Απόψεις|30.04.2023 12:37

Ίμβρος: Από το θαύμα στην κραυγή

Μαρία Ζαχαράκη

Έχει χαρακτηριστεί «θαύμα». Και είναι. Έπειτα από μισό αιώνα, διωγμένοι Έλληνες να ξαναγυρνούν στον τόπο τους και μια νέα γενιά ανθρώπων να γεννάται, να μαθαίνει γράμματα και να φυτεύει ξανά ελληνικούς σπόρους σε ένα νησί κουφάρι, κατατάσσεται στα ιστορικά κατορθώματα.

Το «θαύμα της Ίμβρου» έπειτα από 8 χρόνια, ωστόσο, από τότε που οι πρώτες οικογένειες άρχισαν να επιστρέφουν στα πατρογονικά εδάφη, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε άγονο, όσο πολιτείες και θεσμοί επιδεικνύουν την Ίμβρο σαν «πολύφερνη νύφη», αλλά χωρίς να επιλύουν κάποια ζωτικά ακόμη προβλήματα.

Φέτος το Πάσχα, η παρουσία του Οικ. Πατριάρχη Βαρθολομαίου, έπειτα από 10 χρόνια, στη γενέτειρά του την Ίμβρο για το Πάσχα και η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, Νίκου Δένδια, φάνηκαν να επισφραγίζουν με τον πλέον επίσημο τρόπο την «ανάσταση» του Ελληνισμού στο νησί περίπου 60 χρόνια μετά τους διωγμούς του ‘64.

Στο τουρκικό νησί των 9.000 κατοίκων, το 2023 οι Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι αριθμούν πλέον τους 500, αριθμός ρεκόρ, αν αναλογιστεί κανείς ότι για 6 δεκαετίες ο ελληνικός πληθυσμός αριθμούσε μερικές δεκάδες ηλικιωμένους.

Ο ελληνισμός της Ίμβρου ξαναζωντάνεψε από τις οικογένειες Ιμβριακής καταγωγής, που επανεγκαταστάθηκαν από το 2015 κι έπειτα, αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρά πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Οι Έλληνες κάτοικοι του νησιού και οι μαθητές των ομογενειακών σχολείων κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Αν δεν λυθούν θεμελιώδη ζητήματα, η παρουσία του ελληνικού στοιχείου θα τελεί σε λίγα χρόνια υπό νέα... συρρίκνωση έως και εξάλειψη.

Μόνιμοι κάτοικοι χωρίς υπηκοότητα

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή  οι Έλληνες Ίμβριοι, είναι το καθεστώς υπό το οποίο ζουν και εργάζονται στο νησί. Πολλά από τα μέλη των οικογενειών, που επέστρεψαν στο νησί, έχουν απωλέσει πια την τουρκική υπηκοότητα, με αποτέλεσμα να υποχρεούνται να ζουν στο νησί με βραχύχρονες άδειες παραμονής ή, αν θέλουν να επανακτήσουν την τουρκική υπηκοότητα, ειδικά οι άντρες, υποχρεούνται να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις στον τουρκικό στρατό, παρόλο που την έχουν εκτίσει στην Ελλάδα. Η Τουρκία έχει σταματήσει να αναγνωρίζει πια τη στρατιωτική θητεία σε άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, παρά μόνο για τους άνω των 40 ετών άνδρες, οι οποίοι απαλλάσσονται.

Ως εκ τούτου, οι Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι είτε πρέπει να εξασφαλίσουν έκδοση άδειας παραμονής, είτε να υπηρετήσουν (οι άνδρες) στο στρατό για να αποκτήσουν τουρκική υπηκοότητα.

Η άδεια παραμονής, την παροχή της οποίας δεν έχουν αρνηθεί μέχρι σήμερα οι τουρκικές αρχές στους Ιμβριακής καταγωγής πολίτες, είναι η λύση που προτιμούν οι περισσότεροι Έλληνες, ωστόσο η έλλειψη τουρκικής υπηκοότητας δυσχεραίνει το θέμα της απόκτησης εργασίας ή του ανοίγματος μίας ιδιωτικής επιχείρησης στο νησί.

Από την άλλη, οι λόγοι για τους οποίους οι Έλληνες Ίμβριοι δεν επιχειρούν να επανακτήσουν την τουρκική υπηκοότητα είναι είτε γιατί αδυνατούν να καταβάλλουν το χρηματικό ποσό που ζητείται για την εξαγορά της στρατιωτικής θητείας στην Τουρκία, είτε γιατί δεν είναι σε θέση να διεκπεραιώσουν όλες τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που απαιτούνται.

Το θέμα της υπηκοότητας αποτελεί ένα πάγιο πρόβλημα, που δυστυχώς καμία (ακόμη) διακρατική συμφωνία δεν έχει επιληφθεί να το επιλύσει και είναι ένας από τους λόγους που εμποδίζει την εισδοχή νέων ή της συνέχισης της παραμονής πολλών ελληνικών οικογενειών στο νησί.

Το δικαίωμα στην περιουσία

Η επιβίωση και η ευημερία οποιουδήποτε πληθυσμού προϋποθέτει το δικαίωμα στην περιουσία, όπως και για τους επαναπατρισθέντες Έλληνες Ίμβριους.

Από τη δεκαετία του ’60, οπότε απαλλοτριώθηκαν σχεδόν οι περισσότερες περιουσίες των Ελλήνων με σκοπό τον εξοστρακισμό τους από το νησί, μέχρι και σήμερα, το πρόβλημα της διευθέτησης των περιουσιακών ζητημάτων τους, αποτελεί τον μεγαλύτερο γόρδιο δεσμό για τους επαναπατρισθέντες.

Με την αυγή μάλιστα του νέου αιώνα, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000 μέχρι και τα τέλη της, οι ελάχιστοι τότε Έλληνες του νησιού να υφίστανται την «ολοκληρωτική απαλλοτρίωση» των περιουσιών τους, εξαιτίας του περίπλοκου τουρκικού νόμου και μάλιστα υπό το βλέμμα και την ανοχή της ελληνικής πολιτείας, αν και υπήρξαν τότε ορισμένες παρεμβάσεις, χωρίς ωστόσο να εισακουστούν καταλλήλως στα αρμόδια «κέντρα».

«Πού ήταν όταν γίνονταν οι καταπατήσεις των ακινήτων κατά τη διάρκεια του “καντάστρου” (σ.σ. της καταχώρηση των τίτλων περιουσίας στο κτηματολόγιο); Πού ήταν όταν οι οθωμανικοί τίτλοι και τα φορολογικά μητρώα δεν γίνονταν αποδεκτά παρά μόνο οι υπερήλικες αυτόπτες μάρτυρες για την ταυτοποίηση των τίτλων;», λένε με παράπονο Ίμβριοι που έχασαν «στη ζούλα» τις περιουσίες τους εκείνη την περίοδο. 

Οι κάτοικοι της Ίμβρου δυσκολεύονται να αποδείξουν την κυριότητα επί των περιουσιών των προγόνων τους, επειδή συχνά δεν έχουν γείτονες ή άλλους μάρτυρες για να καταθέσουν ότι είχαν στην κατοχή τους τη διεκδικούμενη γη επί 20 χρόνια, όπως απαιτεί ο νόμος 2644 του 1934. 

Σύμφωνα με την έκθεση (2008) του μέλους της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο, η διαδικασία της καταγραφής στο τουρκικό κτηματολόγιο ξεκίνησε στην Ίμβρο και την Τένεδο μόλις το 1993, δηλαδή σχεδόν 60 χρόνια μετά την έκδοση του σχετικού νόμου, όταν οι περισσότεροι πιθανοί μάρτυρες είτε είχαν εγκαταλείψει το νησί είτε είχαν αποβιώσει.

Αλλά ακόμη και όσοι κατόρθωσαν να αποδείξουν συνεχή κατοχή της περιουσίας τους για διάστημα 20 ετών (χρησικτησία), η αίτησή τους απορρίφθηκε από τις αρχές, όταν διαπιστώθηκε ότι η περιουσία δεν «εκμεταλλεύεται» κατά το χρόνο υποβολής της αξίωσης – χωρίς βέβαια να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που υποχρέωσαν τους περισσότερους κατοίκους να εγκαταλείψουν το νησί, άρα δεν θα μπορούσαν να συντηρούν ή να εκμεταλλεύονται την περιουσία τους.

Στις αρχές του 2000, αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές από τις ελάχιστες εναπομείνασες ιδιοκτησίες Ελλήνων στην Ίμβρο να εγγραφούν στο όνομα του τουρκικού κράτους. Η απόφαση μπορούσε βέβαια να προσβληθεί στο δικαστήριο, αλλά η διαδικασία είναι συχνά αργή και δυσανάλογα δαπανηρή.

Ακόμη κι όσοι έχουν καταφύγει στην τουρκική δικαιοσύνη, στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των αποφάσεων ήταν λανθασμένες και εις βάρος των ελληνικής καταγωγής ιδιοκτητών ακινήτων.

Η νέα γενιά Ιμβρίων, που επαναγκαταστάθηκε στην Ίμβρο εδώ και 8 χρόνια, βιώνει τελευταία μία άλλης μορφής απώλεια των περιουσιών της εξαιτίας του νόμου περί κληρονομιάς.

Μη Τούρκοι υπήκοοι έχουν μεν το δικαίωμα κληρονομιάς, αλλά μέσα σε ένα χρόνο ο τουρκικός νόμος ορίζει ότι θα πρέπει να πωλήσουν/μεταβιβάσουν την περιουσία τους σε Τούρκους υπηκόους, αλλιώς αυτή θα πρέπει να περιέλθει στο τουρκικό κράτος. Πολλές περιουσίες Ελλήνων χάνονται πλέον στο νησί με αυτό τον τρόπο, καθώς είτε ο χρόνος μεταβίβασης είναι βραχύς (1 έτος) είτε πολλές περιουσίες αγοράζονται από συγγενείς ή Τούρκους υπηκόους ‘κοψοχρονιά’, εκμεταλλευόμενοι τη βούληση του κληρονόμου να μην αφήσει την περιουσία του να περιέλθει στο κράτος.

Το ζήτημα έχει τεθεί υπόψη του τουρκικού κράτους, χωρίς ωστόσο ακόμη να έχει επιληφθεί του θέματος.

Η ασθμαίνουσα ελληνική εκπαίδευση

Την αναγέννησή του ο ελληνισμός στην Ίμβρο την οφείλει κατά κύριο λόγο στην πρωτοβουλία του Οικ. Πατριάρχη Βαρθολομαίου και στη χορήγηση της άδειας από την κυβέρνηση Ερντογάν για άνοιγμα και πάλι των ελληνικών σχολείων στο νησί, όπως επίσης και στη στήριξη του ελληνικού κράτους.

Σήμερα λειτουργούν στο νησί όλες οι βαθμίδες εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Λύκειο, και από 3 μαθητές το 2013, όταν άνοιξε πρώτο το δημοτικό σχολείο στους Αγίους Θεοδώρους, το χωριό του Οικ. Πατριάρχη, σήμερα τα σχολεία μετρούν 55 μαθητές.

Με τη συνδρομή της ελληνικής πολιτείας δεκάδες οικογένειες (υπολογίζονται στους περίπου 200 ανθρώπους), πείστηκαν να έρθουν από την Ελλάδα και να εγκατασταθούν μαζί με τα παιδιά τους στην Ίμβρο, με την προϋπόθεση ότι θα φοιτούν στα νεοσύστατα ομογενειακά σχολεία στο νησί και ως αντάλλαγμα θα έχουν το δικαίωμα να δίνουν εξετάσεις για τα πανεπιστήμια της Ελλάδας με ευνοϊκότερους όρους (μόνο 1 μάθημα – την έκθεση).

Απολυτήρια μη αναγνωρίσιμα στην Ελλάδα

Ωστόσο, η μη αναγνώριση των απολυτηρίων των ελληνικής υπηκοότητας (και μόνο) μαθητών του λυκείου από την Ελλάδα είναι ένας αποτρεπτικός παράγοντας για να τελειώσουν τη μάθησή τους στα σχολεία της Ίμβρου.

Πρόκειται για ένα χρόνιο ζήτημα (και για τους ελληνικής υπηκοότητας απόφοιτους των σχολείων της Κωνσταντινούπολης), το οποίο, παρά τις υποσχέσεις των Ελλήνων υπουργών Παιδείας που επισκέπτονται κάθε χρόνο τα ομογενειακά σχολεία στην Τουρκία, δεν συγκεντρώνει ακόμη την απαραίτητη πολιτική βούληση να επιλυθεί.

Ένα ζήτημα τόσο απλό στη λύση του, όσο και η άδεια που καθυστερεί να δοθεί κάθε Σεπτέμβρη (δίδεται μετά από εβδομάδες έως και μήνες) στους μετακλητούς, όπως ονομάζονται, δηλ. τους διορισμένους από το ελληνικό κράτος, δάσκαλους/καθηγητές να μπουν στην τάξη και να διδάξουν, βασικά για γραφειοκρατικούς ή/και πολιτικούς λόγους, στερώντας από τους μαθητές εκατοντάδες ώρες μαθημάτων.

Αγώνας για τη χρηματοδότηση των σχολείων

Ο εξοπλισμός, η γραφική ύλη, οι μισθοί των Ελλήνων δασκάλων/καθηγητών, η λειτουργία και συντήρηση των σχολείων είναι η άλλη μεγάλη ανοιχτή πληγή που εμποδίζει την ‘κοιτίδα’ του ελληνισμού στην Ίμβρο να εξελιχθεί.

Τα σχολεία παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις πρωτίστως σε διδακτικό προσωπικό, καθώς πολλοί εκπαιδευτικοί δεν επιθυμούν να υπηρετήσουν σε ένα νησί τόσο μακριά και με δύσκολη ακτοπλοϊκή σύνδεση, ενώ παράλληλα καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη και η εξεύρεση οικονομικών πόρων για τη λειτουργία τους.

Το τουρκικό κράτος, εκτός από τους δασκάλους/καθηγητές που πληρώνει, δεν παρέχει καμία άλλη οικονομική στήριξη στα ελληνικά σχολεία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που χρηματοδοτεί πλήρως τα μειονοτικά σχολεία στη Θράκη.

Ουσιαστικά τα σχολεία της Ίμβρου τα συντηρεί ο Εκπαιδευτικός και Πολιτιστικός Σύνδεσμος Ίμβρου. Αυτός είναι ο αρμόδιος φορέας, που πληρώνει τους δασκάλους/καθηγητές και όλα τα έξοδα συντήρησης, όπως τα σχολικά λεωφορεία, τις βενζίνες, το κάρβουνο, τη γραφική ύλη κλπ. Τα τελευταία χρόνια όμως το διοικητικό συμβούλιο δυσκολεύεται σε απίστευτο βαθμό να εξασφαλίσει μόνιμη χρηματοδότηση, παρά τις εκκλήσεις προς κάθε ιδιωτικό και δημόσιο φορέα -κυρίως- στην Ελλάδα.

Το τελευταίο διάστημα, γίνονται συζητήσεις για το κατά πόσο οι ελληνικές κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη, που χαίρουν μίας μεγαλύτερης ευμάρειας, θα μπορούσαν να αποδίδουν ένα σταθερό κονδύλι «βοηθείας» (στέλνεται μεμονωμένα μόνο) για τη συντήρηση και λειτουργία των ομογενειακών σχολείων της Ίμβρου, ωστόσο προβάλλονται ισχυρές αντιρρήσεις από πολλούς ομογενείς της Πόλης.

Δημοτικό χωρίς δασκάλα

Μία βασική στέρηση που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση στην Ίμβρο είναι στο δημοτικό σχολείο στους Αγίους Θεοδώρους. Το σχολείο με τους 19 μικρούς μαθητές δεν έχει δεύτερο δάσκαλο που χρειάζεται, παρόλο που έχει διοριστεί μετακλητή δασκάλα από την Ελλάδα εδώ κι ένα χρόνο. Το τουρκικό υπουργείο Παιδείας δεν εγκρίνει -για άγνωστους λόγους- το διορισμό της Ελληνίδας δασκάλας, με αποτέλεσμα το δημοτικό σχολείο να υπολειτουργεί και οι μαθητές να μην συμπληρώνουν τις ώρες μαθημάτων τους.

Σύμφωνα με συνομιλητές μας στο νησί, ο μη διορισμός της συγκεκριμένης δασκάλας έχει μπλοκάρει σε λόγους... πολιτικούς, απόρροια της χρονικής συγκυρίας που βιώνουν οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις.

Το νησί της απομόνωσης

Η απουσία άμεσης ακτοπλοϊκής σύνδεσης μεταξύ Ίμβρου και Τενέδου αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη διατήρηση και την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ των δύο νησιών που ενώνονται με κοινό εθνικό κι πολιτισμικό πεπρωμένο.

Η μεγαλύτερη ωστόσο έλλειψη είναι η παντελής σύνδεση των δύο νησιών με ελληνικά λιμάνια σε κοντινά νησιά του βορειο-ανατολικού Αιγαίου.

Η Ίμβρος διαθέτει τελωνειακό κτήριο στο λιμάνι Ugurlu (Λιβούνια), το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα για να ανοίξει μια διεθνής σύνδεση.

Τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική κοινότητα των νησιών συμφωνούν στη χρησιμότητα μιας άμεσης σύνδεσης με ελληνικό λιμάνι, ωστόσο, σύμφωνα με τους Τούρκους υπεύθυνους στο νησί, οι ελληνικές αρχές μέχρι στιγμής αρνούνται να επιτρέψουν τη σύστασή της, επικαλούμενες προβλήματα Σένγκεν, αν και οι κανόνες Σένγκεν δεν εμπόδισαν τη δημιουργία άλλων ακτοπλοϊκών συνδέσεων μεταξύ ελληνικών και τουρκικών λιμανιών.

Ο βασικότερος λόγος έγκειται μάλλον στο μη βιώσιμο μιας τέτοιας ακτοπλοϊκής σύνδεσης, όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, όπως επίσης και μίας αεροπορικής σύζευξης με την ηπειρωτική Τουρκία.

Το άγονο... μέλλον

Όλα τα παραπάνω ζητήματα έχουν κάνει πλέον το ενδιαφέρον για επανεγκατάσταση νέων οικογενειών από την Ελλάδα στην Ίμβρο να είναι περιορισμένο δραματικά, σχεδόν εν τη γενέσει του θαύματος.

Μόνο 8 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ξεκίνησε το «πείραμα» του επαναπατρισμού των Ελλήνων και η πικρότερη απόρριψη που ενδέχεται να βιώσει η Ίμβρος είναι από ίδια της τα παιδιά, τα οποία όταν τελειώνουν το λύκειο και επιτυγχάνουν στα πανεπιστήμια της Ελλάδας, δείχνουν -αν και νωρίς ακόμη για συμπεράσματα μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους- απρόθυμα να επιστρέψουν στην Ίμβρο, ελλείψει κινήτρων για επαγγελματική εξέλιξη.

«Πυροτέχνημα» η επίσκεψη Δένδια – Ανάγκη στήριξης από παντού

Το κλειδί της επιτυχίας βρίσκεται αναμφισβήτητα στην πολιτική βούληση Ελλάδας και Τουρκίας, αν καταφέρουν βέβαια και οι δύο χώρες να αποφύγουν τις αγκυλώσεις σε παρωχημένες αντιλήψεις τύπου «αμοιβαιότητα», «εκδικητικότητα», «εχθρότητα», «επίπεδο ελληνο-τουρκικών σχέσεων» κλπ.

Οι επισκέψεις Ελλήνων πολιτικών, παλαιότερα ακόμη και του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, αφήνουν σχεδόν αδιάφορους τους Έλληνες κατοίκους της Ίμβρου. Η πρόσφατη επίσκεψη του Νίκου Δένδια τη Μεγάλη Παρασκευή στο νησί χαρακτηρίστηκε ως «πυροτέχνημα» από πολλούς Ίμβριους, που την είδαν ως «προεκλογική κυρίως προβολή δίπλα στους ακρίτες Έλληνες».

«Όλοι έρχονται αλλά οι ατζέντες τους είναι διαφορετικές. Άμα σου αραδιάσω πόσοι έχουν έρθει μέχρι τώρα και τι έχει γίνει μέχρι τώρα... Τίποτα! Ο καθένας κάνει το κομμάτι του με λίγα λόγια», καταγγέλλουν οι Έλληνες της Ίμβρου. «Δύο φωτογραφίες και γεια σας. Να κάνει ο κάθε υπουργός τί, να μας πεις τί; Αφού σε λίγο θα γίνουν εκλογές, δεν ξέρουμε καν αν θα είναι υπουργός».

Παράγοντες του νησιού πάντως, με τους οποίους συνομίλησε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, δήλωσαν ότι έδειξε ενδιαφέρον να του αποσταλούν κάποιες περαιτέρω πληροφορίες για να εξετάσει το κατά πόσο μπορεί να προχωρήσουν κάποια πράγματα. Μένει να αποδειχθεί, αν η επίσκεψη του Νίκου Δένδια δεν ήταν μία από τις άλλες...

Οι Έλληνες της Ίμβρου προσβλέπουν στη στήριξη του ελληνικού κράτους, περισσότερο από ό,τι του τουρκικού, όπως επίσης και κάθε θεσμού, συμπεριλαμβανομένου του Οικ. Πατριαρχείου, που πρωτοστάτησε στη δημιουργία του «θαύματος».

Η  ανάσταση του ελληνισμού στην Ίμβρο ήταν, είναι και θα είναι ένα «θαύμα», που ξεπέρασε εαυτόν η Αθήνα, το Φανάρι, ακόμη και η Άγκυρα. Δεν μπορεί να μείνει, ωστόσο, στο... χειροκρότημα. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη για ακόμη μεγαλύτερη συμβολή οποιουδήποτε θεσμού, διαφορετικά η συρρίκνωση βρίσκεται προ των πυλών.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ελληνισμόςειδήσεις τώραΤουρκίαΟικουμενικός Πατριάρχης ΒαρθολομαίοςΊμβρος