Τεχνολογία|31.07.2022 20:00

Η Ελλάδα είναι πίσω στις τεχνολογικές εξελίξεις παρά τα «άλματα» - Ένας στους πέντε δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το ίντερνετ

Μαρία Λιλιοπούλου

Σταθερά στην τρίτη θέση από το τέλος στην Ευρώπη των «27» παραμένει η Ελλάδα στο κεφάλαιο της ψηφιοποίησης παρά τα άλματα των τελευταίων ετών. Όπως καταδεικνύει και ο φετινός δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), η χώρα μας βρίσκεται στην 25η θέση μεταξύ των 27 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπροστά μόνο από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία εμφανίζοντας, ωστόσο, έναν σημαντικά ταχύτερο ρυθμό προόδου συγκριτικά με τα πιο προηγμένα ψηφιακά κράτη.

Φινλανδία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία οδηγούν την κούρσα της ψηφιοποίησης, ενώ η τάση σύγκλισης των υπόλοιπων χωρών με τον ευρωπαικό μέσο όρο αποτελεί ένα θετικό στοιχείο που ενέχει όμως και ένα σοβαρό κίνδυνο, να αφήσει κάποιους πίσω.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου η ψηφιοποίηση να αφήσει πολλούς στο περιθώριο και να δημιουργήσει κοινωνίες δύο ταχυτήτων επισημαίνοντας ότι όσο τα ψηφιακά εργαλεία μετατρεπονται σε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής και της συμμετοχής στην κοινωνία, «οι άνθρωποι χωρίς τις απαραίτητες ψηφιακές δεξιότητες κινδυνεύουν να μείνουν πίσω».

Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο το 54% των Ευρωπαίων πολιτών ηλικίας 16 – 74 ετών έχουν τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες, την ώρα που ο στόχος είναι το ποσοστό αυτό να αυξηθεί στο 80% έως το 2030.

Επιπλέον ενώ το 2021 οι συστηματικοί χρήστες του ίντερνετ στην Ευρώπη αντιπροσώπευαν το 87% κατά μέσο όρο, εξακολουθούσε να υπάρχει ένα ποσοστό 8% που δεν το είχε χρησιοποιήσει ποτέ. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά αυξημένο καθώς ο 1 στους 5 πολίτες δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιρλανδία, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι σχεδόν μηδενικά.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία της έκθεσης της Διεθνούς Τηλεπικοινωνιακής Ενωσης (ITU), υπολογίζεται ότι το 37% του πληθυσμού, δηλαδή 2,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το Ιντερνετ και για το λόγο αυτό επισημαίνεται ότι η δυνατότητα συνδεσιμότητας εξακολουθεί να παραμένει βαθιά άνιση. Αλλά ακόμα και για τον πληθυσμό των 4,9 δισεκατομμυρίων που το χρησιμοποιούν και καταγράφονται ως χρήστες του διαδικτύου, η κατάσταση δεν είναι ισότιμη καθώς υπολογίζεται ότι κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια συνδέονται σπάνια, χρησιμοποιούν δανεικές συσκευές γι΄αυτό ή πλοηγούνται με ταχύτητες σύνδεσης που περιορίζουν τα οφέλη της σύνδεσης.

Οι ψηφιακές ανισότητες έχουν κοινωνικοοικονομικό πρόσημο

Ηλικιακό, οικονομικό και ταξικό πρόσημο φαίνεται ότι έχουν οι ψηφιακές ανισότητες και στην Ελλάδα. Ο κίνδυνος αποκλεισμού για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας είναι μάλιστα υπαρκτός ακόμα και μεταξύ των φοιτητών, δηλαδή σε ένα κοινό, το οποίο τόσο λόγω ηλικίας όσο και λόγω μόρφωσης είναι πιο κοντά στις νέες τεχνολογίες.

Αυτό κατέδειξε και σχετική έρευνα που διενήργησε το Πανεπιστήμιο της Κρήτης το 2021 μέσω του Εργαστηρίου Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας με στόχο να αξιολογηθεί η εμπειρία της τηλεκπαίδευσης την περίοδο της πανδημίας.

Το δείγμα της έρευνας ήταν ιδιαιτέρως διευρυμένο καθώς συμμετείχαν περίπου 2.700 φοιτητές και φοιτήτριες όλων των Σχολών. Οπως εξηγεί στο «ethnos.gr» καθηγητής Κοινωνιολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου, Γιάννης Ζαϊμάκης υπό την επίβλεψη του οποίου διενεργήθηκε η έρευνα, προέκυψαν ανισότητες με βάση την κοινωνική προέλευση, τους λιγότερο προνομιούχους, όσους προέρχονταν από οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο γονέων ή χαμηλό ταξικό κεφάλαιο π.χ. εργατικά επαγγέλματα.

Αρκετοί είχαν προβλήματα με τον εξοπλισμό, κάποιοι αναγκάστηκαν να συμμετέχουν στα μαθήματα με δανεικούς υπολογιστές ή από τα κινητά τους τηλέφωνα από τα οποία όμως λίγα μπορεί να κάνει κανείς σε ό,τι αφορά την τηλεκπαίδευση και άλλοι συνδέονταν από κοινόχρηστους χώρους.

«Είδαμε ότι περίπου 2 στους 10 φοιτητές έμπαιναν στην τηλεδιάσκεψη από μειονεκτική θέση. Είδαμε φοιτητές με περιορισμένες ψηφιακές δεξιότητες, οι οποίοι αντιμετώπισαν δυσκολία να εξοικειωθούν με τις νέες τεχνολογίες. Καταγράψαμε προβλήματα συνδεσιμότητας σε παιδιά από νησιά ή απομακρυσμένες και ορεινές περιοχές. Και σε όλες τις αρνητικές κατηγορίες εντοπίσαμε και τον σημαντικό παράγοντα του φύλου. Αν και οι διαφορές δεν ήταν μεγάλες, τα κορίτσια εμφανίζονταν σε σχετικά μειονεκτική θέση συγκριτικά με τα αγόρια. Επιπλέον, φάνηκαν και άλλες διαφορές, όπως για παράδειγμα οι αποκλίσεις στις ψηφιακές δεξιότητες μεταξύ των φοιτητών της Ιατρικής και των φοιτητών σε σχολές χαμηλής ζήτησης ή η ανυπαρξία ενός προσωπικού χώρου για την παρακολούθηση των μαθημάτων», εξηγεί ο κ. Ζαϊμάκης.

«Ολα αυτά καταδεικνύουν ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχε ξεπεράσει το ψηφιακό χάσμα ούτε καν στις νεότερες ηλικίες κι αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να μας απασχολήσει, να μας προβληματίσει και ως προς το σύγχρονο σύστημα εκπαίδευσης που οφείλει να εξασφαλίζει ίσες δυνατότητες για όλους». Ο ίδιος θεωρεί απαραίτητη την απόκτηση μιας ψηφιακής κουλτούρας συμβατής με την κριτική εκπαίδευση. Και σε αυτό κρίσιμο ρόλο παίζει η σχολική εκπαίδευση. «Το σχολείο πρέπει να προετοιμαζει όλους όχι μόνο να έχουν πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες αλλά και να αποκτούν δεξιότητες χρήσης. Οι ψηφιακές δεξιότητες είναι παράθυρο για την ουσιαστική ανάπτυξη του τόπου και πρέπει οπωσδήποτε να προχωρήσουμε σ΄αυτό το επίπεδο», τονίζει.

Και αν υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 20% έως 25% των φοιτητών αντιμετωπίζουν προβλήματα ανισοτήτων στον ψηφιακό κόσμο, γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο διευρυμένα μπορεί να είναι τα ποσοστά στην ευρύτερη κοινωνία.

Οι μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες – σύμφωνα με τον καθηγητή – αντιμετωπίζουν σαφέστατα περισσότερα προβλήματα και κινδύνους ψηφιακού αποκλεισμού. «Βλέπουμε ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι συχνά αναγκάζονται να απευθύνονται σε λογιστές ακόμα και για ένα ψηφιακό πιστοποιητικό. Δυσκολεύονται να προσαρμοστούν και να χρησιμοποιήσουν τις νέες τεχνολογίες και ενοχλούνται σε ένα βαθμό. Σε μια προηγμένη κοινωνία θα έπρεπε να υπάρχει ένας εθνικός σχεδιασμός για τη διενέργεια δωρεάν σεμιναρίων στοιχειωδών ψηφιακών δεξιοτήτων ώστε να καταπολεμηθεί ο ψηφιακός αναλφαβητισμός κάποιων κοινωνικών ομάδων. Αποτελεί προυπόθεση να εξοικειωθούν και να αγαπήσουν τα δίκτυα οι χρήστες. Αν τους επιβληθεί ετσιθελικά, θα δημιουργηθεί πρόβλημα, θα αντιδράσουν».

Κι αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο καθώς με τους ταχύτατους ρυθμούς που τρέχει η τεχνολογία όσοι μένουν απ΄έξω δεν αποκλείονται μόνο από κάποιες ψηφιοποιημένες υπηρεσίες, αλλά και από πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής, από την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, τη συμμετοχή σε προγράμματα και δραστηριότητες, συμπληρώνει ο κ. Ζαιμάκης.

«Εγιναν θετικές αλλαγές που όμως παράλληλα προκαλούν σε ορισμένους και το λεγόμενο τεχνοστρές. Ενας κόσμος που αισθάνεται ότι είναι απομακρυσμένος από τις νεες μορφές επικοινωνίας, που δεν είναι καθόλου εξοικειωμένος. Δεν μπορούμε να αναζητούμε ευθύνες από ανθρώπους που είναι 60 και 70 ετών. Θα πρέπει η Πολιτεία να σχεδιάσει προγράμματα ώστε να τους συμπεριλάβει. Η τεχνολογία τρέχει ταχύτατα. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να τρέξουν με την ίδια ταχύτητα», καταλήγει.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Βάσει των στοιχείων του δείκτη DESI, στον τομέα των ψηφιακών δεξιοτήτων, μόνο το 54% του πληθυσμού της Ε.Ε. διαθέτει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες, ενώ το 87% χρησιμοποιεί το διαδίκτυο τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.

Σε επίπεδο συνδεσιμότητας η ΕΕ έχει πλήρη κάλυψη βασικών ευρυζωνικών υποδομών. Ποσοστό 70% των νοικοκυριών επωφελείται από σταθερά δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN), που έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν ταχύτητες gigabit και ποσοστό 50% καλύπτεται πλέον από δίκτυα οπτικών ινών (FTTP).

Παρά την σχετική πρόοδο που σημειώθηκε το 2021, συνολικά, εξακολουθεί, εντούτοις, να υφίσταται σημαντικό χάσμα μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών σε πολλά κράτη μέλη. Ενώ η Μάλτα, το Λουξεμβούργο, η Δανία, η Ισπανία, η Λετονία, οι Κάτω Χώρες και η Πορτογαλία είναι τα πιο προηγμένα κράτη μέλη όσον αφορά τη συνολική κάλυψη VHCN (όλα παρουσιάζουν κάλυψη των κατοικιών σε ποσοστό άνω του 90%), αντιθέτως, στην Ελλάδα μόνο 1 στα 5 νοικοκυριά έχει πρόσβαση σε VHCN. Παρόλα αυτά η πρόοδος της χώρας σε σχέση με το παρελθόν κρίνεται σημαντική όσον αφορά την κάλυψη των δικτύων VHCN και 5G. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, απαιτείται περισσότερη πρόοδος, ιδίως όσον αφορά τη διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100 Mbps, η οποία παραμένει πολύ χαμηλή (9%) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ (41%) και την περαιτέρω βελτίωση της κάλυψης 5G (66%), ώστε να εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε υψίρρυθμη συνδεσιμότητα σε ολόκληρη τη χώρα.

Στον τομέα των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, η Εσθονία, η Δανία, η Φινλανδία και η Μάλτα έχουν την υψηλότερη βαθμολογία στον DESI. Στην Ελλάδα ο αριθμός των ενεργών χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (69%) αυξήθηκε από πέρυσι (67%) και είναι κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ (65%). Η χώρα σημείωσε επίσης πρόοδο όσον αφορά τον πληθυσμό που διαθέτει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες — με ποσοστό 52%, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (54%).

Όσον αφορά την ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι επιδόσεις της Ελλάδας υπολείπονται του μέσου όρου της ΕΕ. Μόνο το 39% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Ωστόσο, το 20% των ΜΜΕ στην Ελλάδα πωλούν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους μέσω διαδικτύου, ποσοστό που υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ (18%).

Επιπρόσθετα σε ευρωπαικό επίπεδο, αν και περίπου 500.000 επιστήμονες πληροφορικής εισήλθαν στην αγορά εργασίας μεταξύ 2020 – 2021, το εργατικό δυναμικό αυτών των δεξιοτήτων στην Ε.Ε. που αριθμεί 9 εκατομμύρια άτομα υπολείπεται σημαντικά του στόχου των 20 εκατομμυρίων εξειδικευμένων επιστημόνων έως το 2030 και δε θεωρειται επαρκές για να καλύψει τα κενά που ήδη αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.

Οι τιμές

Σε επίπεδο τιμών, η κατάσταση είναι σχετικώς βελτιωμένη για τους Έλληνες καταναλωτές συγκριτικά με το παρελθόν με τις τιμές, πάντως, να παραμένουν υψηλότερες σε σχέση με πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. Οπως μάλιστα καταδεικνύουν οι σχετικές εξειδικευμένες μελέτες που δημοσίευσε η Επιτροπή πριν λίγες ημέρες, η χώρα μας μαζί με την Αυστρία τείνουν να έχουν πιο ελκυστικές τιμές στα πακέτα χαμηλότερων ταχυτήτων, αλλά εξακολουθούν να συγκαταλέγονται μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες τιμές όσον αφορά στις ταχύτητες άνω των 100 Mbps.

Στη σταθερή ευρυζωνικότητα οι τιμές στην Ελλάδα είναι ελαφρώς αυξημένες συγκριτικά με τον ευρωπαικό μέσο όρο, ενώ διαφορετικό μοντέλο από την υπόλοιπη Ευρώπη εμφανίζουν οι τιμές στην κινητή ευρυζωνικότητα, καθώς όπως επισημαίνεται στη μελέτη: «ενώ οι καταναλωτές που αναζητούν δεδομένα κινητής 20 GB και 100 κλήσεις βρίσκουν προσφορές τουλάχιστον διπλάσιου κόστους από τον ευρωπαικό μέσο όρο, όσοι αναζητούν δεδομένα 5 GB χωρίς κλήσεις βρίσκουν τιμές πολύ χαμηλότερες του ευρωπαικού μέσου όρου».

Βάσει των στοιχείων της μελέτης, οι χώρες κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες ως εξής:

  • Οι φτηνές χώρες είναι η Ρουμανία, η Ισπανία, η Πολωνία, η Εσθονία, η Σλοβενία, η Λιθουανία και η Σουηδία.

  • Σχετικά φτηνές είναι η Ολλανδία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Αυστρία, η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Φινλανδία και η Σλοβακία.

  • Σχετικά ακριβές χώρες είναι το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Γαλλία και η Κροατία, ενώ

  • Ακριβές χώρες είναι η Λετονία, η Δανία, η Ουγγαρία, η Μάλτα, η Κύπρος και η Τσεχία.

ΌΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ειδήσεις τώραΕλλάδαΔιαδίκτυοτεχνολογίαίντερνετ