Απόψεις|22.12.2018 18:45

Μελοµακάρονα, γαλοπούλα, κουραµπιές...

Σπύρος Σεραφείμ

Είναι οι λέξεις που (θα) γεµίζουν τις τελευταίες ηµέρες τα τραπέζια µας, εκείνες που παραµένουν ίδιες σε νόηµα, αλλά µε διαφορετικές συνταγές. Οι γαλοπούλες -πες τες και ινδόρνιθες, κούρκους, διάνους, γάλους είναι πουλιά του γένους Μελεαγρίς. Η άγρια γαλοπούλα είναι αυτόχθονο της Βόρειας Αµερικής – το βαρύτερο µέλος των ορνιθόµορφων, µε... φυσιολογικό βάρος µέχρι 11 κιλά! Από αυτό προέρχεται η οικόσιτη γαλοπούλα, της οποίας η εξηµέρωση έγινε πριν από περίπου 2.000 χρόνια, στο κεντρικό Μεξικό.

Αλλά ξεχάσαµε τις συστάσεις: «γαλοπούλα», το υποκοριστικό τού «γάλος», από το λατινικό «gallus» που σηµαίνει «πετεινός». «Gallus», όπως -λογικά- «Gallia», άρα «γκάλους» το πτηνό της Γαλατίας. Το «διάνος» προήλθε από το «Ινδιάνος» – οι ωραίοι τύποι που συνάντησαν οι Ευρωπαίοι που έφτασαν εκεί, θεωρώντας πως πάτησαν Ινδίες. Αλλά σηµασία έχει πάντα το ταξίδι – ενίοτε και η γέµιση. Τα µελοµακάρονα αποτελούν γαστρονοµικό φετίχ πολλών, στα social media εδώ και καιρό ετοιµάζονται να ποστάρουν καρέ µε µελωµένα ψίχουλα καρυδιών που έχουν αποµείνει σε άδειο πιάτο.

Το µέλι έχει άλλοθι, εξηγεί εύκολα την ύπαρξή του. Ο άγνωστος «χ» είναι το... «µακαρόνι», το οποίο κατάγεται από τη µεσαιωνική ελληνική λέξη «µακαρωνία»: το νεκρώσιµο δείπνο, µε βάση τα ζυµαρικά, για να µακαρίσουν τον νεκρό – η λύπη χρήζει υδατάνθρακα, όλοι το ξέρουν αυτό. «Μακαρωνία» όπως «µακαρία», η οποία ήταν η αρχαία ελληνική ψυχόπιτα, όπερ, κοµµάτι άρτου -στο αναγνωρίσιµο σχήµα του τωρινού µελοµακάρονου- για µετά την κηδεία.

Αργότερα, τη µακαρία την έλουσαν µε σιρόπι από µέλι και έτσι προέκυψε το τιµηµένο «µελοµακάρονο». Οι Λατίνοι είχαν τη λέξη «µακαρωνία» ως «maccarone», αλλά, τελικά, τους βγήκε (να σηµαίνει) «σπαγγέτι». Από τον Μεσαίωνα, σε Γαλλία και Αγγλία, «macaroon» ονοµάστηκε ένα είδος αµυγδαλωτού µπισκότου, λέγε µε και «µακαρόν». Το µελοµακάρονο καθιερώθηκε ως γλύκισµα του ∆ωδεκαηµέρου και οι Μικρασιάτες Ελληνες το έλεγαν «φοινίκια». Το 1924, Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας ίδρυσαν στον Νοµό Καβάλας τη Νέα Καρβάλη και έτσι έγιναν γνωστοί οι κουραµπιέδες. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «kurabiye» -παράγεται από το αραβικό «gurab»-, δηλαδή «ξερό µπισκότο».

γαλοπούλα