Ιστορία|12.04.2024 07:55

Ελλάδα 1941: ποιοι ήταν προδότες; Ο στρατηγός που συνθηκολόγησε; Ο στρατηγός που παρέμεινε ή ο Βασιλιάς που δραπέτευσε;

Νίκος Τζιανίδης

Τέτοιες μέρες ήταν, πριν από 80 χρόνια. Απρίλιος του 1941. Οι Ναζί προελαύνουν, ένας στρατηγός συνθηκολογεί, ο αρχιστράτηγος Παπάγος μένει να «πολεμήσει» και ο βασιλιάς Γεώργιος Β' εγκαταλείπει τον λαό, που αγωνιά για το μέλλον, στο έλεος των δημίων του. Ποιοι ήταν οι προδότες; Βρείτε το…

Οι ναζιστικές δυνάμεις προέλαυναν, σχεδόν χωρίς να βρουν αντίσταση μετά τη Θεσσαλονίκη, και ο Ελληνικός Στρατός μετά το Έπος στα βουνά της Αλβανίας καλείτο να παραδώσει τα όπλα! Τα οχυρά στο Ρούπελ αμύνθηκαν με σθένος, αλλά η κύρια δύναμη του εχθρού είχε εισβάλλει από τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας! Η Ελλάς παρεδόθη…

Στις 20 Απριλίου, ανήμερα του Πάσχα, η Ελλάδα αντί να γιορτάζει Ανάσταση, σταυρώνεται! Το βαρύ φορτίο της υπογραφής της συνθηκολόγησης το έχει αναλάβει ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου. Γιατί αυτός; «Υπό το κράτος βίας» σύμφωνα με τα ρηθέντα του στρατηγού, υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς.

«Αντικαταστήσατε αμέσως Τσολάκογλου»...

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος αρχηγός των δυνάμεων του στρατού ξηράς της χώρας, είχε καταγγείλει την «πρωτοβουλία» του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας με τηλεγράφημά του στον Διοικητή Στρατιάς Ηπείρου: «Πληροφορούμαι ότι αντιστράτηγος Τσολάκογλου ανέλαβε πρωτοβουλίαν συνθηκολογήσεως. Δεν κατανοήθη παρά πάντων ότι ύψιστα συμφέροντα Πατρίδος απαγορεύουσι τούτο. Επικαλούμαι πατριωτισμόν πάντων. Στρατός δέον αγωνισθή μέχρις εσχάτου ορίου δυνατοτήτων του. Αντικαταστήσατε αμέσως Τσολάκογλου»… Ποιος να αντικαταστήσει τον Τσολάκογλου; Η Κυβέρνηση Τσουδερού και ο ανώτατος  άρχων της χώρας, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ με την πολυπληθή ακολουθία του δεν έχουν σκέψεις για «Τσολάκογλου» και συνθηκολογήσεις, αυτοί προσπαθούν να δραπετεύσουν από την Κρήτη προς την Βόρεια Αφρική.

Γράφει ο σπουδαίος λογοτέχνης- εκπρόσωπος της θρυλικής Γενιάς του ’30 Άγγελος Τερζάκης, που- να σημειωθεί- είχε πολεμήσει στα βουνά της Αλβανίας: «Από την Αλβανία κατέβαινε ο νικητής στρατός. Κουρνέλιαζε από τους δρόμους και τα μονοπάτια προς τα σύνορα προς την Ελλάδα, δίχως ακόμα οι Ιταλοί να έχουν καταλάβει πώς αποσύρθηκε, απαγκιστρώθηκε, ανίκανοι να το πιστέψουν.

«Ένας στρατός από φαντάσματα»...

»Ήταν 14 μεραρχίες, μία ταξιαρχία πεζικού μία μεραρχία ιππικού. Η εξάμηνη εκστρατεία, ο χειμώνας, η πείνα, το θανατικό, τις είχαν εξαντλήσει, τις δεκάτισαν. Ένας στρατός από φαντάσματα κατέβαινε από την Αλβανία. Όμως, κρατούσε ακμαίο ακόμα το ηθικό του, μονάχα που τα χείλη του είχαν μια ζάρα πικρή. {…}. Συνεργασία Ελλήνων και Άγγλων δεν υπήρχε πια ούτε μπορούσε να υπάρξει. Οι δυνάμεις τους είχαν διχαστεί, ακολουθούσαν δρομολόγια αποκλίνοντα. Ενώ τα υπολείμματα της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας στράφηκαν προς τα δυτικά και τραβούσαν από δρόμους βουνίσιους προς την Ήπειρο, οι Βρετανοί κατέβαιναν προς το νότο, με σκοπό να αντισταθούν σε αυτό που το έλεγαν «τοποθεσία Θερμοπύλων» και που είναι στην πραγματικότητα η γραμμή Στυλίδα Ιτέα. Στις 16 Απριλίου, σε μια συνάντηση Παπάγου-Ουίλσων έξω από τη Λαμία, ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού συνιστά στον Άγγλο στρατηγό να εκκενώσει από τα στρατεύματα του την Ελλάδα, για να σταματήσει η καταστροφή της χώρας. {…} Στις 18 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, συγκροτείται στο Τατόι, στ’ ανάκτορα, μεγάλη σύσκεψη. Έλαβαν μέρος ο Γεώργιος ο Β’, ο Άγγλος πρεσβευτής, ο στρατηγός Ουίλσων, ο αρχιστράτηγος Παπάγος, ο στρατηγός της αεροπορίας Ντ’ Αλμπιάκ, ο ναύαρχος Τερλ. Η κατάσταση στο μέτωπο γινόταν πιεστική, η ανώτατη ηγεσία του στρατού και η κυβέρνηση μάταια επέμεναν στην άποψή τους για συνέχιση του πολέμου. Όλα τα μηνύματα από εκεί απάνω έπειθαν πως αυτό είναι αδύνατο».

Αυτοκτονία και διαφυγή...

Κι όλα πια είχαν τελειώσει, όπως γράφει και ο Τερζάκης. Έπειτα από εκείνη τη Σύσκεψη Κορυφής, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής έφυγε στο σπίτι του, κλείστηκε στο Γραφείο του και αυτοκτόνησε με δυο σφαίρες περιστρόφου… Οι Βρετανοί αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Στην Ήπειρο, την πρωτοβουλία για τερματισμό του πολέμου είχε αναλάβει ο… Θεός, ο δεσπότης Ιωαννίνων Σπυρίδων. Οι στρατηγοί ήταν διχασμένοι, οι πολίτες αγωνιούσαν για τα τεκταινόμενα και η όλη κατάσταση θύμιζε επομένη σεισμού σε επαρχιακή πόλη: χαλάσματα, οιμοωγές και έρεβος…
Ήταν πολύ αργά πια για οποιαδήποτε αντίδραση. Η Κυβέρνηση και ο βασιλιάς αποχωρούσαν από την Αθήνα. Οι Γερμανοί θα αναγκάσουν το στρατηγό Τσολάκογλου, ως αιχμάλωτο πολέμου πια, να υπογράψει στα Γιάννενα, άνευ όρων παράδοση του ελληνικού στρατού και αιχμαλωσία του.

«Η χώρα έμεινε χωρίς ηγεσία»

Γράφει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής»: «Η χώρα έμεινε χωρίς ηγεσία, ενώ Βασιλιάς, πολιτικοί και στρατηγοί λογομαχούσαν για το ποιος θα τον διαδεχόταν (σ.τ.σ. εννοεί τον πρωθυπουργό Κορυζή), οι εύπορες οικογένειες με ισχυρές διασυνδέσεις ζύγιζαν κατά πόσο έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Η γερμανική αεροπορία δυναμώνει τις επιθέσεις της σε λιμάνια και πόλεις. Ο κόσμος έφευγε από τις πόλεις και έπιανε τους λόφους. {…} Στις 26 Απριλίου ο Τσολάκογλου διακήρυξε την προθυμία του να υπηρετήσει τον «Φύρερ του γερμανικού λαού». Μια κυβέρνηση με αυτόν επικεφαλής, διαβεβαίωνε τους Γερμανούς, θα υποστηριζόταν από όλα τα ανώτερα κλιμάκια του ελληνικού στρατού. Η επίσημη κυβέρνηση και ο βασιλιάς ήταν μόλις μια ώρα μπροστά, στο δρόμο για την Κρήτη, και στην Αθήνα οι επιφανέστεροι πολιτικοί δεν βιάζονταν να εκδηλωθούν. Προπολεμικά, η καριέρα του Τσολάκογλου είχε σταθεί αξιοπρεπής αλλά χωρίς εξάρσεις. Τίποτα στην ιστορία του δεν τον είχε προετοιμάσει για τις ευθύνες που αναλάμβανε τώρα».

«Ο Γεώργιος που είναι; Τι κάνει;»

Ο στρατηγός Δημήτρης Λημνιάτης γράφει στο βιβλίο του «Κληρονομική Μοναρχία»: «Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε το στρατηγείο του στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία· και να σκεφτεί κάποιος ότι εκτός από Βασιλιάς ήταν και Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων! Ο Γεώργιος που είναι; Τι κάνει; στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1941 φθάνει στο Λονδίνο. Ένα μήνα αργότερα, με υπόδειξη των Άγγλων, κήρυξε το τέλος της δικτατορίας. Θεαματικός ελιγμός, γιατί στην Ελλάδα υπήρχε τότε «κατοχικό καθεστώς», ο δε Μεταξάς είχε πεθάνει από τον Ιανουάριο του 1941. Το καλοκαίρι του 1942 ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ελληνική κυβέρνηση από τον Μάρτιο του 1943 μετακινείται από το Λονδίνο στο Κάιρο χωρίς να την ακολουθήσει. Το μόνο που τον απασχολεί είναι το θέμα της επιστροφής του στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση».

Ο Άντονι Μπίβορ γράφει στο βιβλίο του: «Κρήτη- Η Μάχη και η Αντίσταση»: «Πριν από την αναχώρηση του, ο Βασιλιάς είχε ζητήσει από τον στρατηγό Ουίλσον να μεριμνήσει για τον πρίγκιπα Πέτρο, τον υπουργό Ναυτικών ναύαρχο Σακελλαρίου και τον Μανιαδάκη τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως». Για όλους φρόντισε ο Γεώργιος, ο λαός ας φρόντιζε για τα δικά του…
Ο Παπάγος, όμως, είχε μείνει στην Αθήνα, δημιούργησε αντιστασιακή οργάνωση, τη Στρατιωτική Ιεραρχία, συνελήφθη για τη δράση του και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο βασιλιάς Γεώργιος απολάμβανε ταξίδια ενώ ο λαός «του» χειμαζόταν!

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είναι λακωνικός: «Μια μέρα μετά την υπογραφή της συνθηκολόγησης και τρεις μετά την αυτοκτονία του Κορυζή, ο Εμμανουήλ Τσουδερός σχηματίζει κυβέρνηση που την επομένη, την 22α Απριλίου, φεύγει για την Κρήτη παρέα με τον βασιλιά. Η Κρήτη θα καταληφθεί από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές και η ελληνική κυβέρνηση, που λίγες μέρες πριν με διάγγελμά της είχε δηλώσει πως θα συνεχίσει από την Κρήτη τον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας, καβαλάει τα ψηλά κρητικά βουνά για να φθάσει στο Λιβυκό πέλαγος. Μαζί της σε τούτη την πορεία και ο βασιλιάς, που για πρώτη φορά στη ζωή του αντιλαμβάνεται τι σημαίνει να είσαι στρατιώτης του πεζικού».

Διαβάζουμε από το δημοσίευμα του Κωστή Μαυρικάκη «Το άγνωστο χρονικό μιας βασιλικής φυγάδευσης από την Κρήτη του 1941» στο cretalive.gr: «Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο πρωθυπουργός Τσουδερός, φοβούμενοι για τη ζωή τους, επέμεναν ότι ήταν καλύτερο να φυγαδευτούν πριν από τη γερμανική επίθεση στην Κρήτη».

Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και τα μέλη της Κυβέρνησης φυγαδεύτηκαν δια μέσου των Λευκών Ορέων στην Αγία Ρουμέλη απ’ όπου απέπλευσαν για την Αίγυπτο.
«Η ανάβαση ήταν απότομη και τα χανιώτικα βουνά γυμνά κάτω από τον καυτό μαγιάτικο ήλιο. Τα γερμανικά αεροπλάνα πέταγαν χαμηλά από πάνω τους, αλλά οι φυγάδες παρά το μέγεθός της ομάδας τους (και το ευδιάκριτο χιτώνιο που φορούσε ο βασιλιάς το οποίο ο υπολοχαγός Ryan τον έπεισε τελικά να βγάλει), δεν χτυπήθηκαν».

«Ο Βασιλιάς γέλασε και είπε ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά»...

Κι ενώ έπεφταν σαν ακρίδες οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, (και) η βασιλική κουστωδία διέσχιζε τα Λευκά Όρη.
«Από τα ύψη των βουνών κοντά στο Θέρισο έβλεπαν τα πολύχρωμα αλεξίπτωτα, που κατά εκατοντάδες έπεφταν στο βορρά. Μπορούσαν να διακρίνουν τους καπνούς στο αεροδρόμιο του Μάλεμε καθώς και τα αεροπλάνα που προσαπογειώνονταν. Οι σκηνές αυτές διαδραματίζονταν με ανάμεικτα συναισθήματα στους στρατιώτες της διμοιρίας των Νεοζηλανδών. Κάποιος από αυτούς παρατήρησε στον βασιλιά ότι γίνονται λεηλασίες από τους Γερμανούς που θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την παρουσία του. Ο βασιλιάς γέλασε και είπε ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει με τα κιάλια των στρατιωτών της συνοδείας του, σημειώνοντας ότι οι Γερμανοί ενισχύουν πολύ γρήγορα τις θέσεις τους».

Και κάποτε, η ομάδα των φυγάδων έφτασε στο Φαράγγι της Σαμαριάς.

«Είναι απίστευτη η αντοχή των Νεοζηλανδών στρατιωτών που επέδειξαν σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανάβασης και κατά τη διάρκεια της ακόμη χειρότερης νύχτας που ακολούθησε. το χιόνι, που είχε μετατραπεί σε παγετό, έκανε την πορεία τους ακόμη πιο δύσκολη. Τα πόδια τους ήταν πρησμένα και σχεδόν αδύνατο να περπατήσουν από τα κρυοπαγήματα και τις φουσκάλες. Το νερό λιγοστό καθώς ήταν, οι άντρες έπρεπε να πιπιλίζουν το χιόνι για να ξεδιψούν. Τη νύχτα της 21ης προς 22ης Μαΐου την πέρασαν στην απρόσμενη ζεστασιά ενός μιτάτου στον Ομαλό μέσα σ’ ένα ολόλευκο τοπίο. Ο βοσκός και η γυναίκα του έσφαξαν ένα πρόβατο και τους πρόσφεραν φρέσκο γάλα και μυζήθρα. Η νοστιμιά του αντικριστού κρέατος στις φλόγες έμεινε αξέχαστη στους πεινασμένους Νεοζηλανδούς και τη βασιλική οικογένεια. Αυτή η νύχτα θα έμενε αξέχαστη σε όλους όπως θα έγραφε χρόνια μετά ο Τσουδερός στις σημειώσεις του. Η κατάβαση του φαραγγιού της Σαμαριάς, μια δύσκολη, βαθιά και επικίνδυνη χαράδρα, τους πήρε αρκετές ώρες δύσκολης πορείας για να τους βγάλει στην Αγία Ρουμέλη. Εν πλω προς την Αλεξάνδρεια, Βασιλιάς και Πρωθυπουργός συνέταξαν ένα συγκλονιστικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό με το οποίο εξηγούσαν τους λόγους της αναχώρησής τους από την Κρήτη και το οποίο δημοσιεύτηκε την 26η Μαΐου πρωτοσέλιδο και με τον πηχυαίο τίτλο «Αι δραματικαί λεπτομέριαι της αναχωρήσεως του Βασιλέως εκ Κρήτης» στην ιστορική ομογενειακή εφημερίδα της Αλεξάνδρειας «Ο Ταχυδρόμος».

Κάποιος ήθελε να σκοτώσει τον Βασιλιά!

Να σημειωθεί εδώ ένα άγνωστο περιστατικό: Κρητικός, που δεν είχε δει με καλό μάτι την φυγή του βασιλιά Γεωργίου από την Ελλάδα, οργάνωσε τη δολοφονία του και ήταν ο ίδιος έτοιμος να εισβάλλει στο σπίτι όπου διανυκτέρευσε ο Βασιλιάς, στον οικισμό Σαμαριά καταμεσής του Φαραγγιού, αν δεν τον συγκρατούσαν συγγενείς του…

Ο Βασιλιάς έφυγε, ο πρωθυπουργός έφυγε κι έμειναν πίσω οι δωσίλογοι για να γεννήσουν τους Ταγματασφαλίτες. Έτσι γράφτηκε η Ιστορία. Κι αν ο βασιλιάς είχε παραμείνει στον τόπο του, πλάι στον χειμαζόμενο λαό του, μήπως οι Ναζί θα συμπεριφέρονταν ανθρώπινα; Με τα «αν», όμως, δεν γράφεται η Ιστορία· τα γεγονότα την συνθέτουν. Τα γεγονότα!

Ο βασιλιάς της Νορβηγίας Χάακον Ζ αυτοεξορίστηκε στην Βρετανία όταν μπήκαν οι Ναζί στη χώρα του, η βασίλισσα της Ολλανδίας Βιλελμίνη διέφυγε στην Αγγλία το 1940, ο Λεοπόλδος ο Γ’ του Βελγίου μάθαινε τα νέα για τις εκτελέσεις των συμπατριωτών του από το εξωτερικό, ο βασιλιάς της Ρουμανίας Κάρολος Β’ ήταν πιο Ναζί κι από τους Ναζί και ο Μιχαήλ που τον διαδέχτηκε το 1940 έλεγε «Χίτλερ» και δάκρυζε… Και ο Γεώργιος Β’ διέφυγε πάνω σε γαϊδουράκι από τα κρητικά βουνά… Ταπεινή άποψη ενός μη ιστορικού, του υπογράφοντος: αν δεν σταθεί πλάι στον λαό ο ηγέτης του στα δύσκολα προς τι η ύπαρξή του;

Κι έτσι ως επίλογο: «… ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην είχε ψυχή) καθόλου- έτσι είπαν- δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του, και τα ποδήματά του πέταξε τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε». Ένας Καβάφης κλείνει τα πάντα…

βασιλιάςειδήσεις τώραΒ' Παγκόσμιος Πόλεμοςελληνική κυβέρνησηΚρήτηΑγγλία