Θέατρο|22.05.2022 12:51

Βερόνικα Δαβάκη: «Η Μαρίκα Νίνου ήταν μια γυναίκα μόνη που προσπάθησε να σηκώσει ανάστημα σ' έναν ανδροκρατούμενο χώρο»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Γυναίκα πληθωρική, γεμάτη κέφι για ζωή, προσωπικότητα ισχυρή και με φωνή που θύμιζε κάτι από θείο βελούδο. Η Μαρίκα Νίνου, κατά κόσμον Ευαγγελία Αταμιάν, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες γυναικείες φωνές που πέρασαν από τη χώρα μας. Γεννήθηκε πριν από εκατό χρόνια, το 1922, πάνω σ' ένα καράβι με το οποίο φυγαδεύτηκαν πρόσφυγες από την καιόμενη Σμύρνη και ήταν το τέταρτο παιδί του ρολογά Χάικ και της Σιμαγκιούλ Αταμιάν. Πέθανε στα τριάντα πέντε της, το 1957, χτυπημένη από καρκίνο της μήτρας.

Η πολυτάραχη, έντονη αλλά και σύντομη ζωή της ακροβάτισσας, που διεκδίκησε και κατέκτησε μία θέση στο ανδροκρατούμενο ρεμπέτικο πάλκο, ζωντανεύει -για λίγες ακόμα παραστάσεις- μέσα από πρωτότυπα κείμενα, ντοκουμέντα, ζωντανή μουσική, χορό και ακροβατικά στη σκηνή της Φρυνίχου, στο Θέατρο Τέχνης, σε κείμενα και σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη και του Γιάννου Περλέγκα. «Η Μαρίκα Νίνου έχει πει τόσα πολλά σπουδαία τραγούδια! Εάν ήταν σε κάτι τυχερή ήταν σίγουρα σε αυτό. Κάθε περίοδο έχω άλλο αγαπημένο. Αυτές τις μέρες ακούω συνέχεια στο καμαρίνι τις ζωντανές ηχογραφήσεις της. Με συγκινούν πολύ. Τα "Παλαμάκια" του Μητσάκη, τη "Σεράχ" και άλλα» αναφέρει η Βερόνικα Δαβάκη στο ethnos.gr, η οποία υποδύεται τον ομόνυμο ρόλο.  

Μέσα στα επτά χρόνια της καριέρας της ως λαϊκής τραγουδίστριας, η Νίνου πρόλαβε όχι μόνο να συνεργαστεί με σπουδαίους συνθέτες και να πει αξέχαστα τραγούδια -από τα «Καβουράκια» και την «Ταμπακιέρα» μέχρι το «Τι σήμερα τι αύριο τι τώρα»- αλλά και να δημιουργήσει έναν ολόκληρο μύθο γύρω από την ερμηνευτική ικανότητα και τη μνημειώδη σκηνική της παρουσία, που ήταν πρωτόγνωρη για τα δεδομένα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Ηχογράφησε 174 τραγούδια σε δίσκους 78 στροφών, από τα οποία το ένα τρίτο ανήκει στον Βασίλη Τσιτσάνη και τα υπόλοιπα σε είκοσι άλλους δημιουργούς. Στα 119 από αυτά τραγουδάει πρώτη φωνή και στα 55 δεύτερη.

Μελετώντας την προσωπικότητα της Μαρίκας Νίνου, η Βερόνικα Δαβάκη εντόπισε πως κι εκείνη έχει πολλά αντισυμβατικά κομμάτια στον χαρακτήρα της, τα οποία προσπαθεί να μην τα φιμώνει. «Δεν είναι εύκολο και έχει κόστος» υπογραμμίζει, ενώ αυτό που τους δυσκόλεψε περισσότερο στο έργο, όπως λέει η ίδια, ήταν πως «θέλαμε να μιλήσουμε για εκείνη χωρίς να την αφήσουμε εκτεθειμένη αλλά ταυτόχρονα και χωρίς να την εξιδανικεύσουμε. Να αφήσουμε να φανούν τα πάθη της, η ανθρώπινη πλευρά δίπλα στην ηρωική και μυθική της υπόσταση». Η Μαριάννα Κάλμπαρη και ο Γιάννος Περλέγκας, ψάχνοντας όλη τη σχετική βιβλιογραφία αλλά και μαρτυρίες, κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με τίτλο «Μαρίκα Νίνου - Σαν άστρο», αξιοποιώντας υπέρ της ακόμη και τα κενά που υπάρχουν για τη ζωή της τραγουδίστριας και υφαίνοντας πλάι τους ένα πέπλο μυστηρίου. 

Ποιος ήταν ο κοινός παρονομαστής που βρήκατε με τη σκηνοθέτρια του έργου για να προσεγγίσετε τον ρόλο σας;

Με τη Μαριάννα μάς συνδέουν πολλά. Καταρχήν, το Θέατρο Τέχνης και η καλλιτεχνική του γλώσσα, τα ζητούμενα, το θεατρικό ήθος, η αισθητική. Άλλωστε υπήρξε δασκάλα μου στη σχολή, έβαλε και εκείνη κάποια από τα θεμέλια του δικού μου κόσμου. Όσον αφορά, όμως, σε αυτή την παράσταση, είδαμε και οι δύο στη Νίνου, μια γυναίκα ουσιαστικά μόνη που προσπαθεί να σηκώσει ανάστημα σ' έναν ανδροκρατούμενο χώρο, καλλιτεχνικό. Είδαμε μια ισορροπίστρια μάνα και καλλιτέχνη. Ένα κορίτσι - μαχητή που δεν ήταν διατεθειμένη να θυσιάσει τη θηλυκότητά της συμβιβαζόμενη με τις κοινωνικές επιταγές. Αυτά μας συγκίνησαν εξαρχής και τις δυο.

Πόσο ανάγκη έχουμε σήμερα τα δυναμικά γυναικεία πρότυπα, όπως ήταν η Μαρίνα Νίνου στην εποχή της;

Σήμερα έχουμε ανάγκη την συμπερίληψη. Η κοινωνία ν' αφουγκραστεί και να στηρίξει τη διαφορετικότητα. Των φύλων, της σεξουαλικότητας, της εμφάνισης, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του καθένα μας. Η γυναίκα σήμερα βρίσκει μεγάλα εμπόδια τόσο σε επίπεδο προσωπικό όσο και σε επίπεδο κρατικού μηχανισμού. Αυτά έχει έρθει η ώρα να λυθούν πια.

Γιατί «εκείνοι οι άνθρωποι», ενώ βίωναν τόσες μεγάλες δυσκολίες, είχαν μεγαλύτερη όρεξη για ζωή και γλέντι από εμάς σήμερα;

Μαζί πάνε αυτά! Το γλέντι είναι μια έκρηξη, μια εκτόνωση των μεγάλων συναισθημάτων που μας κυριεύουν, μας κόβουν την ανάσα. Γι' αυτό τραγουδάμε, γιατί δεν έχουμε την ψυχραιμία του λόγου. Γι' αυτό και χορεύουμε. Για να χωρέσει στο σώμα ο έρωτας, η πίκρα, η χαρά, ο καημός.

Πώς εξηγείτε το ενδιαφέρον των νέων για τα ρεμπέτικα τραγούδια σήμερα; Βοηθούν οι διασκευές και το «πάντρεμα» ρεμπέτικων με πιο σύγχρονους ήχους;

Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι καταγωγή μας. Μια από τις πολλές. Οι διασκευές δείχνουν πως οι σύγχρονοι μουσικοί αναζητούν την ταυτότητά τους, το παρελθόν και το μέλλον τους. Πιο ελπιδοφόρο από αυτό δεν υπάρχει.

Πιστεύετε ότι σήμερα μπορούν να γραφτούν «γνήσια» ρεμπέτικα τραγούδια, δεδομένου ότι η εποχή μας είναι τόσο διαφορετική από εκείνη των ρεμπέτηδων;

Όταν αναφερόμαστε στο ρεμπέτικο τραγούδι αναφερόμαστε σε μια ιστορική περίοδο παρελθούσα. Είναι το αστικό τραγούδι των φτωχών συνοικιών περι των αρχών του 1900 που ξεκίνησε από τα «μουρμούρικα» και τα «γιαλάδικα». Μουσική του περιθωρίου. Υπόκοσμος. Συνδύασε στοιχεία Βυζαντινά, στοιχεία από το δημοτικό και κλέφτικο τραγούδι. Έπειτα με την μικρασιατική επιστροφή μπολιάστηκε με τους ρυθμούς και τις πλούσιες μελωδίες των προσφύγων. Λογοκρίθηκε και αργότερα εκθειάστηκε και αστικοποιήθηκε από την περίφημη ομιλία του Μάνου Χατζηδάκι. Και λίγο λίγο έχασε όλα τα δομικά του στοιχεία. Το ρεμπέτικο όμως δεν είναι παρά μια εκδοχή του λαϊκού τραγουδιού. Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι εφικτό να σβήσει. Σήμερα γράφονται λαϊκά τραγούδια και μάλιστα κάποια με έντονο ρεμπέτικο χαρακτήρα. Είναι η συνέχεια, η εξέλιξη αυτής της παράδοσης και κατά τη γνώμη μου εξίσου σπουδαία.

ειδήσεις τώραΜαρίκα ΝίνουΘέατρο Τέχνης Καρόλου ΚουνρεμπέτικατραγούδιΒασίλης Τσιτσάνης