Θέατρο|01.12.2025 13:59

Η Παπουτσάκη σε ξενοδοχείο ημιδιαμονής, ο ετεροφυλόφιλος παίδαρος «Δον Ζουάν» και «Η εκδίκηση του Φώτη»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Η πόλη μπαίνει σε ρυθμούς Χριστουγέννων και κάθε δρόμος ντύνεται σιγά - σιγά στα γιορτινά του. Φώτα που λαμπυρίζουν στις λεωφόρους προσφέρουν ένα αίσθημα προσμονής και το κρύο των ημερών συνοδεύει γλυκά τη διάθεση για έξοδο. Ο κόσμος αναζητά τρόπους ψυχαγωγίας που ζεσταίνουν την καρδιά του και το θέατρο αποκτά ξανά ιδιαίτερη θέση στο γιορτινό πρόγραμμα της πόλης. Οι σκηνές της Αθήνας ανοίγουν τις πόρτες τους, μ' έργα που φέρνουν χαρά, συγκίνηση και βαθιά ανθρώπινα μηνύματα.

Μέσα σε αυτή τη φωτεινή ατμόσφαιρα παρακολουθήσαμε τρεις παραστάσεις που σχολιάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις με διαφορετική διάθεση και θεατρικό χρώμα. «Hotel Amour» στο Θέατρο Ακροπόλ, «Δον Ζουάν» στο θέατρο Βεάκη και «Η εκδίκηση του Φώτη» στο bijoux de kant HOOD art space

Σ' ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής στο κέντρο της Αθήνας

Το «Hotel Amour», σε κείμενο Γεράσιμου Ευαγγελάτου και μουσική Θέμη Καραμουρατίδη, ζωντανεύει στη σκηνή του Ακροπόλ κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Η σκηνοθεσία της Σμαράγδας Καρύδη οδηγεί το κοινό σ' έναν χώρο γεμάτο υπόσχεση, όπου η νύχτα γίνεται αφορμή για εξομολόγηση, αυτοπαρατήρηση και επιθυμία. Το ξενοδοχείο λειτουργεί σαν καθρέφτης της σύγχρονης ζωής. Τέσσερα ζευγάρια φτάνουν σε διαφορετικές στιγμές και επιθυμούν ν' αγκαλιάσουν τον έρωτα, με τρόπο που συχνά ξεπερνά φόβους ή αναστολές.

Η αίσθηση ελευθερίας κυριαρχεί από την πρώτη στιγμή. Οι μουσικοί επί σκηνής χαρίζουν ρυθμό και ζεστασιά, ενώ κάθε τραγούδι χτίζει σιωπηλά έναν κόσμο όπου οι ήρωες προσπαθούν να κατανοήσουν τι ζητούν από τον εαυτό τους και από τον άλλον. Η Κατερίνα Παπουτσάκη και ο Γιώργος Παπαγεωργίου παρουσιάζουν ένα ζευγάρι που προσπαθεί ν' ανανεώσει τη φλόγα, ύστερα από είκοσι χρόνια συμβίωσης. «Κουράστηκα! Κουράστηκα να προσπαθώ μόνη! Κάποιες φορές αισθάνομαι λες και είμαι παντρεμένη με τον εαυτό μου, λες και μιλάω στον αέρα! Μ ‘ακούς ποτέ;» Η σχέση τους συναντά κωμικά στοιχεία που φέρνουν στο κοινό ένα οικείο χαμόγελο και μια τρυφερότητα. Οι δύο χαρακτήρες παλεύουν ανάμεσα στην επιθυμία και τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

Στο διπλανό δωμάτιο, η Χαρά Κεφαλά και ο Ιβάν Σβιτάιλο παραδίδουν την πιο ηλεκτρισμένη σκηνική συνύπαρξη της παράστασης. Εκείνη χτίζει μια ηρωίδα που πατά γερά στην ανάγκη της για προσωπικό χώρο και ανεξαρτησία. «Ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι είναι ο εαυτός μου και αν αυτό έχει κάποιο τίμημα ας το πληρώσω». Η παρουσία της έχει μια λεπτή δύναμη που αποκαλύπτει πως η ελευθερία πολλές φορές κρύβεται σε μικρές αλλά καθοριστικές αποφάσεις. Εκείνος από την άλλη εκπέμπει αθωότητα και σιγουριά. Φέρει μια σταθερότητα που αγκαλιάζει χωρίς να εγκλωβίζει και μια τρυφερή επιμονή που φωτίζει την επιθυμία του για συναισθηματική ασφάλεια. Μαζί δημιουργούν ένα δίπολο αντιθέσεων που συναντάται σ' έναν κοινό παλμό. Οι σκηνές τους μοιάζουν με χορό όπου άλλοτε υπερισχύει η ορμή κι άλλοτε η ανάγκη για ηρεμία. Η χημεία τους απογειώνει το ερώτημα πώς συμφιλιώνεται το πάθος με την ελεύθερη αναπνοή μέσα σε μια σχέση.

Η τρίτη ιστορία αφορά δύο νέους που βιώνουν την πρώτη τους φορά με τρόπο ευγενικό και τρυφερό. Ο Βασίλης Μηλιώνης και η Αλεξάνδρα Κολαΐτη φέρνουν στη σκηνή μια αύρα αγνότητας που θυμίζει τις αμήχανες αλλά υπέροχες στιγμές της νεότητας. Το κοινό παρακολουθεί το ζευγάρι να χτίζει ένα μικρό σύμπαν προσωπικής αλήθειας και οικειότητας. Στο τελευταίο δωμάτιο, συναντούμε ένα γκέι ζευγάρι που επιδιώκει αναζωπύρωση της σχέσης του, μέσα από μια τρίτη παρουσία. Ο Φοίβος Ριμένας και ο Γιλμάζ Χουσμέν ερμηνεύουν με βαθιά ευαισθησία έναν δεσμό που αναζητά ισορροπία ανάμεσα στον έρωτα και τη φθορά. Η υπόθεση αγγίζει με λεπτότητα υπαρξιακά ερωτήματα για την επαφή, τον χρόνο και τη συντροφικότητα.

Οι φωνές όλων των ηθοποιών συνδυάζονται αρμονικά και η μουσική αναδεικνύει την ποιητική διάσταση των στίχων. Η σκηνογραφία υπηρετεί τον πυρήνα του έργου που επικεντρώνεται στην ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία και συνύπαρξη. Οι δημιουργοί μιλούν για τον φόβο της οικειότητας, την κούραση των μακροχρόνιων δεσμών και την ανάγκη για προσωπική ελευθερία. Κάθε ιστορία φωτίζει έναν τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος παλεύει να βρει ισορροπία ανάμεσα στο μαζί και στο μόνος. Όλοι οι ηθοποιοί υπηρετούν αυτό το όραμα με συνέπεια και ευαισθησία, κάνοντας το έργο μια ουσιαστική ωδή στην προσπάθεια να συναντήσουμε τον άλλον με ανοιχτή καρδιά.

Τι σημαίνει να είσαι άντρας σήμερα;

«Η ομορφότερη στιγμή του έρωτα είναι όταν αυτός γεννιέται και όταν πεθαίνει. Ο έρωτας γεννιέται για να πεθάνει. Πεθαίνει όταν τον αλλάζεις μ' έναν νέο. Πιστεύω πολύ στον έρωτα. Δίνομαι. Κυρίως γδύνομαι». Η παράσταση «Δον Ζουάν», που συνεχίζει για δεύτερη χρονιά, προσεγγίζει τον μύθο του διάσημου γόη με τρόπο σύγχρονο και θεατρικά τολμηρό. Η ιστορία της Λητώς Τριανταφυλλίδου τοποθετείται σ' ένα μπαρ του κέντρου, όπου ο νεαρός ήρωας αναλαμβάνει τον ρόλο του life coach. Γεμάτος αυτοπεποίθηση μετατρέπει το μαγαζί σε χώρο πνευματικής επιρροής και προσπαθεί να πείσει όσους τον περιβάλλουν για τη δική του φιλοσοφία ζωής. 

Ο πολυτάλαντος Πάνος Βλάχος ερμηνεύει έναν «Δον Ζουάν» μ' έντονη παρουσία. Ο χαρακτήρας του παρουσιάζεται ως άνθρωπος που μετατρέπει κάθε αβεβαιότητα σε θεατρικό πυροτέχνημα και κάθε γοητεία σε εργαλείο επιρροής. «Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο άντρας είναι τόσο πιστός όσες και οι επιλογές του». Οι κινήσεις του διαθέτουν χιούμορ και ευρηματικότητα και το κοινό παρακολουθεί μια μορφή που σύρει κοντά της όσους πιστεύουν σε άμεσες αλλαγές. Ο ήρωας επιθυμεί ν' αναδειχθεί σε σύγχρονο καθοδηγητή, ενώ οι γύρω του γίνονται φορείς μιας ολόκληρης κοινωνικής συζήτησης για τα όρια της αυτοβελτίωσης.

Η σκηνοθεσία της Τριανταφυλλίδου δίνει ρυθμό στις σκηνές και αναδεικνύει την ένταση ανάμεσα στο φως και τη σκιά μέσα στον ήρωα. Τα κοστούμια προσδίδουν θεατρική λάμψη και το σκηνικό του μπαρ λειτουργεί ως τόπος εξομολόγησης αλλά και ως υπόγειος χώρος σύγκρουσης. Η συμμετοχή των υπόλοιπων ηθοποιών ενισχύει το πλέγμα των αντιθέσεων. Η Ειρήνη Μπούνταλη, Μελίνα Βαμπούλα και η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη φέρνουν στη σκηνή τρεις γυναικείες φιγούρες που αναμετρώνται με κοινωνικά στερεότυπα. Ο Χριστόδουλος Στυλιανού συγκεντρώνει τη σοφία μιας παλιότερης γενιάς που παρακολουθεί τον νέο κόσμο με αγωνία.

Η παράσταση σχολιάζει τις κατασκευασμένες ταυτότητες της εποχής. Ο Δον Ζουάν μετατρέπεται σε σύμβολο ενός τρόπου σκέψης που υψώνει την προσωπική λάμψη σε ιδεολογία. Το έργο φωτίζει τη φύση της έλξης που ασκούν οι εύκολες βεβαιότητες, καθώς και την ανάγκη των ανθρώπων για κάποιον που υπόσχεται λύσεις σε περιόδους σύγχυσης. Το κοινό παρακολουθεί πώς ένα χάρισμα μετατρέπεται σε μέσο εξουσίας και πώς οι λέξεις επηρεάζουν τους γύρω μας, όταν αναζητούν έρεισμα για να σταθούν.

Η μουσική συνοδεύει κάθε σκηνή με διακριτικότητα και χτίζει ατμόσφαιρα που ενισχύει τον χαρακτήρα του έργου. Ο ήχος συνδέει τη χαρά του θεάματος με τη βαθύτερη αγωνία για τον δρόμο που επιλέγει ο άνθρωπος, όταν επιθυμεί να νιώσει σημαντικός. Ο Δον Ζουάν της παράστασης δεν προσεγγίζεται ως ήρωας αλλά ως καθρέφτης του σήμερα. Η ανάγκη για επιβεβαίωση συναντά τη λαχτάρα για αναγνώριση και μια κοινωνία που περιστρέφεται γύρω από εικόνες και συνθήματα.

Η παράσταση αφήνει χώρο για σκέψη. Η ιστορία ανοίγει διάλογο με το κοινό σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη γοητεία, την επιρροή, την ταυτότητα. Με χιούμορ και θεατρική ενέργεια το έργο οδηγεί σ' ένα φινάλε, όπου η αλήθεια προβάλλει μέσα από την απογύμνωση του προσωπικού μύθου. «Εγώ πρέπει να πεθάνω. Είμαι τέρας. Τι; Είμαι πούστρ@, κοντή, χοντρή, ναζί. Σας γέλασα. Και εσείς γελάσατε. Θα πεθάνω ως τις παλιές, κακές ιδεολογίες. Για να μην έρθουν άλλες πιο παλιές. Τα τέρατα πρέπει να πεθαίνουν για να μην έρθουν άλλα τέρατα».

Ο θεατής αναχωρεί με μια αίσθηση αναστοχασμού για την ανθρώπινη ανάγκη ν' αναζητά παραδείγματα και πρότυπα. Στα σημεία που αποδυναμώνουν την παράσταση θα πρόσθετα πως η εκτεταμένη χρήση γυμνού από τον πρωταγωνιστή λειτουργεί περισσότερο ως εντυπωσιασμός παρά ως στοιχείο της αφήγησης.

Ξέρουμε άραγε πόσο προβληματική είναι η τηλεοπτική κληρονομιά της χώρας;

Ενας άνθρωπος στη σκηνή, μια καρέκλα, ένα μικρόφωνο και μια παλιά τηλεόραση που τρεμοπαίζει σαν μνήμη που δεν θέλει να σβήσει. Μέσα στο bijoux de kant HOOD art space, ένας χώρος που θυμίζει μικρό παιδικό δωμάτιο, ο Βασίλης Βηλαράς μας καλεί να ακολουθήσουμε τον Φώτη. «Σήμερα, βρισκόμαστε σε αυτόν τον υπέροχο και φιλόξενο χώρο για να σας αφηγηθώ την ιστορία του Φώτη. Όχι δεν είμαι εγώ ο Φώτη. Όχι δεν είναι η ιστορία μου».

Ενα παιδί που μεγαλώνει με παρέα τις τηλεοπτικές σειρές των ‘90s και των ‘00s, άλλοτε παρηγορητικές κι άλλοτε σκληρές. «Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '90 και ο μικρούλης Φώτης είναι πάρα πολύ γκέι. Δηλαδή; Του φαίνεται! Θυμίζει πάρα πολύ τον Γιάννη από τους Απαράδεχτους». 

Καθώς οι εικόνες της εποχής περνούν στην οθόνη, το κοινό αναγνωρίζει πρόσωπα, φράσεις και καταστάσεις που διαμόρφωσαν μια ολόκληρη γενιά. Ατάκες που κάποτε έβγαζαν γέλιο τώρα προκαλούν σκέψη. Ο Βασίλης Βηλαράς σχολιάζει με λεπτότητα τη σχέση μας με την κουλτούρα εκείνων των χρόνων, χωρίς διδακτισμό. Οι σκηνές τηλεοπτικής βίας, ο σεξισμός, η κανονικοποιημένη ομοφοβία και ο ρατσισμός περνούν ξανά μπροστά μας, αυτή τη φορά μέσα από ένα βλέμμα πιο ώριμο. Κι έτσι, η παράσταση «Η εκδίκηση του Φώτη» ξεδιπλώνει την πορεία ενός παιδιού που παλεύει να βρει τη θέση του στον κόσμο και τελικά επιλέγει την τέχνη ως μέσο προστασίας.

Ο Φώτης γίνεται καθρέφτης για κάθε θεατή που κουβαλά μνήμες μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης σύγχυση και ερωτήματα. Μέσα από μουσικές, εικόνες και μια αφήγηση που κυλά ανάμεσα στο χιούμορ και στη συγκίνηση, ο δημιουργός χτίζει μια γέφυρα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Οι μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες κινήσεις του ηθοποιού αποκαλύπτουν μεγάλες αλήθειες, ενώ ο οικείος χώρος ενισχύει την αίσθηση πως παρακολουθούμε μια εξομολόγηση που έχει ανάγκη να ειπωθεί. 

Η ιδέα του Βασίλη Βηλαρά ν' αναδείξει τα σκοτεινά σημεία της τηλεοπτικής κουλτούρας υπήρξε ουσιαστική και αναγκαία. Πράγματι, πολλές σκηνές βίας, λεκτικής κακοποίησης, έντονης ομοφοβίας και ρατσισμού είχαν περάσει τότε από τα σπίτια μας σαν κάτι φυσιολογικό, δίχως καν το ΕΣΡ να παρεμβαίνει. Την ίδια στιγμή, ένα αθώο γκέι φιλί λίγων δευτερολέπτων –όπως αυτό σε σειρά του Παπακαλιάτη– θεωρήθηκε υπερβολικό και τιμωρήθηκε με πρόστιμο. Αυτή η αντίφαση δείχνει μια βαθιά υπενθύμιση για το πώς η κοινωνία επιλέγει τι την «ενοχλεί».

Ωστόσο, μέσα σε αυτή τη σημαντική συζήτηση υπάρχει ένα προσωπικό ερώτημα: Πόσες ακόμη ιστορίες για τον πόνο των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων ή γυναικών μπορούμε ή θέλουμε ν' ακούσουμε; Ζούμε σε μια εποχή που επιζητούμε νέες ιστορίες, όπου η ταυτότητα δεν γίνεται τραύμα, αλλά αποδοχή. Οι γονείς αγκαλιάζουν τα παιδιά τους χωρίς φόβο ή προκατάληψη, όπως στις «Σέρρες» του Γιώργου Καπουτζίδη. Θέλουμε να βλέπουμε τη στιγμή που η αγάπη παίρνει το πάνω χέρι, και όχι άλλη μια αναπαράσταση της βίας, όπως στον «Maestro», όπου ένας πατέρας χτυπά τον γιο του επειδή είναι γκέι. Αυτές οι ιστορίες υπάρχουν, όμως το κοινό έχει αρχίσει να διεκδικεί χώρο για κάτι πιο φωτεινό, για το δικαίωμα στη χαρά και στη φυσιολογικότητα της διαφορετικότητας.

Η παράσταση του Βασίλη Βηλαρά, αν και κινείται μέσα σ' ένα δύσκολο και συχνά σκοτεινό υλικό, καταφέρνει ν' ανοίξει ξανά τη συζήτηση με τρόπο ουσιαστικό. Μας καλεί να θυμηθούμε, ν' αναγνωρίσουμε τα λάθη μιας εποχής και να επιλέξουμε τι αφήνουμε πίσω και τι κρατάμε. Και αυτό είναι ίσως το πιο δυνατό κομμάτι της. «Σκέφτομαι πολύ συχνά, πόσες φορές μπορεί να έχω δει εγώ, ο ίδιος, δύο αγόρια να φιλιούνται στον δρόμο. Η απάντηση δεν είναι πολύ ενθαρρυντική. Δεν το κάνουμε δημόσια, όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά επειδή φοβόμαστε». 

Κατερίνα ΠαπουτσάκηΛΟΑΤΚΙΠάνος Βλάχοςπαράσταση