Θέατρο|21.10.2022 11:33

Στέφανος Παπατρέχας - Λάζαρος Βαρτάνης στο ethnos.gr: «Εχουμε μπερδέψει την αγένεια με την ειλικρίνεια»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Μετά τη μεγάλη επιτυχία της περσινής θεατρικής σεζόν, η βραβευμένη παράσταση «Ονόριο, τα ανομήματα ενός εγκληματία» του Στέφανου Παπατρέχα, επιστρέφει στο Θέατρο Βαφείο – Λάκης Καραλής για επτά συλλεκτικά Δευτερότριτα. Μια σκοτεινή μεσαιωνική ιστορία γεμάτη αγωνία, μυστήριο και ανατροπές. Ένα κείμενο που κινείται ανάμεσα στη θεατρική μαγεία και στον σκληρό ρεαλισμό. Ένα έργο για την αλήθεια, τους νόμους, την ηθική και την εξαπάτηση. «Για μένα, επιτυχία είναι να επικοινωνήσεις με τους θεατές μέσω της παράστασης, να τους γεννήσεις ερωτήματα, να τους προβληματίσει αυτό που είδαν, να τους συγκινήσει. Χαίρομαι πολύ, γιατί από ανθρώπους που μας είδαν παίρνω μηνύματα που δείχνουν πως αυτό επετεύχθη πέρσι και ελπίζω να γίνει και φέτος» λέει, χαρακτηριστικά, ο Στέφανος Παπατρέχας στο ethnos.gr, λίγα 24ωρα πριν από την πρεμιέρα.

«Και εγώ λαμβάνω μηνύματα που με γεμίζουν χαρά και θάρρος για τη δεύτερη χρονιά της παράστασής μας. Είναι σημαντικό να καταφέρεις να πεις καλά μια ιστορία και να περάσει στον κόσμο που σε τιμά με την παρουσία του. Να την πεις αφού όμως έχεις κάνει σοβαρή δουλειά με το κείμενο, τους χαρακτήρες, τα σκηνικά και τα κοστούμια, τις μουσικές, τα φώτα. Να καταφέρεις να μην κάνεις «ξεπέτα» απλώς και μόνο για να δηλώσεις «ενεργός» στον χώρο. Αυτό είναι επιτυχία» προσθέτει ο σκηνοθέτης και ηθοποιός του έργου, Λάζαρος Βαρτάνης. Σημειώνεται πως το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ποια είναι μεγαλύτερη αγωνία σας για την παράσταση;

Λ. Β.: Πάντα όταν ξεκινάς κάτι, έχεις την αγωνία αν ο κόσμος θα έρθει να σε δει. Αν μπορεί να έρθει να σε δει ή οικονομικά δεν τα καταφέρνει. Το θέατρο χρειάζεται θεατές για να γίνει αλλιώς θα το κάναμε και στο σαλόνι μας. Για την ίδια την παράσταση δεν έχω κάποια μεγάλη αγωνία. Έχουμε δουλέψει πολύ με τους τέσσερις σπουδαίους ηθοποιούς μας (Αλέξανδρος Καναβός, Σύνθια Μπατσή, Μαίρη Ξένου, Γεωργία Πιερρουτσάκου) και όλοι μας κάθε φορά δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Βεβαίως και θα γίνουν λάθη, βεβαίως η φωνή κάποιου θα είναι κουρασμένη σε κάποια παράσταση, βεβαίως και θα καεί κάποιος προβολέας ή κάποια μουσική δεν θα μπει σωστά αλλά το θέατρο είναι «ζωντανός οργανισμός». Δεν τα αγαπώ αυτά όταν συμβαίνουν, αλλά μαθαίνω να τα αποδέχομαι.

Σ. Π.: Η αλήθεια είναι πως καλλιτεχνικά κι εγώ δεν έχω κάποια αγωνία. Πιστεύω πολύ στη δουλειά που κάναμε όλοι μας και οι επίσημες κριτικές, τα σχόλια των θεατών και των ανθρώπων που προσωπικά εκτιμώ και εμπιστεύομαι, αλλά και η βράβευση του έργου και οι υποψηφιότητες που είχε η παράσταση μου δίνουν ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά για τον «Ονόριο». Δεν μπορώ όμως να κρύψω τον φόβο μου για τις συνθήκες της φετινής χρονιάς. Μετά από μια περίοδο λειτουργίας των θεάτρων με μέτρα και περιορισμούς, έρχεται φέτος μια ακόμη δύσκολη σαιζόν με τρομερές οικονομικές δυσκολίες για όλους. Δεν ξέρω πώς μπορεί αυτό να επηρεάσει τον χώρο και ειδικά τις παραγωγές των μικρότερων θεάτρων. Βλέπω, ωστόσο, πως η θεατρική χρονιά άρχισε αρκετά ευοίωνα και εύχομαι να συνεχίσει έτσι.

Στέφανε, γράφεις, σκηνοθετείς, ερμηνεύεις. Πού αισθάνεσαι, όμως, περισσότερο ο εαυτός σου;

Σ. Π.: Δεν μπορώ να δώσω μια εύκολη απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Είναι τρεις πολύ διαφορετικές διαδικασίες. Στα έργα μου, στους ρόλους που παίζω, όπως και στις σκηνοθεσίες μου, σε όλα υπάρχουν κομμάτια από εμένα, από όσα ονειρεύομαι, φοβάμαι, ελπίζω ή πιστεύω, από τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, από όσα ερωτήματα δεν μου έχουν απαντηθεί. Απλώς σε κάθε μου ιδιότητα «εμφανίζονται» με άλλον τρόπο. Σαφώς όταν παίζεις έναν ρόλο, έχεις ήδη μια κατεύθυνση από τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη. Όμως, ακόμη και τότε, η ανάγνωση που θα κάνεις πάνω στον χαρακτήρα, οι επιλογές σου και η ερμηνεία σου έχουν άμεση σχέση με την προσωπικότητά σου. Αν δε βάλεις ένα δικό σου προσωπικό κομμάτι στη δουλειά σου δεν πρόκειται να βγει κάτι ενδιαφέρον. Άλλωστε αυτός είναι και ένας από τους λόγους που κάνει κανείς τέχνη: να εκφράσει όσα τον απασχολούν και να τα επικοινωνήσει και στους άλλους.

Πώς προέκυψε η συγγραφή του έργου; Υπάρχουν βιωματικά στοιχεία στο κείμενο;

Σ. Π.: Ήθελα πολύ ν' ασχοληθώ συγγραφικά με το θέμα της εξαπάτησης, το πώς δηλαδή εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος τον τρόπο που οι άλλοι αντιλαμβάνονται τα πράγματα. Ο καθένας μας ερμηνεύει την πραγματικότητα αλλιώς, με βάση τα βιώματα, τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγάλωσε και ζει, το ένστικτό του κλπ. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως ο καθένας έχει τη δίκη του αλήθεια και αυτό μπορεί να το εκμεταλλευτεί κανείς, γνωρίζοντας τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας των άλλων. Είναι ένα παιχνίδι που γνωρίζουν καλά τόσο οι πολιτικοί όσο και ο κλάδος του μάρκετινγκ και των πωλήσεων, όπου με βάση τις πεποιθήσεις και τη συμπεριφορά του «δείγματος», των «πελατών» τούς κατηγοριοποιούν και προσαρμόζουν την «προσφορά» σε αυτά που θα «πουλήσουν» περισσότερο.

Όλοι μας πιστεύω έχουμε πέσει θύματα εκμετάλλευσης σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Πιθανώς – συνειδητά ή ασυνείδητα – να έχουμε εκμεταλλευτεί και εμείς άλλους. Όσα βιωματικά στοιχεία υπάρχουν στο κείμενο είναι όλα υπόγεια και τα περισσότερα έχουν μπει ερήμην μου, σαν από μόνα τους. Υπάρχουν πράγματα που εντόπισα αργότερα, στις πρόβες ή ακόμη και μέσα στις παραστάσεις. Σίγουρα οι ήρωες αυτού του έργου είναι αρκετά μόνοι, πράγμα που πιθανώς να αποτυπώνει την περίοδο της καραντίνας, που έγραψα το κείμενο. Επίσης υπάρχουν πολλές αναφορές από βιβλία και κείμενα που μου έχουν εντυπωθεί.

Τα θεατρικά έργα έχουν τη δύναμη να μας αλλάξουν;

Λ. Β.: Θέλω να πιστεύω ότι μπορούν να το κάνουν. Και όχι μόνο τα θεατρικά έργα, αλλά η Τέχνη γενικότερα. Δεν είναι εύκολο, δεν γίνεται σε μια μέρα, ούτε καν σε ένα χρόνο. Βλέπουμε όμως να συμβαίνουν αλλαγές σε μεγάλες εκδηλώσεις όπως είναι για παράδειγμα τα «Oscar». Κάποτε ψήφιζαν μόνο λευκοί, straight άντρες ενώ τώρα γίνει ένα σημαντικό άνοιγμα. Οι «Χρυσές Σφαίρες» που δεν το κάνανε, φάγανε τα μούτρα τους.

Ακόμα, γίνεται μια ολόκληρη καμπάνια στην Αμερική για τους μισθούς των αντρών ηθοποιών έναντι των γυναικών. Και αυτό είναι μια καλή αφορμή για να διορθωθούν απαράδεχτα λάθη του παρελθόντος. Μου αρέσει αυτό που κάνει ο Γιώργος Καπουτζίδης, που βγαίνει ανοιχτά και λέει την άποψή του, που γράφει τα έργα που γράφει. Πρέπει μέσω της Τέχνης να ακούγονται όλες οι «φωνές» μήπως και κάποια στιγμή καταφέρουν να μας μετακινήσουν ως κοινωνία.

Σ. Π.: Δε θέλω να είμαι απαισιόδοξος, αλλά πολύ αμφιβάλω πως ένα θεατρικό έργο μπορεί από μόνο του ν' αλλάξει κάποιον. Ασφαλώς η Τέχνη γενικότερα επηρεάζει και πολλές φορές κινητοποιεί τον άνθρωπο. Με τα ερωτήματα που θέτει, τους προβληματισμούς και τα μηνύματα που ο θεατής δέχεται με τις δικές του προσλαμβάνουσες ο καθένας, είναι δυνατό να δώσει μια άλλη οπτική που ίσως ο θεατής να μην είχε σκεφτεί ως τότε. Μπορεί με λίγα λόγια να κάνει μικρές αλλαγές μέσα μας. Ωστόσο, πολλές τέτοιες μικρές αλλαγές και μετακινήσεις (από το θέατρο και την Τέχνη γενικότερα, από γεγονότα της ζωής μας, ανθρώπους που μας επηρεάζουν κλπ) συμβάλλουν σε μια μεγάλη, ριζική αλλαγή ή καλύτερα στην εξέλιξή μας και την αναδιαμόρφωση των απόψεων μας.

Τι θαυμάζετε περισσότερο ο ένας στον χαρακτήρα του άλλου;

Σ. Π.: Καταρχάς ο Λάζαρος είναι ο πιο οργανωμένος και πειθαρχημένος άνθρωπος που γνωρίζω, πράγμα σπάνιο και πολύτιμο γενικά αλλά κυρίως στη δουλειά μας. Άλλο ένα χαρακτηριστικό που δεν συναντάς συχνά στον χώρο μας είναι η ευθύτητα. Ο Λάζαρος ό, τι σκεφτεί και θελήσει, θα στο πει στα ίσα, χωρίς υπαινιγμούς ή περιστροφές, αλλά ακριβώς όπως το αισθάνεται. Είτε είναι κάτι κακό είτε καλό, θα το επικοινωνήσει με την ίδια ευκολία και ειλικρίνεια. Αυτό με κάνει να αισθάνομαι ασφάλεια, γιατί ξέρω πως σε οτιδήποτε διαφωνήσει θα το πει ή όποια ένσταση ή ατέλεια υπάρχει θα τη μάθω σίγουρα.

Οπωσδήποτε πρέπει να αναφέρω το πάθος του. Με ό, τι καταπιαστεί (και βέβαια όταν σκηνοθετεί ή/και όταν παίζει) δίνεται με όλο του το είναι, βουτάει και παρασύρεται από τον κόσμο του έργου και αντιδράει σαν μικρό παιδί που το ρίξανε στη Disneyland, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως παύει να είναι αυστηρός και συγκεντρωμένος σε όλη τη διαδικασία.

Η κοινή αισθητική και η κοινή εμμονή στις λεπτομέρειες είναι δεδομένη, πράγμα που επίσης θεωρώ αναγκαίο σε μια συνσκηνοθεσία, αλλά και γενικότερα στις συνεργασίες μου. Είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο απολαμβάνω όλη τη διαδικασία της παράστασης και αισθάνομαι πως το να δουλεύω μαζί του με έχει εξελίξει και εμένα σε πολλούς τομείς.

Λ. Β.: Θα φανεί ότι λέμε καλά λόγια ο ένας για τον άλλον γιατί «έτσι πρέπει» αλλά δεν ισχύει. Μιας κι έχω όντως αποφασίσει, περνώντας τα 30, ότι θα λέω αυτό που σκέφτομαι είτε αρέσει είτε όχι, θα είμαι ειλικρινής. Ο Στέφανος είναι ο καλύτερος συνεργάτης που μου έτυχε ποτέ. Έχω δουλέψει με πολύ κόσμο που εκτιμώ αλλά αυτός είναι το «Top» μου. Είναι αυστηρός όταν σκηνοθετεί – πράγμα που το αποζητώ συνέχεια, έχει εμμονή στις λεπτομέρειες, έχει υψηλή αισθητική, είναι ακέραιος χαρακτήρας και θέλει σίγουρα το καλό σου και το καλό της παράστασης.

Προχθές στο πέρασμα του έργου μου είπε: «Καλός ήσουν αλλά αργός. Δεν χρειάζονται τόσες παύσεις. Καταλάβαμε». Σπουδαίο πράγμα να έχεις έναν σκηνοθέτη που σου λέει ακριβώς τι πρέπει να διορθώσεις και να μην το ψάχνεις στο «υπερπέραν». Έχει εξαιρετική αντίληψη του ρυθμού, της μουσικότητας, της αλήθειας και της δηθενιάς. Και οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι, σε όλα, πιο ταλαντούχος από εμένα αλλά δεν με πειράζει γιατί προσπαθώ να τον φτάσω και αυτό με κάνει καλύτερο.

Γενικά, με ποιο κριτήριο επιλέγετε τους συνεργάτες σας;

Λ. Β.: Εγώ θέλω πια να δουλεύω με ανθρώπους που να περνάμε καλά, να συνεννοούμαστε και να εκτιμάμε ουσιαστικά ο ένας τον άλλο. Δεν αντέχω τα «ψώνια», τους ωραιοπαθείς, τους δήθεν που είναι και λίγο «φευγάτοι» γιατί είναι καλλιτέχνες, αυτούς που νομίζουν ότι είναι οι θεοί της υποκριτικής, πως έχουν δήθεν κατακτήσει κάτι. Και πιστέψτε με έχω δει πολλούς τέτοιους. Το επάγγελμα αυτό είναι ομαδικό. Τελεία. Μόνο αν είσαι εσύ καλός θα είμαι κι εγώ. Μαθηματικά. Όλα τα άλλα είναι να ‘χαμε να λέγαμε.

Σ. Π.: Εμένα, σίγουρα θα πρέπει να μου αρέσει η αισθητική τους. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως πρέπει να είναι κοινή η αισθητική μας, αλλά θεωρώ σημαντικό να επικοινωνούμε σε αυτό. Εκτιμώ πολύ επίσης τους ανθρώπους που αγαπούν πολύ τη δουλειά τους και τους απασχολεί η παράσταση συνολικά και όχι μόνο το δικό τους κομμάτι. Η συνέπεια, η εργατικότητα και η ανάγκη για συνεχή εξέλιξη είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες. Τέλος, έχω ανάγκη να έχω γύρω μου ανθρώπους που δεν τους αρέσει η προχειρότητα και δε συμβιβάζονται με κάτι που απλώς «περνάει» και δεν έχει δουλευτεί σε βάθος.

Πώς αντιμετωπίζετε τις αρνητικές κριτικές;

Λ. Β.: Είμαι αφόρητα αυστηρός με τον εαυτό μου – και κατ΄επέκταση και με τους άλλους, όταν δουλεύουμε μαζί. Είναι μια δουλειά που την επέλεξα πολύ συνειδητά – σχεδόν από τα 17 μου, την τιμώ με όλο μου το «είναι», σπούδασα 5 χρόνια σε δυο δραματικές σχολές (2 χρόνια σε ιδιωτική και 3 χρόνια στο Κ.Θ.Β.Ε.) και εργάζομαι σε αυτήν επίσημα από το 2007.

Μου απαγορεύω, λοιπόν, να βαριέμαι πριν από την παράσταση, μου απαγορεύω να παίζω σε γνώριμα μονοπάτια υποκριτικής, να αρρωστήσω, να μου πονούν τα γόνατα, να γκρινιάζω, να είμαι μέτριος. Ο κόσμος ξοδεύει χρόνο και χρήματα για να έρθει στο θέατρο. Οφείλω και οφείλουμε όλοι οι συντελεστές να δίνουμε το 100% μας. Όταν λοιπόν δεν καταφέρνω να τα δώσω όλα, γίνομαι τόσο κακός μαζί μου που καμία αρνητική κριτική δεν ξεπερνάει την αυστηρότητά μου. Όλοι έχουμε ακούσει άσχημα λόγια. Σημασία έχει να σκεφτούμε αν έχουν δίκιο, αν τα λένε με διάθεση να γίνουμε καλύτεροι ή αν ζηλεύουν ή είναι εμπαθείς. Αυτούς τους τελευταίους, τους αντιλαμβάνομαι πια με το «καλημέρα σας».

Σ. Π.: Είναι μια μεγάλη συζήτηση. Νομίζω πως δεν με ενοχλούν τόσο οι αρνητικές όσο οι κακοπροαίρετες κριτικές. Έχει τύχει στο παρελθόν να ακούσω την ίδια ακριβώς παρατήρηση από δυο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Απλώς στην μία περίπτωση έβλεπα την καλή πρόθεση, την ευγένεια και το νοιάξιμο στον τρόπο που μου μιλούσαν, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ήταν φανερή η αγένεια, το κόμπλεξ και η εμπάθεια.

Οι άνθρωποι έχουμε μπερδέψει την αγένεια με την ειλικρίνεια και θεωρούμε πως μπορούμε να πούμε τα πάντα χωρίς φίλτρο, χωρίς σκέψη. Αυτού του είδους οι «απόψεις» με εξοργίζουν και να ξέρετε πως είναι πάντα πολύ καθαρή η πρόθεση πίσω από κάθε κριτική (είτε είναι από αρθρογράφους είτε από θεατές, συναδέλφους ή φίλους). Όπως και να έχει, ακόμη και όταν έχω να κάνω με μια τέτοια κατάσταση, όταν φύγει ο θυμός ή η απορία, θα επεξεργαστώ αυτά που άκουσα ή διάβασα και θα σκεφτώ κατά πόσο έχουν βάση. Με το δικό μου φίλτρο και πάντα με γνώμονα την παράσταση που έχουμε κάνει, θα δω εάν έχει νόημα να αλλάξει κάτι σύμφωνα με αυτήν την παρατήρηση.

Ωστόσο, επειδή το δύσκολο είναι να γράψεις ένα έργο, να το ανεβάσεις και να παίξεις σε αυτό, ενώ το εύκολο είναι να δεις μια παράσταση και να την κρίνεις, εμπιστεύομαι πολύ τη δουλειά που έχουμε κάνει και τους συνεργάτες μου. Όταν εμείς είμαστε ευχαριστημένοι από όσα κάναμε και εφόσον 5-6 άνθρωποι από το περιβάλλον μου που εμπιστεύομαι και εκτιμώ, έχουν την ίδια γνώμη, δε με κλονίζει εύκολα κάτι που θα ακούσω από οποιονδήποτε άλλον. Ακούω, σκέφτομαι, τα λαμβάνω υπόψη αλλά δεν μου γκρεμίζουν όσα με τόσο κόπο χτίσαμε.

Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να καταξιωθεί και ν’ ανελιχθεί ένας νέος καλλιτέχνης – δημιουργός;

Σ. Π.: Εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς καταξίωση. Εγώ προσωπικά ως καταξίωση σκέφτομαι το να μπορείς να είσαι σε δουλειές που σε εξελίσσουν, που αγαπάς και ονειρεύεσαι και να μπορείς να ζεις από αυτό. Αντιλαμβάνεστε πως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Υποθέτω όμως πως είναι το ίδιο δύσκολο με παλιότερα. Από την μία σήμερα τα θέατρα είναι πολλά και τα ερεθίσματα και οι πληροφορίες που μπορεί κανείς να βρει είναι πιο εύκολα προσβάσιμα. Από την άλλη ο ανταγωνισμός είναι μεγαλύτερος και οι οικονομικές συνθήκες όλο και πιο σκληρές. Ειδικά τα μικρά θέατρα και οι μικρότερες παραγωγές έχουν ν' ανταγωνιστούν μεγάλες παραγωγές, με ονόματα και με χρήματα που επενδύονται σε διαφημίσεις και επικοινωνία. Αλλά πάντα έτσι ήταν. Με βεβαιότητα μπορώ να πω ό,τι θέλει πολλή υπομονή, τύχη και δουλειά.

Λ. Β.: Προσωπικά, ποτέ δε με αφορούσαν έννοιες όπως αυτές. Όχι γιατί είμαι μετριοπαθής ή γιατί δεν πιστεύω σε εμένα. Το αντίθετο. Έχω δει γύρω μου «υστερικούς» ανθρώπους που ονειρεύονται καριέρες με εξώφυλλα, που ονειρεύονται να περπατάνε στο δρόμο και να τους αναγνωρίζουν, που απλά θέλουν να κάνουν ό,τι να ΄ναι στην τηλεόραση για να τους δει ο γείτονας και να νιώσουν ότι κάτι έκαναν, που θέλουν πάντα κάτι άλλο από αυτό που ζουν.

Αγαπώ τόσο πολύ αυτό που κάνω και – ευτυχώς – έχω τρομερή υπομονή. Πιστεύω σ' ένα βήμα τη φορά και δεν αγαπώ τα τεράστια άλματα που θα με βρουν ανέτοιμο για κάτι πραγματικά μεγάλο. Να, σήμερα έχω τη χαρά να μιλάμε μαζί εδώ, οι τρεις μας, ενώ οι «υστερικοί» συνάδελφοι μου όχι.

Οικονομικά πώς τα βγάζετε πέρα; Εργάζεστε και κάπου αλλού;

Λ. Β.: Για 7,5χρόνια, σε καθημερινή σχεδόν βάση, παράλληλα με το θέατρο, δούλευα σε γνωστή αλυσίδα coffee to go. Εδώ και ενάμιση χρόνο, όμως, κάπως στάθηκα τυχερός και ζω μόνο μέσα από το θέατρο. Στο μέλλον μπορεί βέβαια να χρειαστεί να δουλέψω πάλι σε κάτι εκτός αλλά δε με φοβίζει. Προτιμώ μια άλλη δουλεία από το να παίξω σε κάτι φτηνό ή που με προσβάλει, μόνο και μόνο για να πληρώσω το ενοίκιό μου.

Σ. Π.: Εγώ, μέχρι στιγμής, μπορώ να πω ότι είμαι από αυτούς που δεν έχουν χρειαστεί να κάνουν κάτι άλλο για να ζήσουν. Ωστόσο δε ζω σε ενοίκιο και έχω την τύχη να έχω τόσο τη συναισθηματική όσο και την οικονομική βοήθεια από την οικογένειά μου σε περιπτώσεις που υπάρχει δυσκολία ή σε κάποιο μικρό διάστημα που θα μεσολαβήσει ως την επόμενη δουλειά. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο, ωστόσο, να εργαστώ πάνω σε κάτι άλλο, μιας και το προτιμάω από το να αναγκαστώ να κάνω κάτι με το οποίο καλλιτεχνικά διαφωνώ.

Σε τι είδους παραστάσεις προτιμάτε να παίζετε ως ηθοποιοί και ποιες προτιμάτε ως θεατές;

Σ. Π.: Και στις δυο περιπτώσεις ζητάω παραστάσεις που δεν είναι δήθεν, πρόχειρες ή/και κακοφτιαγμένες. Θέλω να υπάρχει όραμα και πάθος, όρεξη για δουλειά και οργάνωση πίσω από αυτό που βλέπει ο θεατής, να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για όσα θα ειπωθούν και θα γίνουν επί σκηνής, χωρίς ευκολίες και εντυπωσιασμούς. Παραστάσεις που είναι όλα φροντισμένα και προσεγμένα, με αισθητική και όραμα, που έχουν στηθεί με λεπτομέρεια και επαγγελματισμό και σέβονται τον θεατή.

Λ. Β.: Ως ηθοποιός θα απαντήσω με τις πέντε καλύτερες παραστάσεις μου και αυτές που αναπολώ πάντα – εξαιρώντας για ευνόητους λόγους τον «Ονόριο» και τις «Γειτονιές του κόσμου» της Νάντιας Δαλκυριάδου που ακόμα παίζονται: «Αρμαντέιλ» του Κωνσταντίνου Ασπιώτη, «Οιδίπους Τύραννος & Οιδίπους επί Κολωνώ» της Ρούλας Πατεράκη, «Mall» του Αναστάση Πινακουλάκη, «Δεσποινίς Τζούλια» της Ανδρονίκης Αβδελιώτη και «Ελίζα» του Ισίδωρου Σιδέρη. Το ίδιο θα κάνω και ως θεατής: «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή, «Οι δούλες» επίσης του Λευτέρη Βογιατζή, «Ερωτευμένα άλογα» της Ελένης Ευθυμίου, «Cinemascope» των Blitz και «Ο Λάμπρος» της Έλενας Μαυρίδου.

Τι βλέπετε ως μοναδική ελπίδα επιβίωσης σήμερα;

Σ. Π.: Την παιδεία, την ευγένεια και την διάθεση να μπούμε ο ένας στη θέση του άλλου. Θεωρώ πως αν καταφέρουμε έστω σε ένα επίπεδο να αποκτήσουμε ως ανθρωπότητα αυτά τα τρία, θα φτιάξουμε ένα καλύτερο μέλλον. Και ίσως θα προσέθετα το να μεριμνά ο καθένας για τη δίκη του προσωπική αλλαγή και εξέλιξη και όχι να κρίνει εύκολα και αβίαστα τις επιλογές και την ζωή των άλλων. Θεωρώ, παρόλα αυτά, αυτονόητο πως το παραπάνω δεν ισχύει για εγκληματικές συμπεριφορές. Σε αυτές οφείλουμε και να μιλάμε και να απαιτούμε δικαιοσύνη, στηρίζοντας πλήρως τα θύματα.

Λ. Β.: Συμφωνώ και θα προσθέσω την Ειρήνη μεταξύ των χωρών. Ζούμε σε επικίνδυνα χρόνια.

Ποιες είναι οι τρεις μεγαλύτερες αλλαγές που κάνατε κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη ζωή σας;

Λ. Β.: Το πρώτο και αυτό που με ακολουθεί ακόμα είναι η μάσκα. Τη φοράω πάντα σε κλειστούς χώρους και όταν έρχομαι σε επαφή με κόσμο που δεν γνωρίζω. Το δεύτερο είναι η γυμναστική και η αυστηρή διατροφή. Είχα όλο τον χρόνο και τη διάθεση να ξεκινήσω και ευτυχώς βρήκα την Εμμανουέλα Βεϊνόγλου και το BeStrong της που κάνουν καταπληκτική δουλειά. Το τρίτο είναι ότι άλλαξα σπίτι. Μεγάλες αλλαγές για δύο χρόνια.

Σ. Π.: Μια μεγάλη αλλαγή έγινε σε σχέση με τους ανθρώπους που επιθυμώ να έχω κοντά μου. Μετά την καραντίνα συνειδητοποίησα πως σε πολλούς συνέβησαν παρόμοια ξεκαθαρίσματα. Οι δύσκολες συνθήκες συχνά φέρνουν στην επιφάνεια προβλήματα και πράγματα που δεν έχουν λυθεί μέσα στις σχέσεις. Αντίστοιχα φάνηκε έντονα και το ποιοι είναι ουσιαστικά παρόντες σε χαρές και σε λύπες, έτοιμοι να σου σταθούν πραγματικά.

Μια ακόμη αλλαγή που ήρθε μέσα στην καραντίνα είναι σε πρακτικά θέματα: η μάσκα, οι αποστάσεις, η φροντίδα για τη σωματική υγιεινή. Πολλοί θεωρούν πως η πανδημία μάς αποξένωσε, αλλά εγώ νομίζω πως μας έδειξε πράγματα, από τα οποία οφείλουμε να διδαχτούμε. Το να κρατάμε απόσταση στην ουρά του σουπερμάρκετ από τον μπροστινό μας, το να βήχουμε ή να φταρνιζόμαστε στον αγκώνα μας, το να πλένουμε τακτικά τα χέρια μας κλπ. θα έπρεπε να τα εφαρμόζουμε ανεξάρτητα από τον κορονοϊό. Αμφιβάλω πως θα γίνει – ήδη πολλοί τα έχουν αφήσει πίσω τους ή και δεν τα εφάρμοσαν ποτέ – αλλά εύχομαι να διατηρηθεί αυτό το σκεπτικό και μετά την πανδημία.

Τέλος, μια μεγάλη αλλαγή ήταν ο «Ονόριο» ως έργο και ως όραμα. Το κείμενο αυτό δεν δημιούργησε απλώς μια παράσταση, αλλά ήταν και η αφορμή να ιδρύσουμε με τον Λάζαρο την ONORIO AMKE, η οποία ελπίζω να μείνει στα θεατρικά πράγματα για πολύ καιρό και να δώσει ζωή σε ακόμη περισσότερα έργα και όνειρά μας.

Αν είχατε ένα χαρτί και μπορούσατε να γράψετε τις επιθυμίες σας για τα επόμενα χρόνια της ζωής σας, ποιες θα ήταν αυτές;

Λ. Β.: Θα ήθελα να έχω την υγεία μου – γιατί μεγαλώνω – να με αγαπούν οι άνθρωποι που αγαπώ κι εγώ, να παίζω σε σπουδαίες παραστάσεις, να γίνω καλύτερος ηθοποιός, να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο ένα έργο που ονειρεύομαι χρόνια και να πάρω τα 2 Όσκαρ που μου είχε υποσχεθεί ο 17χρονος εαυτός μου.

Σ. Π.: Ομολογώ πως φοβάμαι πολύ για το μέλλον όλων μας. Κοινωνικά και πολιτικά τα πράγματα είναι εξαιρετικά δυσοίωνα και σκοτεινά, όσον αφορά δε το περιβάλλον και την φύση ακόμη χειρότερα. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί αυτό να αλλάξει. Θα ήθελα πολύ να μάθουμε ως ανθρωπότητα από τα λάθη μας και να νοιαζόμαστε για το μέλλον πιο πολύ από ό, τι για το παρόν μας. Αν όμως μιλήσω για πιο προσωπικές επιθυμίες, πρώτη από όλες κι εγώ θα έβαζα την υγεία. Καταλάβαμε όλοι αυτά τα χρόνια – και με πολύ επώδυνο τρόπο – πόσο τρωτοί είμαστε και πόσο μη δεδομένη είναι η υγεία μας. Θα ήθελα επίσης να εξακολουθήσω να είμαι δημιουργικός, με ωραίες δουλειές και με ανθρώπους γύρω μου, με τους οποίους με συνδέει η αγάπη και η εκτίμηση.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Γιώργος Καπουτζίδηςσυνέντευξηπαράστασηειδήσεις τώρα