Απόψεις|09.01.2024 07:24

Γονεϊκότητα ομόφυλων ζευγαριών και ψυχική υγεία των παιδιών: Πώς απαντάει η διεθνής έρευνα στο ζήτημα

Βασιάννα Κωνσταντοπούλου

Στη δημόσια συζήτηση που έχει ανοίξει πλέον και στην Ελλάδα για την τεκνοθεσία αλλά και τις αναπαραγωγικές επιλογές των ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγαριών, ένας επαναλαμβανόμενος προβληματισμός που διατρέχει τις απορριπτικές ή διστακτικές τοποθετήσεις προς την ομόφυλη γονεϊκότητα είναι διάφορες υποθέσεις για την επίδρασή της στα παιδιά. Ειδικότερα, για τις ψυχικές επιπτώσεις της στα παιδιά.

Για τα ζητήματα που στην κοινωνία βιώνονται ως δύσκολα, δυσεπίλυτα ή ευαίσθητα, ο διάλογος είναι αναγκαίος. Ο ανοιχτός, ειλικρινής αλλά και ενήμερος διάλογος. Και πάντοτε ο διάλογος που αποδίδει σε όλες τις πλευρές τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που οφείλεται. Πράγμα το οποίο σημαίνει σεβασμό στις πολλές ομόφυλες οικογένειες, που ήδη υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία και οι οποίες, μαζί τα παιδιά τους, αναγκάζονται να ζουν εκτός νομικής αναγνώρισης, στη «ντουλάπα» μιας θεσμικής άρνησης, την οποία οι ίδιες έχουν αποτινάξει ως εσωτερική υπαρξιακή συνθήκη. Ή παλεύουν για να αποτινάξουν.   

Επιστρέφοντας στον προβληματισμό για την ψυχική υγεία των παιδιών των ομόφυλων και ΛΟΑΤΚΙ+ οικογενειών, αλλά και στην ανάγκη του διαλόγου, πιστεύω ότι χρειάζεται να μοιραζόμαστε απαντήσεις, οι οποίες δεν εξαντλούνται στο επίπεδο της καταγγελίας, αλλά κοιτούν τι δείχνει η επιστημονική και κοινωνική μας γνώση. Ποια είναι τα δεδομένα που τόσο συχνά, αν και βιαστικά, επικαλούμαστε.

Τι δείχνουν τα ερευνητικά δεδομένα 

Η συντριπτική πλειονότητα των σχετικών ψυχολογικών ερευνών δείχνει καθαρά ότι η ομόφυλη γονεϊκότητα δεν παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με την ετερόφυλη ως προς την ψυχική, συναισθηματική και αναπτυξιακή πορεία των παιδιών, ως προς τη διαμόρφωση των έμφυλων προτιμήσεών τους, ως προς τη σχολική επίδοση και την κοινωνική τους προσαρμογή.

Ένας από τους πιο έγκριτους και αναγνωρισμένους συλλόγους ψυχολόγων διεθνώς, ο Αμερικανικός Σύλλογος Ψυχολόγων (APA), υπογραμμίζει ότι η εκτεταμένη πλέον έρευνα πάνω στην ομόφυλη γονεϊκότητα δεν προσφέρει καμία εμπειρική αιτιολόγηση σε ανησυχίες που σχετίζονται με την ψυχική υγεία και αναπτυξιακή πορεία των παιδιών.

Σύμφωνα με τον APA, το μεγάλο σώμα των σχετικών επιστημονικών ερευνών, που έχουν διεξαχθεί από τη δεκαετία του 1970 και μετά, αναδεικνύει ότι οι ομόφυλοι γονείς δεν διαφέρουν στη γονεϊκή τους αποτελεσματικότητα και μέριμνα, και ομοίως ότι τα παιδιά τους αναπτύσσονται με τυπικούς ως προς την ηλικία τρόπους, σε μια σειρά τομέων: τη συναισθηματική ευημερία, τη συμπεριφορική προσαρμογή, τις σχέσεις με τους συνομηλίκους και τη σχολική πορεία.

Στη χαρτογράφηση σχετικών ερευνών που παρουσίασε το 2015 το Πανεπιστήμιο Cornell, 75 έρευνες καταγράφουν έλλειψη αρνητικών διαφορών ανάμεσα στα παιδιά ομόφυλων και ετερόφυλων οικογενειών και μόνο τέσσερις υποστηρίζουν ότι υφίστανται δυσμενείς για τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών διαφορές. Εξ αυτών η μία αμφισβητήθηκε έντονα ως προς την επιστημονική της εγκυρότητα.

Ως προς το επίμαχο ζήτημα της διαμόρφωσης ταυτότητας φύλου, η βιβλιογραφική επισκόπηση του 2020 του ΑPA, καθώς και άλλες έρευνες, δείχνουν ότι τα παιδιά ομόφυλων οικογενειών εμφανίζουν τυπικές σε σχέση με την ανάπτυξη του φύλου τους συμπεριφορές, καθώς και πιο ευέλικτες και λιγότερο στερεοτυπικές αντιλήψεις ως προς τους έμφυλους ρόλους, ειδικά στο παιχνίδι.

Η ποιότητα των οικογενειακών δεσμών μακράν σημαντικότερη του φύλου των γονιών  

Μια από τις πρωτοπόρες ψυχολόγους στη μελέτη της ομόφυλης γονεϊκότητας, η Charlotte Patterson, απαντά, σε έρευνά της το 2006, στο ερώτημα αν ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου. «Αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών δεν παρέχουν καμία απόδειξη ότι έχει», σημειώνει.

Όπως τονίζει η ίδια, τα ευρήματα δείχνουν ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων είναι λιγότερο σημαντικός από την ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων. Πιο σημαντικό στοιχείο για τα παιδιά και τους νέους από το φύλο και τη σεξουαλικότητα των γονιών τους είναι η ποιότητα της καθημερινής αλληλεπίδρασης και η δύναμη των σχέσεων μαζί τους.

Με άλλα λόγια, αυτό που όλοι και όλες γνωρίζουν από την ίδια την εμπειρία τους είτε ως παιδιά είτε ως γονείς είτε ως επιστήμονες είτε ως κοινωνικοί μετέχοντες και μετέχουσες. Η ποιότητα του γονεϊκού ρόλου εξαρτάται από ένα πολύ πιο πολυπαραγοντικό σύνολο ιδιοτήτων και διαδρομών από ό,τι το φύλο του γονιού. Ή αλλιώς, όπως το έχει θέσει o αναπτυξιακός παιδοψυχίατρος Daniel Stern η «γέννηση ενός γονιού» είναι περισσότερο μια σταδιακή διαδικασία, ένα γίγνεσθαι, παρά μια προκαθορισμένη ταυτότητα που κάποιος/α κατέχει εξαρχής. Σε αυτή τη διαδρομή, οι διαφορετικές μορφές επικοινωνίας, η ενσυναίσθηση, η ύπαρξη ενός σταθερού, υποστηρικτικού και αποδεκτικού πλαισίου, είναι μακράν κρισιμότεροι παράγοντες για τα παιδιά όλων των μορφών οικογένειας. 

Ανοικτές προκλήσεις 

Όλα τα παραπάνω δεν σηματοδοτούν ότι έχουμε λήξει κάθε συζήτηση γύρω από τα ζητήματα της ομόφυλης γονεϊκότητας, όπως άλλωστε, ούτε η έρευνα πάνω στην ετερόφυλη γονεϊκότητα έχει εξαντλήσει όλο το εύρος της. Οι ομόφυλες οικογένειες, όπως κάθε κοινωνική μονάδα, δεν είναι μια ενιαία κατηγορία. Παράλληλα, υφίστανται προκλήσεις κοινωνικών αποκλεισμών και συστημικών βαρών, που καθιστούν αναγκαία τη διαθεματική κατανόηση των διαφορετικών ζητημάτων που αντιμετωπίζουν, όπως οι οικονομικές δυνατότητες, οι πολιτισμικές και φυλετικές αναφορές, το θεσμικό πλαίσιο δικαιωμάτων και ένταξης που απολαμβάνουν ή δεν απολαμβάνουν σε μια χώρα, το ευρύτερο περιβάλλον οικογενειακών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.

Ειδικότερα, ως προς την έρευνα, σημαντικά βήματα απομένουν στο επίπεδο της επαρκέστερης αντιπροσώπευσης των ομόφυλων οικογενειών σε μελέτες μεγάλης κλίμακας, καθώς και σε αυτό της βελτίωσης υπαρκτών μεθοδολογικών προκλήσεων που εντοπίζονται στη μελέτη της ομόφυλης γονεϊκότητας.

Ένα από τα σημαντικά ζητήματα, ωστόσο, απέναντι στο οποίο οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς όταν μιλάμε για την ψυχική υγεία των παιδιών είναι ότι το επίπεδο αποδοχής και η ποιότητα ένταξης σε μια κοινωνία είναι κομβικές παράμετροι για την ψυχική ευημερία κάθε μέλους της. Επομένως, κρίσιμο ρόλο για την ψυχική πορεία των παιδιών κάθε οικογένειας φέρουν τα εμπόδια, οι μορφές αποκλεισμού και η έλλειψη ορατότητας που τους επιφυλάσσεται μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Στην ελληνική κοινωνία, πολλοί θεσμοί, ακόμα και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εργαλεία συμπερίληψης των παιδιών ομόφυλων οικογενειών, ενώ λίγες είναι οι πρωτοβουλίες συναδελφισσών και συναδέλφων ψυχολόγων που εξειδικεύονται στην υποστήριξη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Κλείνοντας, καθώς η ελληνική κοινή γνώμη συζητά επιτέλους αυτό το σημαντικό ζήτημα είναι αναγκαίο να έχουμε στον νου μας ότι τα παιδιά ομόφυλων οικογενειών δεν αποτελούν αυτήν την τόσο «εξωτική» και «πρωτοφανή» κοινωνική κατηγορία που συχνά περιγράφεται στην εγχώρια αντίληψή μας. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, που αποτελεί μια από τις λίγες χώρες όπου υπάρχουν συστηματικές καταγραφές αυτής της πραγματικότητας, έξι εκατομμύρια παιδιά και νέοι έχουν γονέα που αυτοπροσδιορίζεται ως ΛΟΑΤΚΙ+ και το 19% των μη ετεροκανονικών ανθρώπων έχουν παιδιά, σύμφωνα με δεδομένα του 2015.

Το ερώτημα, επομένως, που τίθεται είναι με ποιους τρόπους θα ανοίξουμε χώρο για έναν κόσμο που μεγαλώνει και χωράει αυτές τις πολλές πραγματικότητες, ικανό να μας ενώνει με δεσμούς που, όπως λέει η θεωρητικός Judith Butler, μπορεί να διέπονται λιγότερο από την αίσθηση της βιολογικής νομοτέλειας και περισσότερο από την αλληλεγγύη της ανθρώπινης κοινότητας.

γάμοςψυχική υγείαπαιδιάομόφυλα ζευγάριαΛΟΑΤΚΙειδήσεις τώρα