Απόψεις|23.02.2023 07:15

Δικαίωμα στο μέλλον

Ρωξάνη Μπέη

Είναι κοινώς γνωστό ότι στο σύγχρονο ελληνικό εργασιακό περιβάλλον κυριαρχεί η επισφάλεια. Η δική μου γενιά τη γνωρίζει πολύ καλά, γιατί τη βίωσε με σκληρό τρόπο τα τελευταία 10 χρόνια. Η οικονομική εξαθλίωση ως απόρροια της άτυπης και ανασφάλιστης εργασίας, της ημιαπασχόλησης, αλλά και της μακροχρόνιας ανεργίας αποτελεί την ωμή πραγματικότητα με την οποία έρχεται αντιμέτωπος κάθε νέος άνθρωπος. Κι όσο αυτό το καθεστώς επισφάλειας συντηρείται με τις ευκαιρίες αξιοπρεπούς εργασίας να λιγοστεύουν διαρκώς, τόσο μεγαλύτερα τείχη θα υψώνονται στους νέους, οι οποίοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν τη τύχη τους στο εξωτερικό.

Οι πολιτικές της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας όχι απλά δεν απαλύνουν αυτό το πρόβλημα, αλλά το οξύνουν ακόμα περισσότερο, επενδύοντας σε ένα στρεβλό και παρωχημένο αναπτυξιακό μοντέλο στο οποίο απαξιώνεται η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και παράλληλα προτάσσονται η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η υποβάθμιση των συλλογικών συμβάσεων. Σε αυτή τη λογική κινήθηκε ο αντιμεταρρυθμιστικός νόμος Χατζηδάκη, ο οποίος ανατρέπει κεκτημένα δεκαετιών, νομιμοποιώντας και ενισχύοντας την εργοδοτική αυθαιρεσία με την κατάργηση της οκτάωρης εργασίας και τον θεσμικό περιορισμό των συνδικάτων. Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω, μόνο ως κακόγουστο αστείο μπορούμε να εκλάβουμε δηλώσεις από κυβερνητικούς αξιωματούχους ότι στόχος τους αποτελεί η στήριξη της νέας γενιάς τη στιγμή που διαμορφώνουν ένα σκληρό εργασιακό πλαίσιο με σαφείς αρνητικές συνέπειες στα πρώτα κρίσιμα επαγγελματικά βήματα.

Η κυβέρνηση όμως δεν σταματά εδώ. Δηλώνει θριαμβολογώντας σε όλους τους τόνους ότι κατά τη διάρκεια αυτής της τετραετίας έχει ξεκινήσει η διαδικασία αναστροφής του brain drain. Στη πραγματικότητα βέβαια όλες αυτές οι δηλώσεις είναι χωρίς ουσία και αποτελούν μονάχα μέρος ενός ακόμη επικοινωνιακού παιχνιδιού. Σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα της Καθημερινής (5/2/2023) δύο στους τρεις Έλληνες που μετανάστευσαν μετά το 2009 δηλώνουν ότι ο δεσμός τους με την Ελλάδα έχει διαρραγεί και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν. Μα πως να επιστρέψουν άλλωστε σε μία χώρα που αδυνατεί να απορροφήσει τους κατηρτισμένους πτυχιούχους της και οι απολαβές όσων εργάζονται μετά βίας αρκούν για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες;

Ενδεικτική της κυβερνητικής αδιαφορίας για τη νέα γενιά αποτελεί και η αδράνεια στο μείζον ζήτημα της ανεργίας των νέων. Εδώ τα στοιχεία είναι αμείλικτα και κανένας κυβερνητικός τακτικισμός με αναφορές σε «καταπληκτική ποιότητα ζωής» δεν μπορεί να τα αποκρύψει. Σύμφωνα με τη Eurostat, το Νοέμβριο του 2022 η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην ανεργία των νέων πανευρωπαϊκά, με ποσοστό 31,3%, περίπου διπλάσια από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κατάσταση, προφανώς, δεν έχει αλλάξει έκτοτε. 

Γίνεται αντιληπτή, λοιπόν, η ανάγκη που έχει ο τόπος από μία νέα πολιτική ηγεσία που θα φέρει στο επίκεντρο της ατζέντας της τα προβλήματα του απλού πολίτη και θα αναγνωρίζει το δικαίωμα στην αξιοπρεπή και σταθερή εργασία ως τον ακρογωνιαίο λίθο μιας πραγματικά βιώσιμης ανάπτυξης. Γι’ αυτό είναι χρέος μας, ως ΠΑΣΟΚ, να φανούμε αντάξιοι του ιστορικού μας καθήκοντος, διότι μόνο το ΠΑΣΟΚ υπηρέτησε πραγματικά αυτόν το σκοπό τα τελευταία 49 χρόνια και μόνο εμείς είμαστε διατεθειμένοι να τον υπηρετήσουμε ξανά και σήμερα.

ειδήσεις τώρα