Απόψεις|11.06.2021 19:20

Ο σεισμός στη Λισαβόνα το 1755 και πανδημία Covid-19

I.N. Μαρκόπουλος

Κάθε τεράστια φυσική καταστροφή ή πανδημία αποτελεί συχνά πηγή πολύπλευρων προβληματισμών, που οδηγούν πολύ συχνά σε αναθεωρήσεις κατεστημένων θέσεων και ιδεολογιών, όπως και σε αλλαγές κοινωνικο-πολιτικών, οικονομικών ή γεωπολιτικών στρατηγικών. Μια τέτοια αξιομνημόνευτη περίπτωση είναι ο φονικός σεισμός της Λισαβόνας, με 9 περίπου Ρίχτερ, το πρωί της 1ης Νοεμβρίου του 1755. Η τρομακτική ένταση και η μεγάλη σχετικά διάρκεια του σεισμού αυτού, το τεράστιο τσουνάμι και οι πυρκαγιές που ακολούθησαν, ο μεγάλος αριθμός νεκρών και των χιλιάδων τραυματιών, που έχρηζαν άμεσης νοσοκομειακής περίθαλψης, οι τεράστιας έκτασης καταστροφές σημαντικών και εμβληματικών κτηρίων της πόλης, αλλά και η χαρακτηριστική, για τα ευρωπαϊκά πράγματα, περίοδος που αυτός συνέβη, αναδεικνύουν τη συγκεκριμένη φυσική καταστροφή σε ένα παραδειγματικό, κοσμοϊστορικό φαινόμενο τοπικού, ευρωπαϊκού αλλά και παγκόσμιου ενδιαφέροντος.

Πράγματι – πέραν ασφαλώς από τον τραγικό χαμό τόσων ανθρώπων, που ο αριθμός τους υπολογίζεται μέχρι ακόμη και τις 100.000 (αριθμός που αποτελούσε τότε το μισό περίπου πληθυσμό της πρωτεύουσας, και το ένα τρίτο περίπου ολόκληρης της χώρας), την ανθρώπινη δυστυχία και τις τεράστιες υλικές καταστροφές πολλών και εμβληματικών, μεταξύ των άλλων, κτηρίων – ο σεισμός αυτός φαίνεται πως έβαλε ένα τέλος στις έντονες, για την εποχή εκείνη, αποικιοκρατικές τάσεις της Πορτογαλίας, αλλά και απετέλεσε καθοριστικό σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη της επιστήμης της σεισμολογίας και της σύγχρονης σεισμικής μηχανικής. Συγχρόνως, έχοντας λάβει χώρα σε μια τόσο χαρακτηριστική περίοδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στην εποχή του Διαφωτισμού, ο σεισμός της Λισαβόνας έγινε το έναυσμα για μια μεγάλης έκτασης και διάρκειας συζήτηση. Μια συζήτηση τόσο σε θρησκευτικό και φιλοσοφικό γενικότερα επίπεδο, με αναφορές, για παράδειγμα, σε ζητήματα θεοδικίας, όσο και ειδικότερα σε επιστημολογικό και γνωσιολογικό επίπεδο, με την προσπάθεια μιας, μακριά από δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, επιστημονικής εξήγησης του φυσικού αυτού φαινομένου. Αξίζει άλλωστε εδώ να υπογραμμιστεί, ότι τόσο σε κοινωνικο-πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό και φιλοσοφικό επίπεδο, ο σεισμός αυτός απετέλεσε επίσης ένα ξαφνικό, βαρύ πλήγμα στη θέση ισχύος του χειραφετημένου και διαφωτισμένου πλέον ανθρώπου της εποχής, απέναντι στη φύση.

Είναι αξιοσημείωτο ωστόσο ότι δυόμισι περίπου αιώνες μετά, και παρ' όλη τη γιγάντια τεχνοεπιστημονική μας ανάπτυξη, μια παγκοσμίων διαστάσεων κρίση, όπως η πανδημία Covid-19, μας βρίσκει πάλι εντελώς ξαφνιασμένους, απροετοίμαστους και ευάλωτους. Τη φορά όμως αυτή κυρίως λόγω της αφροσύνης του παγκοσμιοποιημένου οικονομικο-πολιτικού συστήματος. Μιας αφροσύνης, που έχοντας ουσιαστικά υποσκελίσει την πολιτική και προσπαθώντας να αχρηστεύσει κάθε κοινωνικο-ηθική ευαισθησία, κατευθύνει τα τεράστια ερευνητικά κονδύλια, συχνά σε στενή συνεργασία με έγκριτους επιστήμονες και με διαπρεπή πανεπιστημιακά ιδρύματα, προς την πολεμική βιομηχανία και τις τεχνολογίες επιτήρησης και ελέγχου. Και αυτό, όταν υπάρχουν πιεστικά και ζωτικής σημασίας, για τις ανθρώπινες κοινωνίες και τη βιόσφαιρα, προβλήματα, όπως για παράδειγμα είναι η περίπτωση μιας πανδημίας, την οποία σημειωτέον εδώ και καιρό ανέμενε η ανθρωπότητα.

Στο πλαίσιο ενός τόσο δυσοίωνου παγκοσμιοποιημένου σκηνικού, η τεχνοεπιστημονικά ανεπτυγμένη ανθρωπότητα θα συνεχίσει δυστυχώς να επικεντρώνει, για παράδειγμα, το ενδιαφέρον της στα μεταλλαγμένα τρόφιμα, υποστηρίζοντας ότι αυτά θα λύσουν το πρόβλημα του υποσιτισμού στις υποανάπτυκτες χώρες, ενώ βέβαια κάθε χρόνο πετάγονται στις χωματερές περί τους 90 εκατομμύρια τόνους τροφίμων, μόνο στην ΕΕ. Θα συνεχίσει να υποστηρίζει ότι η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη θα μας επιτρέψουν να έχουμε περισσότερο ελεύθερο και δημιουργικό χρόνο, ενώ συγχρόνως ενισχύεται με κάθε τρόπο η πανοπτικού τύπου διαδικτυακή, επιτηρητική και εξουσιαστική παρακολούθηση.

Τα ερευνητικά κονδύλια για εκπαίδευση και υγεία θα παραμένουν πάντοτε ψιχία, ενώ πακτωλοί χρημάτων θα διατίθενται για όπλα μαζικής καταστροφής, βιοπολιτικής, ελέγχου και βιοεξουσίας. Δεν θα ήταν επομένως υπερβολή να υποστηριχθεί, ότι όλα τα σημαντικά τεχνοεπιστημονικά επιτεύγματα ιδιαίτερα των νευροεπιστημών, των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας, όπως και της βιοπληροφορικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής, θα μπορούσαν τελικά να θεωρηθούν ως «παράπλευρες ωφέλειες» της πολεμικής βιομηχανίας.

Θα μπορέσει άραγε η παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα να αρθεί στο ύψος των κρίσιμων σήμερα περιστάσεων, αναθεωρώντας ριζικά τα εκπαιδευτικά και ερευνητικά της προγράμματα; Θα μπορέσει η πολιτική να πάρει τη θέση που ουσιαστικά της ανήκει; Θα προβληματιστεί η ανθρωπότητα με τη λανθασμένη της πορεία και με το πόσο ανέτοιμη αποδείχθηκε στην αντιμετώπιση της Covid-19; Φοβάμαι πως τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν μια εύκολη, αισιόδοξη απάντηση.

ΚορονοϊόςσεισμόςΛισαβόνα