαίνεται. Είναι η προσωποποίηση της χαράς της ζωής. Στα 94 του δεν κάθεται στιγµή ήσυχος... Ασχολείται µε κηπουρική, βαψίµατα, σκάψιµο, τις επιδιορθώσεις στο σπίτι, φροντίζει τα ζώα του, µαζεύει ελιές, είναι διαρκώς ορεξάτος και αεικίνητος. Ποτέ δεν ξεχνάει τον πρώτο του σκύλο, τον Νώντα, και τη γάτα του, την Μποµπονίτσα, που έζησε µαζί του 22 χρόνια!!! «Οποιος δεν αγαπάει και δεν προσέχει τα ζώα δεν είναι καλός άνθρωπος» λέει.

-Ποιες είναι οι συνήθειές σας; «Ποτέ δεν κάπνισα και δεν ήπια ποτά. Ούτε στο καφενείο πήγαινα, γιατί µύριζε τσιγαρίλα. Ετρωγα και τρώω µόνο όσα βγάζει η γη και η θάλασσα. Οχι όµως θαλασσινά. Λίγο γάλα, λίγο γιαούρτι, πολλά χόρτα, πολλά όσπρια. Επίσης, µ’ αρέσουν πολύ τα γλυκά. Είµαι γλυκατζής. Μ’ αρέσουν οι χαρές και τα γλέντια, αλλά δεν έχω χορέψει ποτέ». «Να σου πω εγώ το µυστικό του», διακόπτει η κυρία Σταυρούλα. «∆εν κρατάει λύπες, παράπονα και στεναχώριες µέσα του. ∆εν τον βασανίζουν τέτοια δηλητήρια. ∆εν κρατάει κακίες σε κανέναν και για τίποτε. Η ζωή του είναι µόνο δουλειά, αγάπη και γέλιο! ∆εν ξέρει τι σηµαίνουν στρες και αγωνία. Βασιζόταν πάντα στον εαυτό του και στα χέρια του. Είναι δίκαιος και καλοσυνάτος άνθρωπος. Ποτέ δεν µίλησε άσχηµα ούτε σε εµένα, ούτε στα δύο παιδιά µας, ούτε στα τέσσερα εγγόνια µας, ούτε σε κανέναν».

Περήφανη

Κάθε τόσο του ρίχνει µατιές, καµαρώνοντάς τον. Είναι το αγόρι της. Τον κοιτάζει σαν να τον φλερτάρει! Μου φαίνεται πως δεν φτάνουν τα 70 τόσα χρόνια κοινής ζωής τους για να τον χορτάσει! Με αποχαιρετούν µε εντελώς διαφορετικό τρόπο. Εκείνη µού χαρίζει δυο χρωµατιστές µάσκες, που έραψε µόνη της και µου λέει στοργικά: «Κοίτα να προσέχεις!». Ο κ. Στέφανος µε νουθετεί συνωµοτικά, κλείνοντας το µάτι: «Κοίτα να περνάς καλά!»

Κουφονήσιηλικιωμένοι