Πολιτισμός|11.08.2021 12:31

Μάνος Χατζιδάκις: Η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας

Newsroom

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη και κατέληξε έπειτα από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 15 Ιουνίου 1994. Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία και βύθισε σε θλίψη όλη τη χώρα. Ο πατέρας του, ο δικηγόρος Γεώργιος Χατζιδάκης, είχε καταγωγή από το χωριό Μύρθιο Αγίου Βασιλείου του Ρεθύμνου, ενώ η μητέρα του, Αλίκη Αρβανιτίδου από την Αλεξανδρούπολη.

Στα τέσσερά του χρόνια, αρχίζει μαθήματα πιάνου, με δασκάλα τη γνωστή μουσικό της Ξάνθης, Αλτουνιάν. Παράλληλα, μαθαίνει βιολί κι ακορντεόν. Το 1932, η μητέρα, ο Μάνος κι η αδελφή του Μιράντα, κατεβαίνουν στην Αθήνα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα. Οι γονείς τους αποφασίζουν ν’ ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους. «Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη "ευρωπαική" έφεραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται όλοι ανώμαλοι», γράφει στο βιογραφικό του σημείωμα.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια και αναγκάζει τον Χατζιδάκι να εργαστεί από αρκετά νεαρή ηλικία. Εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.

Το 1944 και σε ηλικία 19 ετών γράφει για πρώτη φορά μουσική για τη θεατρική παράσταση «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης. Η συνεργασία του με τον Κάρολο Κουν θα διαρκέσει περίπου 15 χρόνια και αποφέρει μουσική για σημαντικό αριθμό έργων του σύγχρονου θεάτρου. Την περίοδο εκείνη γνώρισε αξιόλογους ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, τον Γιώργο Σεφέρη, τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και πολλούς άλλους.

Παράλληλα, ξεκίνησε να ακούει ρεμπέτικη μουσική. Τον Ιανουάριο του 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει διάλεξη στο «Θέατρο Τέχνης» με θέμα την αξία του Ρεμπέτικου και του Λαϊκού τραγουδιού. Η διάλεξη προκαλεί μεγάλη αναστάτωση και ποικίλες αντιδράσεις στον κόσμο. Οι αστυνομικοί της εποχής ειδοποιούν τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της, όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι. Κανείς, ακόμα, δεν είχε φανταστεί το ρόλο που θα έπαιζαν τα τραγούδια αυτά στη διαμόρφωση και εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού.

Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, «Μαρσύας» (1950), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1951), «Το Καταραμένο Φίδι» (1951) και «Ερημιά» (1958). Μέχρι το τέλος εκείνης της δεκαετίας, θα γραφτούν τα τραγούδια: «Χάρτινο το φεγγαράκι» , «Το φεγγάρι είναι κόκκινο», «Μια πόλη μαγική», «Αγάπη που 'γινες δίκοπο μαχαίρι», «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», «Πώς τον λεν τον ποταμό», «Μην τον ρωτάς τον ουρανό», «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», «Κάθε τρελό παιδί», «Κυπαρισσάκι», «Υμηττός», «Έλα πάρε μου τη λύπη» και άλλα πολλά που άφησαν εποχή και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα, με την ίδια συγκίνηση και ρομαντισμό εκείνης της εποχής.

«Είναι στην αίθουσα ο κ. Μάνος Χατζιδάκις;» ρωτάει η ηθοποιός Jayne Meadows κατά τη διάρκεια της απονομής του Όσκαρ «Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού» για «Τα Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν  με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη. Ωστόσο, ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης δεν είχε ταξιδέψει στην Αμερική για να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο, εκφράζοντας την αντίθεσή του με τον θεσμό. Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ταχυδρομικώς το χρυσό αγαλματίδιο, το οποίο όμως χάθηκε καθ’οδόν προς την Ελλάδα. Γι αυτό όταν ο Μάνος δέχτηκε να τον απαθανατίσουν οι δημοσιογράφοι με το βραβείο του, δανείστηκε εκείνο της Κατίνας Παξινού. Η Μελίνα Μερκούρη συνήθιζε να λέει ότι «αυτό το τραγούδι είναι ορφανό από μπαμπά, αλλά έχει μάνα» με τον Μάνο να της απαντάει περιπαικτικά «Χαίρομαι! Και σε συγχαίρω για την υιοθεσία». «Τα παιδιά του Πειραιά» θα συμπεριληφθούν στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα και θα βραβευθούν στο Αμβούργο το 1987.

Με το πέρας της στρατιωτικής δικτατορίας διορίζεται «Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής» της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977, ενώ την περίοδο 1975 - 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και ίσως την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.

Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει επίσης τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».

Η σκέψη του, κεφάλαιο να ανατρέξεις. Όταν τα επιχειρήματα έχουν στερέψει και η επικαιρότητα ρουφά τη λογική. «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, αν συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. Από την ώρα που ο Φρανκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο απ' το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή με έναν σκύλο ή τέλος πάντων, με ένα ζώο δυνατό που βρυχάται», τονίζει. 

Ο Έλληνας μουσικοσυνθέτης ήταν από τους πρώτους που «τόλμησε» εκείνη την εποχή να ομολογήσει πως ήταν ομοφυλόφιλος: «Λένε πως οι καλλιτέχνες είναι είτε κομμουνιστές είτε ομοφυλόφιλοι. Εγώ πάντως δεν είμαι κομμουνιστής…» είχε πει, χωρίς να τον ενδιαφέρει στο ελάχιστο το τι θα ειπωθεί για εκείνον. Έγινε παράδειγμα για το πως είναι να ζει ένας άνθρωπος πραγματικά ελεύθερος.

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν χρειάζεται ούτε βίντεο, ούτε «γενέθλια» για να τον θυμόμαστε. Ο ίδιος, άλλωστε, απεχθανόταν τις επετείους και την αναμνησιολογία. «Τους ανθρώπους που έχουν φύγει, αλλά παραμένουν ζωντανοί, τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη τη ζωή μας».

συνθέτηςΜάνος Χατζιδάκις