Ελλάδα|20.10.2018 13:55

Σοκάρουν οι καταθέσεις για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι

Newsroom

Είναι στιγμές που τα λόγια στερεύουν. Αλλωστε, πώς να περιγράψει κάποιος τον πόνο των ανθρώπων που έζησαν την απόλυτη φρίκη κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στην Ανατολική Αττική; Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία για τη πυρκαγιά στο Μάτι και αποκάλυψε ο Ελεύθερος Τύπος είναι πραγματικά μία γροθιά στο στομάχι. Παράλληλα, οι περιγραφές των ανθρώπων από την περιοχή αποκαλύπτουν την παντελή έλλειψη οργάνωσης και ενημέρωσης.

Γονείς που είδαν τα παιδιά τους να σβήνουν μπροστά στα μάτια τους από την πυρκαγιά, παιδιά που δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τους γονείς τους, ζευγάρια που χώρισαν για πάντα μέσα σε μια πύρινη κόλαση. Κάποιοι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αν είχαν ενημερωθεί εγκαίρως, αλλά όπως προκύπτει, η μόνη ενημέρωση που είχαν τις κρίσιμες ώρες ήταν από την τηλεόραση.

«Δεν θα αντέξω μαμά»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε τον γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ. στη θάλασσα), η φίλη μου μού είπε «…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε «δεν θα αντέξω μαμά», ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου» περιέγραψε. Η μάρτυρας, τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε».

Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό
Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφός του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως ειδοποίησε τη σύζυγό του να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι. «...βρήκα τη σύζυγό μου να είναι εγκαυματίας καθισμένη στην παραλία και τον γιο μου τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα τη γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να τη μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον υιό μου. Μόλις έφτασα στον δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο νοσοκομείο παίδων. Τη γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγος μου νοσηλεύτηκε στη ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και έπειτα απεβίωσε».

«Είδα τη μητέρα μου να καίγεται»
«Στις 6.40-6.45 και κυριολεκτικά 3-5 το πολύ μέτρα πριν φτάσουμε στις σκάλες που μας οδηγούσαν στην ασφάλεια της παραλίας, η μητέρα μου σκόνταψε σε μια ρίζα σε ένα πολύ στενό σημείο. (…) Προσπάθησα να τη σηκώσω και σε βοήθειά μου γύρισε και ο σύζυγός μου, ο οποίος προηγείτο 2-3 μέτρα για να μας δείχνει τη διαδρομή», καταθέτει η Αγγελική Κωνσταντάκη, που είδε τη μητέρα της Μαριάνθη να καίγεται μπροστά στα μάτια της. «Την ώρα που προσπαθούσα να σηκώσω τη μητέρα μου, το σχίνο και το πεύκο λαμπάδιασαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου και η φλόγα χτύπησε τη μητέρα μου, που ήταν κάτω, στην αριστερή της πλευρά. Με τον σύζυγό μου προσπαθήσαμε και σύραμε τη μητέρα μας για 1-2 μέτρα για να την απομακρύνουμε αλλά εκείνη μάλλον είχε χάσει τις αισθήσεις της και δεν ανταποκρινόταν καθόλου. Επειδή η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να καίει και εμένα και τον σύζυγό μου, αυτός με τράβηξε για να απομακρυνθούμε, γιατί υπήρχε πλέον θανάσιμος κίνδυνος και για εμάς (…) Εγώ, από το γεγονός ότι μόλις είχα δει μπροστά στα μάτια μου να καίγεται η μητέρα μου και αγνοώντας πού βρίσκονται τα παιδιά μου ήμουν σε παράκρουση και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με το περιβάλλον».

«Στη θάλασσα έσβησε τη φωτιά από το σώμα της»
«Λίγα μέτρα πριν βγουν στην Ποσειδώνος μποτιλιαρίστηκαν από τα αυτοκίνητα και η φωτιά τους είχε πλέον πλησιάσει τόσο πολύ που είχε αρχίσει πλέον να καίει τα πάντα. Εκεί η αδερφή μου φώναξε «βγείτε έξω γιατί θα καούμε ζωντανοί»», θυμάται η Ελένη Πεταλά, που έχασε και τους δύο γονείς της. «Εκεί, με το που βγήκε η αδελφή μου από το αμάξι σκόνταψε και έπεσε κάτω χάνοντας τα γυαλιά της την ώρα που έπεσε και στην προσπάθεια να τα βρει καίγονταν τα χέρια της. Σηκώθηκε γιατί άρπαξαν φωτιά τα χέρια της και εκεί πριν πέσει μαύρος καπνός που δεν μπορεί κανείς να ακούσει ούτε να δει τίποτα, είδε τη μητέρα μου που είχε αρπάξει φωτιά στο πρόσωπο και στο σώμα της, αρκετά. Δεν μπόρεσε να δει πού είναι ο πατέρας μου και αφού βγήκε καπνός και πύρινες γλώσσες που έζωναν στο σημείο άρπαξε φωτιά η πλάτη της (…) ακολουθώντας έναν κύριο σε ένα μονοπάτι προς την παραλία. Δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος από οποιαδήποτε υπηρεσία έκτακτης ανάγκης να κατευθύνει ή να δώσει εντολές. Ύστερα η αδερφή μου ακολουθώντας τον εν λόγω κύριο έφτασε στη θάλασσα όπου εκεί έσβησε η φωτιά πάνω στο σώμα της.

«Στις 24 Ιουλίου πρωινές ώρες μετά από πολλά τηλεφωνήματα επιτέλους το σήκωσε η Πυροσβεστική για να δηλώσω τρεις ανθρώπους μου ως αγνοούμενους. Εκεί μου έδωσαν άλλο νούμερο σταθερού το οποίο τηλέφωνο δεν το απαντούσε κανείς. Και μετά από περίπου 10 λεπτά με κάλεσε η Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης για να δηλώσω τους αγνοούμενους όπου αυτό έκανα για να το μεταφέρουν στην Αθήνα. Ποτέ δεν με πήρε κανείς πίσω για να με ενημερώσει για οτιδήποτε. Μόνη μου βρήκα που νοσηλεύονταν η αδελφή μου και μετά από διαδικασία DNA διαπίστωσα τον θάνατο των γονιών μου».

Ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση
Η Μαγδαληνή Τσέκου βρισκόταν με τους γονείς της στο σπίτι τους στη Ραφήνα. «Περίπου στις 17.15 ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Στη συνέχεια και όταν είδαμε ότι η φωτιά πλησίαζε προς την περιοχή μας αποφασίσαμε να φύγουμε από το σπίτι…». «…Από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι μέχρι που έφτασα στη διασταύρωση τη Ραφήνας δεν είδα ούτε πυροσβεστικό όχημα ούτε και περιπολικό της Αστυνομίας. Το μόνο που είδα κάποια στιγμή ήταν ένα ελικόπτερο. Μέσω της τηλεόρασης μάθαμε από μία κυρία που δεν είναι πια στη ζωή και ήταν γειτόνισσά μας, ότι ο πατέρας μου βοήθησε τον ανάπηρο σύζυγό της να μπει σε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε μια τετραμελής οικογένεια που ήταν οικογενειακοί τους φίλοι και γείτονές μας και ο πατέρας μου πήρε αυτήν την κυρία στο δικό του αυτοκίνητο». Χάθηκαν και οι εφτά.

Καμία εντολή, καμία οργάνωση
Η Δέσποινα Ζαφειρίου και ο σύζυγός της Στράτος εγκλωβίστηκαν στην οδό Τρίτωνος ανάμεσα σε παρατημένα αμάξια. «Η φωτιά μπήκε στο αμάξι από την πλευρά του Στράτου και τον έκαψε σε διάφορα σημεία… Αμέσως τον τράβηξα και τον έσυρα από την πλευρά μου που δεν είχε φωτιά και μπήκαμε στην πιλοτή μιας πολυκατοικίας στο γκαζόν. Παρόλο που μου έλεγε να φύγω να σωθώ, συνέχισα να τον σέρνω και μπήκαμε ακόμα πιο κάτω στην πιλοτή. Εκεί καλούσα σε βοήθεια για 4 ώρες μέχρι που βρέθηκε κάποιος κύριος αγνώστων στοιχείων ο οποίος μας προσέφερε τις πρώτες βοήθειες».

καταθέσειςΜάτιμαρτυρίεςφωτιάπυρκαγιάπόρισμαδικογραφία